Του Άρη Χατζηστεφάνου
«Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μερικά όπλα που θα κάνουν τους αντιπάλους μας να φτερνίζονται» είπε κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στο υπουργικό συμβούλιο. Οι συγκεντρωμένοι τον κοίταξαν στωικά σαν ένα παιδί που ζητά να παίξει για άλλη μια φορά με τα σπίρτα. Το ημερολόγιο έγραφε 1919. Ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας ήταν ακόμη υπουργός πολέμου και οι αντίπαλοι του ήταν οι επαναστατημένοι Μπολσεβίκοι της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης. Όσο για το «φτέρνισμα», που υποτίθεται ότι προκαλούσαν τα χημικά όπλα της βρετανικής αυτοκρατορίας, όσοι το έζησαν το περιέγραφαν σαν μια από τις πιο τρομακτικές εμπειρίες της ζωής τους καθώς αποτελούνταν από ανεξέλεγκτο εμετό και συνεχείς αιμοπτύσεις που οδηγούσαν σε ολοκληρωτική κατάρρευση του οργανισμού.
Παρά τις αντιδράσεις αρκετών συναδέλφων του ο Τσόρτσιλ κατάφερε τελικά να χρησιμοποιήσει το φρικτό αυτό όπλο – γνωστό με την κωδική ονομασία Συσκευή Μ – εναντίον αμάχων σε αρκετά ρωσικά χωριά ενώ στη συνέχεια πρότεινε το ίδιο και για τις εξεγερμένες επαρχίες της Ινδίας. Ουσιαστικά δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να συνεχίσει τη χρήση των χημικών όπλων που είχε ξεκινήσει η χώρα του στην λεγόμενη τρίτη μάχη της Γάζας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ακολουθώντας το πνεύμα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής η Βρετανία δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί εναντίον των πιο ανίσχυρων αντιπάλων της τις χημικές ουσίες που αναπτύχθηκαν στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο – μια σύγκρουση στην οποία οι βιομηχανικές δυνάμεις δοκίμασαν για πρώτη φορά τα επιτεύγματα της μηχανικής (πολυβόλα) και της χημείας (ασφυξιογόνα κ.α) σε εχθρικούς στρατούς που πολεμούσαν ακόμη με τους σχηματισμούς των πολεμικών συγκρούσεων του 19ου και του 18ου αιώνα.
Ο Τσόρτσιλ θα επιχειρήσει να μεταφέρει αυτή τη συσσωρευμένη εμπειρία και στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ζητώντας να χρησιμοποιηθούν δηλητηριώδη αέρια αλλά και άνθρακας σε γερμανικές πόλεις. Αυτή τη φορά όμως το αίτημά του δεν βρίσκει ανταπόκριση.
Ακόμη και σήμερα ο χημικός πόλεμος παραμένει το φονικό «παιχνίδι» των ανεπτυγμένων χωρών, παρά την προσπάθεια των δυτικών μέσων ενημέρωσης να τα παρουσιάσουν σαν τα «όπλα των φτωχών». Η χρήση βομβών λευκού φωσφόρου εναντίον αμάχων στο Ιράκ και τη Γάζα, που πραγματοποίησαν τα αμερικανικά και ισραηλινά στρατεύματα κατοχής αντίστοιχα, είναι μόνο το τελευταίο παράδειγμα σε μια μακρά αλυσίδα απάνθρωπων επιθέσεων με χημικά όπλα. Ο πόλεμος του Βιετνάμ ήταν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της χρήσης χημικών ουσιών, που παρασκεύαζε η εταιρεία Monsanto για λογαριασμό του Πενταγώνου.
Ακόμη όμως και όταν οι δράστες δεν συμπεριλαμβάνονται στις «μεγάλες δυνάμεις», όπως συνέβη με την επίθεση με χημικά που πραγματοποίησε ο Σαντάμ Χουσείν εναντίον των Κούρδων αλλά και των Ιρανών, οι προμηθευτές των όπλων είναι μια χούφτα πρώην και νυν… αυτοκρατοριών. Ο άνθρωπος που βοήθησε τον Χουσέιν να δημιουργήσει το χημικό του οπλοστάσιο, ήταν ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, ο οποίος συναντήθηκε μαζί του με εντολές του Ρόναλντ Ρίγκαν. Και στην περίπτωση της Συρίας όμως το χημικό οπλοστάσιο της χώρας δημιουργήθηκε χάρη στη συνεργασία μεγάλων εταιρειών της Δύσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι βρετανικές εταιρείες χορηγούσαν στο καθεστώς Ασάντ χημικές ουσίες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις, έως και τα μέσα του 2012 – όταν δηλαδή ο εμφύλιος πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Εξίσου Αίολο είναι φυσικά και το επιχείρημα ότι το καθεστώς της Συρίας είναι το πρώτο που χρησιμοποίησε χημικά όπλα εναντίον του ίδιου του του πληθυσμού – εάν φυσικά επιβεβαιωθεί ποτέ η σχετική κατηγορία. Οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, που αναπαρήγαγαν τη συγκεκριμένη θεωρία, ξεχνούν ότι ίσως η πρώτη χώρα στην ιστορία που χρησιμοποίησε χημικά όπλα απέναντι στον ίδιο της τον πληθυσμό ήταν… οι ΗΠΑ.
