Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Μπορεί στην Ελλάδα ο τίτλος «Κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup» να προκαλεί χασμουρητά λόγω καταχρηστικής χρησιμοποίησης τα τελευταία έξι, πολύ δύσκολα χρόνια. Ωστόσο, η συνεδρίαση της περασμένης Δευτέρας δικαιούνταν με το παραπάνω αυτή την περιγραφή, όχι μόνο και όχι κυρίως εξαιτίας του ελληνικού προβλήματος.
Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης καλούνταν να εγκρίνουν πρόταση του αρμόδιου επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί για μικρή χαλάρωση της ασφυκτικής λιτότητας, που διογκώνει τον ευρωσκεπτικισμό σε σειρά χωρών. Η εισήγηση του Γάλλου επιτρόπου είχε την υποστήριξη των Γιούνκερ και Ντράγκι και προέβλεπε δημοσιονομική επέκταση στο ύψος του 0,5% του ΑΕΠ όλης της Ευρωζώνης μέσω αύξησης των δημοσίων δαπανών στις πλεονασματικές χώρες, με πρώτη τη Γερμανία. Κομισιόν και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έβλεπαν αυτή τη μετριοπαθή πρόταση ως αυτονόητη, σε μια επικίνδυνα ασταθή συγκυρία, φορτισμένη από το συντριπτικό «Οχι» στο ιταλικό δημοψήφισμα, τις αβεβαιότητες του Brexit και του Τραμπ, αλλά και την άνοδο των διεθνών τιμών του πετρελαίου ύστερα από τις πρόσφατες περικοπές του ΟΠΕΚ.
Ο παράγων Σόιμπλε
Ωστόσο, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε άλλη γνώμη. Υποστηριζόμενος από τους ομολόγους του χωρών-δορυφόρων της Γερμανίας, τορπίλισε την πρόταση του Μοσκοβισί, διαμηνύοντας στους Ελληνες, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους ότι θα πρέπει να συνηθίσουν στην ιδέα πολλών ακόμη χρόνων λιτότητας εάν θέλουν να μείνουν στην Ευρωζώνη. Το αποτελεσματικό γερμανικό βέτο ήταν η πειστική απάντηση στις διαδεδομένες αυταπάτες περί δήθεν «εμμονικού» και «απομονωμένου» Σόιμπλε, επιβεβαιώνοντας ότι η Ευρωζώνη ή θα είναι γερμανικό κλαμπ ή απλούστατα θα πάψει να υπάρχει.
Το δίλημμα δεν είναι ρητορικό. Οπως σχολίαζε ο αναλυτής του BBC Μαρκ Μαρντέλ, «η επόμενη χρονιά ενδέχεται να μετατρέψει τη λανθάνουσα, υπαρξιακή απειλή σε τελεσίδικη πραγματικότητα». Τα στοιχεία περί αναιμικής οικονομικής ανάπτυξης σε επίπεδο Ευρωζώνης κρύβουν επιμελώς την έκρηξη των ανισοτήτων που απειλούν να τη διαρρήξουν ανάμεσα σε έναν πλεονασματικό, ηγεμονικό Βορρά με κέντρο τη Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες, οι οποίες είτε χάνουν έδαφος, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, είτε καθηλώνονται στη στασιμότητα, όπως η Γαλλία.
Στην οκταετία που πέρασε από την έναρξη της κρίσης, το πλεόνασμα στο γερμανικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε από 7% σε 9%, κυρίως εις βάρος των ασθενέστερων ευρωπαϊκών οικονομιών. Την ίδια περίοδο, η πραγματική αγοραστική δύναμη αυξήθηκε κατά 11% στη Γερμανία, έμεινε πρακτικά αμετάβλητη στη Γαλλία, ενώ έπεσε κατά 8% στην Ισπανία και κατά 11% στην Ιταλία. Εδώ και μήνες, η Γερμανία εκδίδει ομόλογα με αρνητικά επιτόκια, δηλαδή οι πιστωτές της πρέπει να πληρώσουν κιόλας για να τη… δανείσουν! Κι ενώ έτσι έχουν τα πράγματα, η γερμανική κυβέρνηση αρνείται να αυξήσει τους μισθούς των Γερμανών εργαζομένων και τις δαπάνες του γερμανικού κράτους, κάτι που θα βελτίωνε αμέσως την ανταγωνιστικότητα των πιο αδύναμων εταίρων της και τη ζήτηση στην Ευρωζώνη, προτιμώντας να συνεχιστεί η «κάθοδος στην κόλαση» της αέναης λιτότητας.
Η προειδοποίηση
«Η Μέρκελ, ο Σόιμπλε και η Μπούντεσμπανκ πρέπει να γνωρίζουν ότι η απόρριψη κάθε επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής δυναμώνει κατά πολύ τη φωτιά του ευρωσκεπτικισμού. Δεν έχει νόημα να διεκτραγωδούν οι Γερμανοί ιθύνοντες την άνοδο του λαϊκισμού και τις τάσεις διάλυσης της Ευρώπης όταν οι ίδιοι προσφέρουν αυτό το θέαμα της αυθαιρεσίας και του παραλογισμού», διαμαρτυρόταν την περασμένη Πέμπτη, στο κύριο άρθρο της, η καθ’ όλα φιλοευρωπαϊκή El Pais.
