Με αφορμή το «Fury» του Ντέιβιντ Άγιερ και το «Ένα πουλί έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του» του Ρόυ Άντερσον
Απρίλιος 1945, Γερμανία. Ο δεύτερος παγκόσμιος είναι στα πολύ τελειώματά του, παρά τη σθεναρή αντίσταση των Γερμανών οι σύμμαχοι επελαύνουν, αλλά μέχρι να σφυρίξει ο διαιτητής την οριστική λύση του παιχνιδιού και οι αντίπαλοι στρατιώτες να δώσουν τα χέρια, στο πολεμικό γήπεδο πρέπει να πέσουν πάρα πολλά κορμιά ακόμα. Όσα περισσότερα μάλιστα πέσουν από την πλευρά των αμυνομένων, τόσο πιο γρήγορα θα λήξει το ματς. Αλλά παρά την εικόνα της γενικής προέλασης, στην ειδική εικόνα τα γερμανικά τανκς ήταν πολύ πιο εξελιγμένα από τα αμερικάνικα, για αυτό, όσο ακόμα τους επέτρεπε η ισορροπία δυνάμεων, τα τσάκιζαν. Ο Μπραντ Πιτ και το μπαρουτοκαπνισμένο πλήρωμά του αντέχουν σε μια ακόμη μάχη, χάνοντας όμως τον πυροβολητή τους. Η είσοδος του Πιτ στην ταινία είναι αν μη τι άλλο απροσδόκητη, καθώς σαν άγριο θηρίο κάνει κάτι αποτρόπαιο. Αλλά ίσως κι αναγκαίο. Ή εν πάση περιπτώσει αυτή είναι η δουλειά του. Για αυτό είναι εκεί, για να σκοτώνει ναζί. Ξεκίνησε να σκοτώνει Γερμανούς στη Βόρεια Αφρική, συνέχισε στη Γαλλία και το Βέλγιο και τώρα το κάνει και στην πατρίδα τους. Όλα αυτά τα εξηγεί στον αντικαταστάτη του νεκρού πυροβολητή, ο οποίος είναι ένας πολύ νέος άντρας. Ο αντικαταστάτης για γραφιάς εκπαιδεύθηκε, αλλά ο στρατός προτίμησε να τον στείλει στο τανκ. Η αντίστιξη ανάμεσα σε εκείνον και τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος είναι κραυγαλέα. Δεν είναι ηλικιακό το θέμα. Το ηλικιακό είναι δευτερεύον. Το θέμα είναι ότι αυτός έρχεται από έναν άλλο κόσμο, ενώ τα μέλη έχουν φάει τον πόλεμο με το κουτάλι. «Tα ιδεώδη είναι ειρηνικά, η ιστορία είναι βίαιη» θα του εξηγήσει ο Πιτ.
Το «Fury» του Ντέιβιντ Άγιερ είναι μια εξαιρετική ταινία είδους. Μπορεί να μην πηγαίνει το σινεμά ένα βήμα πιο πέρα, αλλά στο πλαίσιο και στα όρια του είδους του είναι ένα σινεμά αξιοπρεπέστατο κι αξιομνημόνευτο, είναι μια ταινία που σέβεται και αποζημιώνει τον θεατή. Κατορθώνει και μας μεταφέρει χωρίς φιοριτούρες και κόλπα, με τρόπο φυσικό και ανεπιτήδευτο, στην ζοφερή ατμόσφαιρα που βιώνουν οι ήρωές της. Ποιό όμως είναι ακριβώς το είδος της; Ας το ορίσουμε ωςι ταινία πολέμου. Γιατί το αν είναι πολεμική ή αντιπολεμική, δεν είναι τελικά τόσο ξεκάθαρο όσο φαίνεται στο ξεκίνημά της. Δεν αμφισβητώ ότι στο μυαλό του δημιουργού της είναι αντιπολεμική ταινία, ούτε θεωρώ ότι φοράει κάποια αντιπολεμική λεοντή για να μας παγιδέψει αποκαλύπτοντας στο τέλος τον πραγματικό εαυτό της. Και ούτε, προς Θεού, θέλω να ισχυριστώ πως στον πόλεμο δεν υπάρχουν και παραδείγματα ηρωισμού κι αυτοθυσίας. Αλλά στο τελευταίο κομμάτι της η ταινία γίνεται πολεμική με την πιο πατροπαράδοτη και ντεμοντέ έννοια του όρου, με ήρωες γεμάτους παλικαριά και εχθρούς που σκοτώνονται σαν κούκλες, αλλάζει δηλαδή η οπτική, με μια μάλλον υμνητική των ενδόξων μαχών κατάληξη.
