Με αφορμή το «Φωτιά στη Θάλασσα» του Τζιανφράνκο Ρόζι
Σε μια σκηνή της «Δίκης της Νυρεμβέργης», η Μάρλεν Ντίτριχ κάθεται και πίνει το ποτό της με τον Σπένσερ Τρέισι. Ο Τρέισι είναι ο δικαστής που έχει έρθει στη Γερμανία να δικάσει τα εγκλήματα πολέμου της ναζιστικής ελίτ, μαζί της όμως δικάζεται υπό μία έννοια και ο γερμανικός λαός που την ακολούθησε ολοσχερώς. Η Ντίτριχ μιλάει εξ’ ονόματός του: «Έμαθα ότι έδειξαν αυτές τις φωτογραφίες σήμερα στο δικαστήριο. Αυτές που τις εμφανίζουν με κάθε πρόσχημα, σαν εκθέματα σε μουσείο τρόμου. Αυτό νομίζετε ότι είμαστε; Νομίζετε ότι τα ξέραμε αυτά τα πράγματα; Νομίζετε ότι θέλαμε να σκοτώσουμε γυναίκες και παιδιά; Το πιστεύετε αυτό; Για όνομα του θεού, είμαστε εδώ ο ένας απέναντι στον άλλο και πίνουμε. Πώς μπορείς να πιστεύεις ότι ξέραμε; Δεν ξέραμε. Δεν ξέραμε».
Η βράβευση με Πούλιτζερ τριών Ελλήνων φωτογράφων για την κάλυψη της προσφυγικής τραγωδίας στις ακτές των ελληνικών νησιών, μας υπενθυμίζει ότι σε αντίθεση με τότε, τώρα όλα εξελίσσονται στο φως, τώρα οι φωτογραφίες είναι ενώπιόν μας την ίδια στιγμή, τώρα οι κάμερες οι φωτογραφικές και οι κάμερες οι τηλεοπτικές καταγράφουν την τραγωδία σε παρόντα χρόνο και ενόσω εξελίσσεται. Ακόμη κι αν για εμάς δεν θα υπάρξει ποτέ Νυρεμβέργη, ακόμη κι αν εμάς δεν μας δικάσει ποτέ κανείς, με την πιθανή εξαίρεση της Ιστορίας, ο Ευρωπαίος πολίτης του σήμερα, σε αντίθεση με τον Γερμανό ομόλογό του της δεκαετίας του ’40, δεν μπορεί καν να βγάλει το κεφάλι του από την άμμο και να ισχυριστεί πως δεν ήξερε. Όχι, εμείς ξέρουμε και τα βλέπουμε κάθε μέρα. Κι αν μη τι άλλο, βραβεύουμε όσους καταγράφουν την Ιστορία τη στιγμή που συμβαίνει.
Όπως δηλαδή συνέβη και με τον Ιταλό ντοκιμαντερίστα Τζιανφράνκο Ρόζι, που πήρε τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, για τη «Φωτιά στη Θάλασσα». Kαι ο Ιταλός Πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι θα έπαιρνε, λέει, σε Σύνοδο Κορυφής 27 DVD της ταινίας, για να παραδώσει προσωπικά ένα στον καθένα από τους υπόλοιπους 27 Πρωθυπουργούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν μια στάλα περισσότερο. Γιατί το «Φωτιά στη Θάλασσα» ασχολείται με τις αντίστοιχες σκηνές με τα ελληνικά νησιά, που διαδραματίζονται σε ένα ιταλικό νησάκι, τη Λαμπεντούζα.
Αν εδώ οι ροές έρχονται μέσω Τουρκίας, η Λαμπεντούζα είναι το πιο νότιο τμήμα της Ιταλικής επικράτειας και βρίσκεται πιο κοντά στις ακτές της Αφρικής, από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο κομμάτι της Ιταλίας. Η Λαμπεντούζα, με 6.000 κατοίκους, έχει υποδεχτεί πάνω από 400.000 ανθρώπους τα τελευταία χρόνια, ενώ υπολογίζεται ότι 15.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στα νερά. Δυόμιση φορές οι κάτοικοι του νησιού, νεκροί στη θάλασσα. Και μάλλον άλλοι 400 μόλις χθες.