Μα δεν τα βλέπουν όλα αυτά, θα αναρωτηθεί κανείς, η κ. Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε; Δεν τους νοιάζει αν η Ιταλία, η οποία βαδίζει σε πρόωρες εκλογές, θα έχει τον Φεβρουάριο πρωθυπουργό κάποιον άνθρωπο του Μπέπε Γκρίλο; Δεν τους ενοχλεί που με την άκαμπτη πολιτική τους απειλούν να ξαναρίξουν σε πολιτική κρίση την Ελλάδα και να φουσκώσουν τα πανιά των ακροδεξιών Βίλντερς και Λεπέν στις ολλανδικές και γαλλικές εκλογές της ερχόμενης άνοιξης; Δεν τους απασχολεί η προοπτική διάλυσης της Ευρωζώνης, με τη μορφή που γνωρίζουμε;
Ασφαλώς, η κ. Μέρκελ και ο κ. Σόιμπλε τα υπολογίζουν όλα αυτά και θα επιθυμούσαν να αποφευχθούν. Οχι όμως με οποιοδήποτε τίμημα για τα εθνικά τους συμφέροντα, όπως οι ίδιοι τα αντιλαμβάνονται. Επιτέλους, θα μπορούσαν να πουν, δεν είμαστε εμείς που θέλαμε εξαρχής το ευρώ – ο Μιτεράν λύσσαξε να μας πείσει να αφήσουμε το αγαπημένο μας μάρκο, μετά τη γερμανική ενοποίηση, για καθαρά πολιτικούς λόγους. Τους κανόνες της ΟΝΕ και του ευρώ δεν τους βάλαμε μόνοι μας, κι όποιος έμπαινε στην Ευρωζώνη γνώριζε πολύ καλά τα υπέρ και τα κατά. Δεν θα μας βάλετε σήμερα να αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού επειδή τυχαίνει εμείς να κερδίζουμε και εσείς να χάνετε. Εχετε δίκιο να ανησυχείτε για τους ψηφοφόρους σας, αλλά έχουμε και εμείς ψηφοφόρους, που δεν θέλουν να δουν το ευρώ τους να καταντάει λιρέτα, ούτε να χρηματοδοτούν εσαεί χρέη που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι. Δίκιο εσείς, δίκιο κι εμείς, κι όταν συγκρούονται δύο ίσα δίκια, δεν αποφασίζει η λογική, αλλά η δύναμη.
Δεν θα ακουστούν, βέβαια, ποτέ αυτά τα λόγια, καθώς οι σύγχρονοι Γερμανοί πολιτικοί δεν θα μπορούσαν να μιλήσουν στην ωμή γλώσσα των Αθηναίων απέναντι στους Μηλίους, όπως τη διαβάζουμε στον Θουκυδίδη. Ωστόσο, το δίλημμα θα τεθεί με αμείλικτο τρόπο μέσα στο 2017 για τις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Ιταλίας: είτε να συνεχίσουν ακόμη πιο σκληρές «θεραπείες – σοκ» μπας και κερδίσουν κάτι τι σε ανταγωνιστικότητα και καταφέρουν να μείνουν στην Ευρωζώνη, διακινδυνεύοντας κοινωνικές εκρήξεις και πολιτικές ανατροπές, είτε να μπουν σε τροχιά εξόδου.
Στη δεύτερη περίπτωση, η ώρα των αποφάσεων θα έρθει, ενδεχομένως, και για τη Γαλλία, τη χώρα που έπαιζε παραδοσιακά τον ρόλο της γέφυρας ανάμεσα στον πυρήνα και στην περιφέρεια της Ευρωζώνης. Οταν οι δύο όχθες απομακρύνονται, οι γέφυρες κλονίζονται και η Γαλλία μπορεί να βρεθεί, παρά τη θέλησή της, στην ανάγκη να αποφασίσει ποια όχθη θα επιλέξει.
Η επίπτωση
Ούτε η ίδια η Γερμανία, όμως, θα μείνει ανεπηρέαστη από την πολιτική κρίση που σαρώνει την Ευρώπη, όσο κι αν εμφανίζεται σήμερα σαν όαση σταθερότητας, με την Αγκελα Μέρκελ να έχει σίγουρη την επανεκλογή της το φθινόπωρο του 2017. Στο συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος, CDU, που την επανεξέλεξε αρχηγό και υποψήφια καγκελάριο στις επόμενες εκλογές, η Γερμανίδα καγκελάριος μετατοπίστηκε προς την εθνικιστική Δεξιά, υιοθετώντας σκληρότερες θέσεις στο προσφυγικό, προφανώς για να στεγανοποιήσει τις διαρροές προς το ανερχόμενο ξενοφοβικό κόμμα AfD. Κάτι ανάλογο με ό,τι συμβαίνει στη Γαλλία, όπου ο Φρανσουά Φιγιόν μετατοπίζεται δεξιότερα, υπό την πίεση της Λεπέν.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ακροδεξιές ξενοφοβικές δυνάμεις, έστω κι αν δεν παίρνουν την εξουσία, καταλήγουν να διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα ακόμη και σε πυρηνικές χώρες της Ε.Ε. Το μεγάλο βάρος από τη διαχείριση του προσφυγικού πέφτει αποκλειστικά στις χώρες του Νότου, κυρίως Ελλάδα και Ιταλία, που ήδη βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση. Τούτων δοθέντων, η ατμόσφαιρα στη Ρώμη, όπου οι ηγέτες των «28» θα κληθούν σύντομα να γιορτάσουν τα 60 χρόνια από την ιδρυτική πράξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, μόνο χαρμόσυνη δεν προοιωνίζεται.