Η σκηνοθέτις Αθηνά Ραχήλ -Ρέϊτσελ κατά το imdb- Τσαγγάρη έκανε την εμφάνιση της το 2010 με το Attenberg και επανέρχεται φέτος με το Chevalier.
Δεν έχω δει την προηγούμενη της ταινία, απλώς ξέρω οτι με ένα μπακάλικο τρόπο, τοποθετείται και αυτή στο κινηματογραφικό κίνημα του ”ελληνικού weird” μαζί με τον Λάνθιμο.
Ίσως όχι άδικα αφού επιλέγει πάλι να βγάλει ταινία ακριβώς μετά από αυτόν, το είδος και το ύφος μοιάζει, ενώ έχουν και τον ίδιο σεναριογράφο.
Στο chevalier καταπιάνεται με 6 άνδρες, χομπίστες, οι οποίοι περνάνε ράθυμα τον καιρό τους σε μία υπερπολυτελή θαλαμηγό και αποφασίζουν να παίξουν ένα ιδιότυπο παιχνίδι για να επιλεγεί ο καλύτερος. Ο οποίος θα κατακτήσει και το δαχτυλίδι του τίτλου της ταινίας.
Αν κάποιος πάει να κρίνει την ταινία με ένα επιφανειακό ”πολιτικίζοντα” τρόπο, είναι βέβαιο οτι θα την απορρίψει. Γιατί είναι εύλογο να πει κανείς ”εδώ ο κόσμος χάνεται, εδώ άνθρωποι φτωχοποιούνται αγρίως και η άλλη ασχολείται με τα καπρίτσια των πλουσίων?”.
Ακριβώς αυτό έκανε στα 70’s ο Μπουνιουέλ στην γαλλική του περίοδο εκεί που το νεανικό και καλλιτεχνικό κίνημα είχε πάρει φωτιά: Σατιρίζοντας τους μεγαλοαστούς που απολάμβαναν gourmet μεζέδες και ακριβό κρασί, καταδείκνυε το πόσο μακριά από την κοινωνία και τις ανάγκες της βρίσκονταν αυτοί οι άνθρωποι. Συχνά μάλιστα στις ταινίες του Μπουνιουέλ (και της ισπανικής περιόδου π.χ. στον Εξολοθρευτή Άγγελο), η ξεγνοιασιά των μεγαλοαστών διακοπτόταν από ένοπλο ή άλλου είδους αυθόρμητο αντάρτικο.
Οι άνδρες κατά κανόνα είμαστε κοκόρια από το νηπιαγωγείο της πρώτης κοινωνικοποίησης μέχρι το καφενείο της συνταξιοδότησης. Θέλουμε να πούμε την αποψάρα μας δυνατά, να επηρεάσουμε κόσμο και στην ανάγκη να συγκρουστούμε με τον ανταγωνιστή, ο οποίος μας πάει κόντρα με τα αντίστοιχα κίνητρα. Αυτή η συμπεριφορά εμπεριέχει την ανάγκη για προβολή, συχνά προκύπτει από εσωτερικές και ανείπωτες ανασφάλειες και σχεδόν πάντα οδηγεί σε συμπεριφορικές ακρότητες.
Με θεματικό κέντρο αυτό, η ταινία έχει 6 πρωταγωνιστές διαφορετικής ηλικίας ή καταβολών, οι οποίοι μοιράζονται το χαβιάρι και τον σεναριακό χρόνο. Ο φτασμένος πάμπλουτος γιατρός, ιδιοκτήτης μεγαλοκλινικής και οικοδεσπότης (Κέντρος). Ο νεαρότερος γιατρός που αποτελεί τον έμπιστο και μελλοντικό αντικαταστάτη του αλλά και πρώην δεσμό της κόρης του (Ρουβάς). Ο γιάπης ασφαλιστής νυν γαμπρός του γιατρού (Πυρπασόπουλος). Ο ριγμένος αδερφός του ασφαλιστή (Παπαδημητρίου). Ο για χρόνια πιστός φίλος του γιατρού (Μουρίκης). Και ο συνεργάτης του τελευταίου (Κορώνης).
Μεταξύ τους προϋπάρχει αντιπάθεια ή ανταγωνιστικότητα και προκύπτουν δυναμικές σύγκλισης ή επικοινωνίας. Αριστοκράτες, wannabe μεγαλοαστοί, έκπτωτοι καλοπερασάκηδες και λαϊκοί τύποι πέφτουν στον βούρκο του Αργοσαρωνικού με πανάκριβα τζετ σκι και προσπαθούν να αναδυθούν νικητές, ο καθένας για τον δικό του λόγο.
