Πώς η Cisco έγινε μονοπώλιο στην Οτάβα του Καναδά για να ανεβάζει συνεχώς τις τιμές των παρεχομένων υπηρεσιών της. Πώς “αυτοπαγιδεύθηκε” το υπουργείο Παιδείας στην Ελλάδα.
- του Θόδωρου Μπλίκα, Διπλωματούχου Ηλεκτρολόγου Μηχανικού, MBA, Certified DPO – News247
Μεγάλη εντύπωση προξένησε η μεθόδευση του Υπουργείου Παιδείας ώστε να «παγιδεύσει» τον ίδιο του τον εαυτό στην απευθείας ανάθεση στη Cisco για το λογισμικό της τηλεκπαίδευσης.
Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της «αμέλειας» να προβεί σε ανοιχτό δημόσιο διαγωνισμό ήδη από την περασμένη άνοιξη ή το αργότερο τον Σεπτέμβριο 2020, καθίσταται «προσχεδιασμένη παράλειψη» όταν γίνεται δημόσια η παραδοχή ότι «δε θα μπορούσε να είναι για πάντα δωρεάν».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν πολλές κακές πρακτικές. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
- Δεν έγιναν ποτέ σαφή τα κριτήρια επιλογής
- Δεν προσκλήθηκαν άλλες εταιρείες να δώσουν την προσφορά τους
- Δεν συνυπολογίστηκε η αξία των δεδομένων που έλαβε η εταιρεία
- Δεν τηρήθηκαν οι κανόνες δημοσιότητας, ανταγωνισμού, προμηθειών του Δημοσίου
To αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν ενδείξεις ότι η σύμβαση που υπεγράφη είναι ζημιογόνα για το Δημόσιο.
H Cisco στην Οτάβα έγινε μονοπώλιο
Μια παρόμοια ιστορία από την Οτάβα του Καναδά μας βάζει σε περισσότερες σκέψεις.
Εκεί η Cisco έχει καταστεί ο «Εθνικός Εργολάβος» της SSC – Shared Services Canada, με αρμοδιότητες αντίστοιχες της Κοινωνίας της Πληροφορίας (ΚτΠ) στην Ελλάδα, η οποία είναι επίσης εποπτευόμενος φορέας του Καναδικού Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Η Cisco έχει λάβει την πλειοψηφία των κονδυλίων της SSC τα τελευταία 2 χρόνια, μια τάση που δε φαίνεται να αλλάζει αλλά να ενισχύεται για την τρέχουσα χρονιά. Τα τελευταία 2 χρόνια έλαβε περίπου 200εκ$, ενώ τους 2 πρώτους μήνες του 2021 έχει ήδη αναλάβει συμβόλαια 64εκ$.
Η κύρια δικαιολογία; Η ανάγκη «διαλειτουργικότητας» μεταξύ των συστημάτων. Οι προδιαγραφές της SSC δε λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να μπορούν να ενσωματωθούν συστήματα διαφορετικών εταιρειών στον τεχνολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα να εισάγουν στα δίκτυά τους εξοπλισμό μιας και μόνο εταιρείας, δυσκολεύοντας την «απεξάρτηση» από αυτή.
Παρόμοιες τάσεις, σύμφωνα πάντα με το άρθρο, καταγράφονται σε τομείς που καλύπτουν άλλες εταιρείες, όπως η Microsoft ή η Amazon.
Πώς οδηγήθηκε εκεί η Καναδική Οττάβα;
Ακολουθώντας τον «εύκολο» δρόμο της επιλογής μιας εταιρείας που «θα κάνει τη δουλειά», χωρίς να συνυπολογίζονται οι συνέπειες.
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες; Μα το γεγονός ότι η εταιρεία εκμεταλλεύεται τη θέση της και αυξάνει τις τιμές της όσο περισσότερο «δένεται» με το σύστημα. Όσο γίνεται «αναντικατάστατη», όσο το κόστος αλλαγής προμηθευτή μεγαλώνει, βρίσκει περιθώριο η εταιρεία να μεγαλώνει την κοστολόγηση των προϊόντων της. Αποτέλεσμα: η ανάλωση όλο και μεγαλύτερου μέρους του προϋπολογισμού της SSC, η μείωση των διαπραγματευτικών της δυνατοτήτων, η τεχνητή προσκόλληση σε έναν προμηθευτή.
Η αύξηση των τιμών των προσφερόμενων υπηρεσιών και προϊόντων της Cisco προς την SSC, από άδειες χρήσης μέχρι υλικά και εξαρτήματα δικτύου, κατά περίπου 30%, ανεβάζει σε δυσθεώρητα ύψη τα κονδύλια που κατευθύνονται αποκλειστικά στην εταιρεία αυτή.
Είναι αναμενόμενο οι εταιρείες να προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τζίρους και κέρδη. Το πρόβλημα ξεκινά όταν τα Κράτη και οι Κυβερνήσεις δεν τιμούν την αποστολή τους και σπαταλούν το δημόσιο χρήμα με αδιαφανείς και παράνομες διαδικασίες. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο όταν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί δε λειτουργούν ή κάνουν τα στραβά μάτια, είτε πρόκειται για ανεξάρτητες αρχές είτε για τη δικαιοσύνη.