Ήταν Ιούνιος του 1932 όταν περίπου 43.000 βετεράνοι του πρώτου παγκοσμίου πολέμου κατασκήνωσαν στην πλατεία του Καπνοπωλείου διεκδικώντας το ένα δολάριο και 25 σεντς, που τους είχε υποσχεθεί η αμερικανική κυβέρνηση, για κάθε ημέρα υπηρεσίας εκτός αμερικανικού εδάφους. Οι συγκεντρωμένοι απειλούσαν να παραμείνουν στην αμερικανική πρωτεύουσα για όσο διάστημα χρειαζόταν – και όλοι γνώριζαν ότι δεν είχαν και τίποτα να χάσουν αφού η μεγάλη ύφεση είχε αφήσει στην ανεργία το μεγαλύτερο μέρος των παλαιών στρατιωτών.
Ο πρόεδρος Χούβερ απάντησε στέλνοντας άρματα μάχης και ιππικό στην καρδιά της Ουάσινγκτον για να κάψουν τις σκηνές των διαδηλωτών ενώ διέταξε δυνάμεις του στρατού να χρησιμοποιήσουν χημικά αέρια εναντίον των διαδηλωτών.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια από τις πρώτες απόπειρες χρήσης χημικών όπλων εναντίον του λεγόμενου εσωτερικού εχθρού – διαδικασία την οποία θα τελειοποιήσει μερικές δεκαετίες αργότερα η Βρετανία μετατρέποντας σταδιακά τα φονικά αέρια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου σε ουσίες κατάλληλες για την αντιμετώπιση διαδηλώσεων και ταραχών σε αστικά κέντρα.
Για την ιστορία, η τελική μετατροπή των χημικών όπλων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου σε αέρια κατάλληλα για την χρήση στο εσωτερικό πόλεων έγινε από Αμερικανούς επιστήμονες κατά παραγγελία της Βρετανικής κυβέρνησης, η οποία επιχειρούσε να καταστείλει τις εξεγέρσεις στη Βρετανική Γουιάνα, στις αρχές της δεκαετίας του 50.
Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Βρετανοί αποικιοκράτες ήταν ότι οι ιθαγενείς είχαν αποκτήσει κάποιου είδους ανοσία στην χημική ουσία CN που χρησιμοποιούνταν από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ως απάντηση οι Αμερικανοί επιστήμονες παρουσίασαν το περίφημο CS που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τις δυνάμεις καταστολής σε ολόκληρο τον κόσμο. Τελικά η Βρετανική αποικιοκρατία θα προλάβει να χρησιμοποιήσει για πρώτη φορά το νέο της απόκτημα στην Κύπρο το 1958 και αρκετά χρόνια αργότερα, όταν πλέον δεν διέθετε αποικίες, και στη βόρεια Ιρλανδία.
Σε άλλες περιπτώσεις η χρήση χημικών, βιολογικών ή ακόμη και ραδιενεργών όπλων πραγματοποιούνταν από μεγάλες δυνάμεις στον ίδιο τους τον πληθυσμό με τη μορφή πειραμάτων. Ο Τσόρτσιλ είχε χρησιμοποιήσει αέρια μουστάρδας σε μέλη του βρετανικού στρατού (ινδικής καταγωγής) στη δεκαετία του 30’ ενώ το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει κατηγορηθεί ότι δοκίμαζε ραδιενεργά στοιχεία στους κατοίκους του Σάιντ Λούις στο Μισούρι των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τα χημικά όπλα δεν υπήρξαν ποτέ «όπλα των φτωχών» και τα κράτη που πρώτα τα δημιούργησαν και τα χρησιμοποίησαν (ακόμη και εναντίον των δικών τους πολιτών) καλό θα ήταν να ξανασκεφτούν την επόμενη φορά που θα τα χρησιμοποιήσουν σαν πρόσχημα για το βομβαρδισμό μιας ακόμη χώρας. Έχουν άραγε οι χώρες της Δύσης το ηθικό και νομικό δικαίωμα να απειλούν τη Συρία τη στιγμή που οι ίδιες τις προμήθευαν τα υλικά για την κατασκευή των χημικών όπλων και ενώ δεν μπορούν να παρουσιάσουν πειστικά στοιχεία ότι οι πρόσφατες επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από το καθεστώς Ασάντ και όχι από εξτρεμιστικές ομάδες της αντιπολίτευσης – οι οποίες χρηματοδοτούνται και εξοπλίζονται από τη CIA, το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία;
Αν βομβαρδίζαμε όλες τις χώρες που διεξήγαγαν χημικούς πολέμους ή πουλούσαν υλικά για τη διεξαγωγή τους μήπως θα έπρεπε πρώτα να επιτεθούμε στις ΗΠΑ και το Ισραήλ που χρησιμοποίησαν λευκό φώσφορο ή τη Βρετανία που προμηθεύει με χημικά ορισμένα από τα πιο επικίνδυνα καθεστώτα του πλανήτη;