Οι ερμηνείες δεν είναι παγωμένες όπως στις ταινίες του Λάνθιμου. Υπάρχει χρώμα και ένταση. Τα εξωτερικά πλάνα είναι ωραιότατα, οι αλληγορίες είναι πανέξυπνες, το χιούμορ προκαλεί το αυθόρμητο γέλιο, ενώ η οξεία σάτιρα δεν λείπει (π.χ. τελευταία σκηνή με το προσωπικό να θέλει να μιμηθεί τους ”σπουδαίους”.)
Η ταινία έχει μόνο ένα (1) αρνητικό.
Και εδώ κάνω την εξαίρεση και δεν είμαι διαλλακτικός όπως πρέπει να είναι κάποιος σε θέματα τέχνης και υποκειμενικότητας. Δεν μπορώ να διανοηθώ κάποιον/α κριτικό ή σινεφίλ να λέει το αντίθετο, αφού και ένα μικρό παιδί και κάποιος παντελώς αμύητος από σινεμά μπορεί να το διακρίνει. Εκτός αν κάνει πιαριλίκια (p.r.) της πλάκας
Ο Ρουβάς κυριολεκτικά καταστρέφει την ταινία.
Όπου υπάρχει ρόλος του στο σενάριο, χαλάει όλη τη φάση. Δεν ξέρει να μιλήσει με τον απαραίτητο στόμφο (τον οποίο διδάσκονται οι ηθοποιοί στα πρώτα μαθήματα υποκριτικής). Αραδιάζει λέξεις του σεναρίου, τις οποίες είναι προφανές οτι δεν καταλαβαίνει. Η άρθρωση του είναι τραγική (σε ένα σημείο αντί για ”ανήθικο” λέει ”ανέθικο” και δεν είναι επίτηδες παιδιά).
Και επειδή και οι υπόλοιποι είναι όλοι καλοί ηθοποιοί, η σύγκριση είναι αναπόφευκτη και τον κάνει να μοιάζει τελείως ερασιτέχνης και απόλυτα κατώτερος. Είναι σα να βλέπεις πολλούς ηθοποιούς και έναν βλάκα. Μάλιστα, στη σκηνή της έντονης λογομαχίας του με τον Πυρπασόπουλο είναι σχεδόν αμήχανο να το βλέπεις, είναι σα να κάνει battle rap ο Mos Def με έναν κεκέ.
Ομολογώ οτι δεν τον είχα ξαναδεί να πάιζει σε ταινία και πιθανώς να έχει βελτιωθεί, αλλά πραγματικά θα έπρεπε ο ρόλος του να έχει πάει σε άλλον και αυτός να πάει να τραγουδήσει τίποτα κάλαντα σε καμιά φιέστα. Οκ ποτέ δεν μου ήταν συμπαθής, εκεί αρχές Ιουλίου με το ”Ναι” μου την έδωσε, ήμουνα πιθανώς προκατειλημμένος αλλά μετά την θέαση της ταινίας, ότι και να πω είναι λίγο.
Αν θεωρήσουμε οτι στην κινηματογραφική οικονομία της ταινίας οι 6 πρωταγωνιστές έχουν ίσο χρόνο και οι δορυφορικοί χαρακτήρες όλοι μαζί όσο ένας από αυτούς, τότε το ένα έβδομο της ταινίας είναι για τα μπάζα. Εκεί π.χ.που θα έπαιρνε 8, τώρα παίρνει 6.5 στα 10. Έτσι, χοντρικά.
Και πραγματικά κρίμα γιατί η ταινία, αν εξαιρέσεις τον Ρουβά, είναι πραγματικά αξιόλογη. Δεν ξέρω ποιος φταίει για την επιλογή του. Η σκηνοθέτις, ο σεναριογράφος, η εταιρία παραγωγής?
Όπως και να ‘χει, η επιλογή αυτή μόνο με καλλιτεχνικά κριτήρια δεν έγινε. Είναι φανερό ότι επελέγη ένας κράχτης για να υπάρξει αναγνωρισιμότητα, να γίνει διαφημιστικός ντόρος και να κοπούν εισιτηριάκια. Μπροστά σε αυτό το διακύβευμα, έγινε ένας τεράστιος συμβιβασμός βάζοντας μέσα τον Ρουβά.
Αυτό καλοί μου φίλοι και φίλες ονομάζεται ξεπούλημα.