Αλλά πώς να τους πούμε τους βασικά εξ Αφρικής ορμώμενους προς την Λαμπεντούζα; Οι περισσότεροι δεν αναγνωρίζονται επισήμως ως πρόσφυγες. Χωρίς να είναι από μόνη της επιλήψιμη η διάκριση πρόσφυγας – μετανάστης, σιγά – σιγά, κι επειδή η γλώσσα έχει τους δικούς της υπόγειους μηχανισμούς κατασκευής εννοιών, φτάνει να σημαίνει ότι ο μετανάστης είναι κάτι άλλο, κάτι ίσως κατακριτέο, κάτι πάντως όχι αξιακά εφάμιλλο του πρόσφυγα, χωρίς αυτό να σημαίνει και ότι ο πρόσφυγας ως πρόσφυγας απολαμβάνει στην πράξη την προστασία που νομικά δικαιούται. Μιλώντας πάντως αντίστροφα για τους μηχανισμούς της γλώσσας, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε με σχετική ανακούφιση, ότι μέχρι πριν ένα – δυο χρόνια, η λέξη που έπαιρνε και έδινε, ήταν το «λαθρομετανάστης».
Ο Ρόζι δεν πήγε στη Λαμπεντούζα για να φιλμογραφήσει και να πουλήσει τραγωδία
Παρά όσα μπορεί να φαντάζεται κανείς με τις βραβεύσεις και τις κινήσεις του Ρέντσι (ή ακόμα κι από την ερώτηση «Μπορεί μια ταινία να αλλάξει τον κόσμο;» που συνοδεύει διαφημιστικά το φιλμ), το ντοκιμαντέρ του Ρόζι είναι όσο λιγότερο αβανταδόρικο μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν βρίσκεται μόνο στον αντίποδα μιας τηλεοπτικής δημοσιογραφικής εκπομπής για το θέμα, αλλά απέχει αρκετά, έως πολύ, κι από ό,τι περιμένεις να δεις από ένα κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ για το θέμα. Όχι μόνο δεν εκβιάζει το συναίσθημα, όχι μόνο δεν προσπαθεί να σου επιβάλει συναισθήματα, αλλά είναι συζητήσιμο και αν προσπαθεί να στα υποβάλει. Ο Ρόζι δεν πήγε στη Λαμπεντούζα για να φιλμογραφήσει και να πουλήσει τραγωδία. Στο «Φωτιά στη Θάλασσα» συνυπάρχουν δυο παράλληλες ταινίες. Θα δούμε τα των μεταναστών, θα δούμε και τα των κατοίκων. Όπως υπάρχουν ίσως και δυο παράλληλοι κόσμοι; Αυτό θέλει να πει; Νομίζω πως όχι.
Είναι σαν να γυρνάει το ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή τη Λαμπεντούζα και να μας δείχνει τόσο κομμάτια από τη ζωή κατοίκων της (η ζωή ενός δωδεκάχρονου αγοριού, οι αφιερώσεις στο ραδιόφωνο υπέροχων παραδοσιακών τραγουδιών, το πρωινό φιλί στους Αγίους για λίγη υγεία και να πάει καλά η μέρα), όσο και ένα κομμάτι από τη ζωή όσων την χρησιμοποιούν ως πέρασμα προς την Ευρώπη. Έχεις την αίσθηση ότι δεν πολυσκέφτεται πάνω σε αυτό που κάνει. Ότι λειτουργεί περισσότερο με το ένστικτο, παρά με μια καλά σχεδιασμένη μέθοδο. Ακόμη και αυτή η αντίστιξη δεν έχει κάτι το μεθοδικό, λείπει ένας άξονας αφηγηματικός που σε παίρνει κάπου και σε πάει κάπου, μοιάζουν όλα ερριμμένα, όχι μεν ατάκτως, αλλά αρκετά τυχαία. Πέραν της καταγραφής και της ταυτοποίησης των μεταναστών, δεν μας δείχνει πού πηγαίνουν μετά αυτοί οι άνθρωποι. Πέραν της αρχικής πληροφορίας για τους αριθμούς των πνιγμένων, δεν ασχολείται ξανά με τη μεγαλύτερη εικόνα.
Τρεις σκηνές ξεχωρίζουν στην ταινία και τη φέρνουν πιο κοντά σε αυτό το «συγκλονιστικό» που περιμένεις από το θέμα της:
Ο γιατρός του νησιού που αφηγείται ψύχραιμα, πλην συγκινημένα, όσα έχουν δει τα μάτια του. Μιλά για εκείνο, που παρόλα όσα του λεν συνάδελφοι, όχι, δεν συνηθίζεται, όχι, δεν εξοικειώνεσαι με τους τόσους νεκρούς, μιλά για τις μετά θάνατον κοπές τμημάτων του σώματος για νεκροψία. Ο γιατρός που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, όχι γιατί το επέλεξε, αλλά γιατί έτσι το έφερε η ζωή, που μένει όμως στην πρώτη γραμμή και επιτελεί το έργο του χωρίς φαμφάρες, χωρίς διακηρύξεις, ο γιατρός που έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με όσα η υπόλοιπη ήπειρος δεν θέλει να δει.
