Πάνω από μια δεκαετία, μας έλεγαν ξανά και ξανά πως τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα. «Υποβάλαμε σε εικονικό πνιγμό μονάχα τρία άτομα»: αυτή ήταν η ατάκα που μας τάιζαν για χρόνια οι αμερικανοί αξιωματούχοι. «Βασανίσαμε μερικούς ανθρώπους», παραδέχθηκε πρόσφατα ο Μπαράκ Ομπάμα, σε μια ακόμα προσπάθεια να υποβαθμίσει τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν στο όνομα της Αμερικής. Αλλά τώρα πια γνωρίζουμε πως αυτές οι δηλώσεις δεν προσεγγίζουν ούτε κατά διάνοια τις φρικαλέες δραστηριότητες στις οποίες επιδιδόταν η CIA επί σειρά ετών – ωμότητες που αποκαλύφθηκαν από την ιστορική έκθεση της Γερουσίας των ΗΠΑ που δόθηκε επιτέλους στη δημοσιότητα την περασμένη Τρίτη, μετά από πολυετή καθυστέρηση. Στην έκθεση, υπάρχουν ιστορίες για «πρωκτόκλυση (άνευ ιατρικού λόγου) ως μέσου ελέγχου της συμπεριφοράς», εικονικές εκτελέσεις και «απειλές ότι θα κακοποιήσουν σεξουαλικά τη μητέρα κρατουμένου» – ή ότι θα της κόψουν την καρωτίδα. Υπάρχουν λεπτομέρειες για κρατούμενους με σπασμένα οστά που αναγκάζονταν να στέκονται όρθιοι για μέρες, για κρατούμενους με δεμένα τα μάτια που τους έσερναν σε διαδρόμους χτυπώντας τους. Υπήρξαν περιστατικά κατά τα οποία ο βασανισμός κατέληξε στον θάνατο. Ο κατάλογος συνεχίζεται βασανιστικά, λες και δεν έχει τελειωμό.
Αλλά πέρα από όλη την αχρειότητα, ίσως το πιο σοκαριστικό στοιχείο των αποκαλύψεων είναι πως πολλοί αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν γνώση αυτών των φρικαλεοτήτων – και επέλεγαν να τις συγκαλύπτουν.
Στις 480 σελίδες της περίληψης της έκθεσης, τεκμηριώνεται με σχολαστικές λεπτομέρειες πώς οι αξιωματούχοι αυτοί έλεγαν για χρόνια ψέματα στη Γερουσία, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στον Λευκό Οίκο, στους αμερικανούς πολίτες, στον κόσμο ολόκληρο. Απέτρεψαν τον πειθαρχικό έλεγχο των επιτελών της CIA. Περιθωριοποίησαν όσους διερευνούσαν την υπόθεση ασκώντας τους πειθαρχικές διώξεις. Ενορχήστρωσαν διαρροές απόρρητου υλικού –πλαστού σε μεγάλο μέρος του– προς τους δημοσιογράφους, χωρίς να φοβούνται για τις συνέπειες.
Τις τελευταίες ημέρες, είδαμε πολλούς από τους γνωστούς πικρόχολους πολιτικούς και πρώην διευθυντές της CIA που ηγούνται των εκστρατειών άρνησης των βασανισμών, να προσκαλούνται με βασιλικές τιμές από τα αμερικανικά ΜΜΕ για να απαντήσουν στην έκθεση, κατά το δοκούν και χωρίς αντίλογο. Ο Ντικ Τσένεϊ βασικά έγραψε μόνος του την ίδια του τη «συνέντευξη» στους New York Times, ενώ ο Μάικλ Χέιντεν, πρώην διευθυντής της NSA και της CIA που ενορχήστρωνε τη συσκότιση της Γερουσίας με ψεύδη για χρόνια, πήρε όλες τις πάσες που χρειαζόταν από τον Μπομπ Σίφερ του CBS News για να υπερασπίσει τη θέση του.
Για παράδειγμα, ο Σίφερ ρώτησε τον Χέιντεν πριν από λίγες μέρες, με αθώο ύφος: «Γνωρίζετε κάποιο πρόσωπο από τη CIA που, κατά την άποψή σας, είπε ψέματα στη Γερουσία για το τι συνέβαινε εκεί πέρα;». Το όνομα του Χέιντεν εμφανίζεται στην έκθεση για τα βασανιστήρια πάνω από 200 φορές, και στις περισσότερες από αυτές είναι για να τεκμηριωθεί πώς ο στρατηγός παραπλάνησε εν γνώσει του το ένα κυβερνητικό σώμα μετά το άλλο. Ας έχουν λοιπόν υπόψη τους τα ΜΜΕ που απευθύνονται ξανά και ξανά στον Χέιντεν για σχολιασμό, πως, σύμφωνα με την έκθεση της Γερουσίας, κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του ο άνθρωπος αυτός για να μιλήσει περί «βελτιωμένων τεχνικών ανάκρισης» την τελευταία δεκαετία, ήταν για να πει ψέματα.