Με έναν από τους μυθικότερους τίτλους των πολλών τελευταίων ετών, το «Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του», η ταινία του Ρόυ Άντερσουν που -όπως η ίδια μας πληροφορεί- κλείνει «την τριλογία για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος», πήρε το Χρυσό Λιοντάρι στο φεστιβάλ της Βενετίας και διχάζει απ’ ό,τι μπορώ να αντιληφθώ αρκετά αυτούς που την είδαν. Προσωπικά βρίσκομαι κάπου στην μέση. Ενώ τη βρήκα συνολικά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και σε μερικά σκετσάκια της και πάρα πολύ δυνατή, καθόλου εντύπωση δεν μου κάνει πως πολλοί θεατές έμειναν ανικανοποίητοι. Ο Άντερσον δεν αγχώνεται να φτάσει προς τον κάθε θεατή, έχει ένα ξεκάθαρο όραμα στο κεφάλι του, λέει αυτό είναι το σινεμά μου, αυτό θέλω να φτιάχνω και όποιον αφορά, τον αφορά. Και ξέρει ότι αν η πρωταρχική του απεύθυνση είναι τα μάτια των κριτικών, των φεστιβαλιστών και των πολύ ψαγμένων σινεφίλ, ένα προνομιακό κοινό το έχει σίγουρα δικό του. Ο Άντερσον στήνει την κάμερά του, δεν την κουνάει καθόλου και αφήνει τους ανθρώπους να κάνουν όλη την κίνηση, συνομιλώντας με την έννοια του κινηματογραφικού πλάνου. Kαι όταν δεν κινείς την κάμερα, όταν δεν δείχνεις την έμφασή σου, όταν η έμφαση είναι στο πλάνο, παραμένεις ηθελημένα ή μη κάπως αποστασιοποιημένος και από τον θεατή, περιμένοντας να έρθει αυτός στον κόσμο σου. Όταν είχα ξεκινήσει να βλέπω σε βίντεο την πρώτη ταινία της τριλογίας, «Τα τραγούδια απ’ τον δεύτερο όροφο», μολονότι περίμενα να δω κάτι που θα με ενθουσιάσει, είδα κάτι που με κούρασε και που τελικά το άφησα στην μέση. Απομένει να την ξαναδώ για να διαπιστώσω αν και τώρα θα με κουράσει ή αν αντίθετα όσο περισσότερο εκπαιδεύεται το μάτι στην διαστροφή της σινεφιλίας, τόσο αλλάζει και ο τρόπος που παρακολουθεί μια ταινία.
Ο Άντερσον στήνει την κάμερά του και παρακολουθεί στα σκετσάκια του την ύπαρξη, άνθρωποι που έχουν να ξυπνήσουν το πρωί να πάνε στη δουλειά τους, «είναι Τετάρτη ή Πέμπτη, πρέπει να τα παρακολουθεί με προσοχή κανείς αυτά τα πράγματα για να μη χάνει το μέτρημα των ημερών», το να θέλεις να πάρεις τα χρυσαφικά σου στον άλλον κόσμο, το να αναρωτιέσαι τι θα γίνει με το γεύμα που μόλις πληρώθηκε, ο αγοραστης του πέθανε, οι πρωταγωνιστές του είναι λευκοί σαν ζόμπι, νεκροζώντανοι, καταθλιπτικοί πωλητές καθόλου αστείων παιχνιδιών και τρικ.
Ο Άντερσον στήνει την κάμερά του και σχολιάζει στα σκετσάκια του κομμάτια που αφορούν ειδικά τη Σουηδική ιστορία όπως η Μάχη της Πολτάβα που σήμανε την κατάρρευση ενός μεγαλοϊδεατισμού ή η ουδέτερη αλλά με κλείσιμο του ματιού προς τους ναζί στάση της Σουηδίας το 1943.
Ο Άντερσον στήνει την κάμερά του και σχολιάζει στα σκετσάκια του την αποικιοκρατία και τον καπιταλισμό, μια μεγάλη μηχανή βγαλμένη από το σύμπαν του Τέρι Γκίλιαμ που αλέθει σκλάβους ενώ γερασμένοι αστοί τους παρακολουθούν πίνοντας σαμπάνια, «είναι σωστό να χρησιμοποιούμε τους ανθρώπους για την ευχαρίστησή μας;», είναι σωστό να είσαι κακός με τον άλλον επειδή σε παίρνει, το να είσαι σε μια σχέση φιλίας ο εξουσιαστής, όλα μπερδεύονται με όλα, το πολιτικό με το διαπροσωπικό, ο χώρος με το χρόνο, όταν οι ήρωες χάνονται σε ένα μαγαζί ξαφνικά αρχίζει να παρελαύνει κυριολεκτικά το σουηδικό ιππικό προηγουμένων αιώνων, σε ένα ανεπανάληπτο μονόπλανο, που ίσως όμως συνοψίζει και γιατί η ταινία δεν μιλάει σε όλους τους θεατές: αν η σκηνή αυτή ήταν των Μόντι Πάιθον θα ήταν ίσως απείρως λιγότερο καλογυρισμένη, αλλά θα ήταν και πολύ πιο ξεκάθαρης στόχευσης, εδώ θαυμάζουμε την έμπνευση και την εκτέλεση της σκηνής αλλά δεν γελάμε, ούτε κλαίμε, θαυμάζουμε αλλά μένουμε και κάπως αμήχανοι για το τι θέλει να πει.
Δεν είναι όλα τα σκετς το ίδιο εύστοχα, σίγουρα δεν είναι αρμονικά δεμένα, έχει νομίζω πολύ ενδιαφέρον το ερώτημα αν οι μερικές δεκάδες ιδέες του που βλέπουμε προήλθαν από εκατοντάδες άλλες ή αν αντίθετα το φιλτράρισμα δεν είναι το δυνατό χαρτί του, το σινεμά του Άντερσον είναι εγκεφαλικά υπαρξιακό και αποστασιοποιημένα φιλοσοφικό.