Ο μετανάστης και όχι πρόσφυγας από τη Νιγηρία, που περιγράφει όσα πέρασαν για να φτάσουν στη Λαμπεντούζα, τα περιγράφει σαν να τα τραγουδά, με το σώμα του να κινείται στο ρυθμό των λέξεών του και τους συμπατριώτες του δίπλα να ακούν σαν να τα λέει εκ μέρους όλων τους. Έπιναν τα ούρα τους στη Σαχάρα για να επιβιώσουν, επιβίωσαν στις φυλακές της Λιβύης, επιβίωσαν στα κύματα, είναι ακόμα ζωντανοί, είναι ακόμα ζωντανοί, όπως και να τους πεις, όπως και να τους βαφτίσεις νομικά.
Κι ύστερα οι σκηνές από μια διάσωση πλοιαρίου. Δεν υπάρχει μουσική, δεν υπάρχει σχόλιο, δεν υπάρχει ζουμ, υπάρχει η καταγραφή. Και βλέπεις σώματα εξαντλημένα και ημιθανή να πετιούνται σαν σακιά. Και βλέπεις εικόνες φρικτές.
Ο πρωταγωνιστής όμως της ταινίας είναι ένα αγόρι από τη Λαμπεντούζα. Ο μικρός Σάμιουελ έχει ένα «τεμπέλικο» μάτι. Και ο οφθαλμίατρος τού δίνει εντολή να φοράει ένα κάλυμμα στο καλό του μάτι, ώστε ο εγκέφαλός του να δώσει εντολή στο άλλο να αρχίσει να λειτουργεί. Κι επειδή το σινεμά λειτουργεί με τους δικούς του κανόνες, κάνω την υπόθεση ότι μετά από χρόνια είναι περισσότερο πιθανό ανακαλώντας το «Φωτιά στη Θάλασσα», στη μνήμη να έρχεται ο πιτσιρικάς με τη σφεντόνα του και το τεμπέλικο μάτι του.
Πάντα θα υπάρχει τιμολόγηση και διαστρωμάτωση, ακόμα και στην πιο μεγάλη αθλιότητα
Να έρχεται στη μνήμη αυτός και ότι είναι μια ταινία για μια τεράστια τραγωδία του καιρού μας. Ένας γιατρός που περιγράφει όσα έχει βιώσει, ένας μετανάστης που περιγράφει όσα έχει βιώσει, φρικτές εικόνες διάσωσης, ασυνόδευτες από οποιαδήποτε σκηνοθετική έμφαση.Θα επικρατήσουν αυτές μέσα μας; Νομίζω ότι δεν λειτουργεί η μνήμη έτσι. Νομίζω δηλαδή ότι εφόσον δεν είσαι εσύ ο ίδιος που βλέπεις κάτι μπροστά σου με τα δικά σου μάτια, ότι εφόσον δεν είσαι το δικό σου βλέμμα που εστιάζει, μοντάρει κ.λ.π., ώστε να δημιουργηθεί βίωμα κι ανάμνηση, ότι εφόσον το ρόλο αυτό αναλαμβάνει διαμεσολαβητικά ο σκηνοθέτης με το μάτι της κάμερας, τότε έχουμε εκπαιδευτεί να περιμένουμε να της δείξεις, εσύ ο σκηνοθέτης το συγκλονιστικό, εσύ να εστιάσεις, εσύ να το τονίσεις. Όταν το πετάς μαζί με τις υπόλοιπες σκηνές, σαν να μην τις ξεχωρίζει τίποτα, προφανώς και είναι συγκλονιστικό την ώρα εκείνη που το βλέπεις, αλλά, ξαναλέω, αμφιβάλλω πόσο έντονα θα χαραχθεί μέσα σου.
Πρώτη θέση, δεύτερη θέση, τρίτη θέση σε πλοιάρια της συμφοράς. Αλλά ακόμα και σε αυτά, άλλο να κάθεσαι στο κατάστρωμα κι άλλο στο αμπάρι χωρίς αέρα.Πάντα θα υπάρχει τιμολόγηση και διαστρωμάτωση, ακόμα και στην πιο μεγάλη αθλιότητα. Πόσα λεφτά έχεις στην τσέπη σου. Αυτό που κάνει πάντα όλη τη διαφορά.
Μπορεί ο γιατρός στη Λαμπεντούζα να μη συνηθίζει και να μην εξοικειώνεται, δεν ισχύει όμως το ίδιο για την κοινή γνώμη. Και συνηθίζει και εξοικειώνεται και ό,τι αρχικά σοκάριζε κι εξόργιζε, γίνεται σιγά σιγά μέρος της νέας κανονικότητας. Εκτός κι αν βάλουμε κάλυμμα στο ως τώρα μάτι μας και εκπαιδεύσουμε το τεμπέλικο μάτι μας να δει τον κόσμο ξανά.
elculture