Αλλά ακόμα κι αν δεν είναι ο Χέιντεν, μπορείτε με ασφάλεια να στοιχηματίσετε πως, τις επόμενες μέρες, σχεδόν σε όλες τις εφημερίδες και όλα τα μεγάλα τηλεοπτικά ειδησεογραφικά δίκτυα, θα υπάρχει κάποιος πρώην αξιωματούχος της υπηρεσίας πληροφοριών που θα προσπαθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, αρνούμενος να χρησιμοποιήσει τη λέξη «βασανισμός». Ήδη, ένα άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε στηνWall Street Journal, στο οποίο όλοι οι εμπλεκόμενοι πρώην διευθυντές της CIA προσπαθούν να θολώσουν τα νερά, μας προϊδεάζει αρκετά καλά για την υπερασπιστική γραμμή που θα ακολουθήσουν από εδώ και πέρα. Οι υπερασπιστές των βασανισμών, τόσο από τη CIA όσο και από την κυβέρνηση Μπους, δεν θα προσπαθήσουν καν να ισχυριστούν ότι δεν βασάνισαν κανέναν. Απλώς, θα λένε ότι ήταν αποτελεσματικό, ότι έγιναν μεν «σοβαρά λάθη» αλλά ότι «σώθηκαν αμέτρητες ζωές και η Πατρίδα μας είναι ασφαλέστερη» –πάντα με κεφαλαίο «Π».
Αυτό το επιχείρημα φωτίζει μ’ έναν τρόπο και το λάθος που έκανε η επιτροπή της Γερουσίας που συνέταξε την έκθεση. Αντί να εστιάσουν στο παράνομο των βασανιστηρίων, οι ερευνητές της γερουσιαστού Νταϊάν Φάινστάιν κοπίασαν για να αποδείξουν την αναποτελεσματικότητά τους. Οπότε η συζήτηση τώρα μετατοπίστηκε στο εάν τα βασανιστήρια είχαν αποτέλεσμα. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είχαν, αλλά η συζήτηση θα έπρεπε να γίνεται πάνω σε αυτό το ερώτημα: Γιατί στην ευχή οι βασανιστές κι οι ψεύτες δεν βρίσκονται στη φυλακή;
Ακόμα χειρότερα, η CIA πέτυχε την απομάκρυνση από την έκθεση-ορόσημο όλων των στοιχείων που θα μπορούσαν να στηρίξουν οποιαδήποτε συγκεκριμένη κατηγορία. Τα ονόματα όλων των πρακτόρων που εμπλέκονταν, οι οποίοι όχι μόνο προστατεύθηκαν από πειθαρχικές διώξεις αλλά πήραν και προαγωγές, απαλείφθηκαν από την έκθεση. Το ίδιο και τα στοιχεία των δεκάδων κρατών που βοήθησαν τη CIA να εγκαθιδρύσει το απεχθές καθεστώς των βασανιστηρίων, και στα οποία περιλαμβάνονταν και μερικοί από τους χειρότερους δικτάτορες του κόσμου: οι ίδιοι άνθρωποι που τώρα η Αμερική ισχυρίζεται πως μισεί, όπως ο Χόσνι Μουμπάρακ, ο Μπασάρ αλ Άσαντ και ο Μουαμάρ Καντάφι.
Αλλά ας μην παρασυρόμαστε: υπάρχουν ακόμα εντυπωσιακά πολλά και χρήσιμα στοιχεία που μπορεί κανείς να βρει στην έκθεση. Αν υπάρχει μία τραγική ιστορία, ανάμεσα στις πολλές, που μπορεί να θεωρηθεί εμβληματική του προγράμματος της CIA, όπως το αποκαλούν τον τελευταίο καιρό οι υπερασπιστές του, είναι αυτή του Γκουλ Ραμάν. Μπορεί να πρόκειται για δύο ιστορίες –ποιος ξέρει, είναι τόσα πολλά όσα έχουν απαλειφθεί και αμέτρητες οι ωμότητες– αλλά ξέρουμε πως τουλάχιστον ένας Γκουλ Ραμάν βασανίστηκε στη διαβόητη κρυφή τοποθεσία της CIA με το κωδικό όνομα «Αλατωρυχείο», όπου πέθανε από το κρύο αλυσοδεμένος στο δάπεδο. Ο γενικός επιθεωρητής της CIA ανέφερε το περιστατικό αυτό στην ηγεσία και ζήτησε να διωχθούν πειθαρχικά οι υπεύθυνοι, αλλά το αίτημά του απορρίφθηκε. Τέσσερις μήνες μετά το συμβάν, ο αξιωματικός που οδήγησε με τις εντολές του τον Ραμάν στο θάνατο επιβραβεύτηκε με «χρηματική αμοιβή» 2.500 δολαρίων για τις «αδιαλείπτως υψηλής ποιότητας υπηρεσίες του».
Η υποσημείωση 32 εξηγεί ποιος ήταν ο λόγος που ο νεκρός τέθηκε υπό κράτηση από τη CIA: «Γκουλ Ραμάν, άλλη μια περίπτωση λανθασμένης ταυτότητας».
Ο Τρέβορ Τιμ είναι συνεργάτης του «Guardian US» και διευθυντής του Freedom of the Press Foundation, μη κερδοσκοπικής οργάνωσης η οποία στηρίζει τη δημοσιογραφία που υπηρετεί τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Το άρθρο, με τίτλο «Stop believing the lies: America tortured more than “some folks” – and covered it up», δημοσιεύθηκε στον «Guardian», 9.12.2014.