Ο Ουμπέρτο Έκο έγραφε: “Πότε μην εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο που δεν φάσκει κι αντιφάσκει”.
Εμείς οι άνθρωποι συνηθίζουμε να κάνουμε λάθη. Και σίγουρα πιο συχνά λανθάνει η σκέψη μας. Το σφάλλειν ανθρώπινο (errare humanum est), το εμμένειν ηλίθιο.
Ένας άνθρωπος που σκέφτεται και λέει πάντα τα ίδια -ενώ όλα γύρω του αλλάζουν, που μένει ίδιος ενώ ο κόσμος αλλάζει, είναι -στην καλύτερη περίπτωση- ηλίθιος, αν όχι σατανικός (αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι οι ηλίθιοι είναι πιο επικίνδυνοι απ’ τους σατανικούς).
Ένα απ’ τα ισχυρότερα εργαλεία του νου είναι η αμφιβολία. Κι ο καλύτερος τρόπος για να αμφιβάλλεις είναι να φάσκεις και να αντιφάσκεις. Γιατί έτσι δοκιμάζεις την αντοχή κάθε σκέψης, κάθε λόγου.
Προσοχή! Έτσι γίνεσαι πιο ευάλωτος στις επιθέσεις του κάθε κήνσορα, αφού υποστηρίζεις σκέψεις που δεν έχεις κατανοήσει καλά. Όμως θέλει αρετή και τόλμη η πνευματική ελευθερία, οπότε πρέπει να παίξεις με τις σκέψεις σου, χωρίς επιχειρήματα και χωρίς να ‘χεις σταθερό έδαφος.
Κάπως έτσι θα παίξω κι εγώ, σαν σοφιστής που παραδέχεται ότι πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος. Φάσκω κι αντιφάσκω, λοιπόν, χωρίς καθόλου να ντρέπομαι γι’ αυτό.
~~
Ο Νίτσε έγραφε ότι ο εχθρός της αλήθειας δεν είναι το ψέμα, αλλά η πεποίθηση. Η πίστη. Όμως η πίστη κάποιες φορές σώζει.
Η πίστη είναι μια ανορθολογική σκέψη. Πιστεύω ότι κάτι είναι αληθινό, παρότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη γι’ αυτό. Στο σχολαστικισμό (βλέπε Μεσαίωνα, εκκλησία, Θωμά Ακινάτη κλπ) η πίστη έγινε σημαντικότερη απ’ την αλήθεια. Credo quia absurdum, πιστεύω επειδή είναι παράλογο.
Η πίστη μπορεί να βοηθήσει στη γέννηση τεράτων, όπως είδαμε στην Ευρώπη της Ιερής Εξέτασης, όπως βλέπουμε στο Ισλάμ του ISIS.
Όμως η πίστη, όπως και κάθετι άλλο, είναι ένα δίχτυ που ρίχνουμε στο μυαλό μας. Αν εκεί μέσα έχουμε τέρατα, τέτοια θα βγάλει. Αν έχουμε αγγέλους και διαστρικά ταξίδια, θα βγάλει θαύματα.
Όπως δεν μπορούν να υπάρξουν θαύματα χωρίς πίστη (σε κάτι), έτσι και δεν μπορεί να υπάρξει εξέλιξη, πρόοδος, επανάσταση (με τη γενική σημασία), χωρίς πίστη.
Η πίστη σώζει, γιατί κάνει τον άνθρωπο να προσμένει το αδύνατο. Και κάτι παραπάνω. Η πίστη τον κάνει να προσπαθεί για το αδύνατο.
Η πίστη είναι πιστή σ’ ένα σχεδόν ψέμα. Κάτι που έχει 0,000000001 πιθανότητες να είναι αληθινό ή να πετύχει. Αν δεν πιστεύεις (στον θεό, στην ιδεολογία, στην επανάσταση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην αγάπη, στο μέλλον, στον εαυτό σου) δεν θα προσπαθήσεις καν. Θα αποδεχτείς αυτό που είναι πιο εύκολο, πιο πιθανό, πιο… βαρετό, και θα ζήσεις με σιγουριά κι ασφάλεια.
Όμως ο κόσμος μας αλλάζει επειδή υπάρχουν πιστοί. Αυτοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν τα πιο παράδοξα. Ακούγεται, το ξέρω, αντιφατικό: Οι πιστοί συμβάλλουν στην πρόοδο.
Λοιπόν, κάπως έτσι, μέσα σε μια σοφιστεία, θα μπορούσε να ξεκινάει ένα άλλο δόγμα πίστης, ένα προσωπικό και προσωρινό δόγμα.
Πιστεύω στη ζωή. Πιστεύω στην αγάπη, στον έρωτα. Πιστεύω στον άνθρωπο. Πιστεύω ότι μπορούμε να φτιάξουμε έναν πλανήτη που να μας χωράει όλους. Πιστεύω ότι μπορούμε να φτάσουμε στ’ αστέρια.
~~
Γι’ αυτό το αντιφατικό κείμενο χρησιμοποίησα την εξίσου αντιφατική φωτογραφία του Σεμπαστιάο Σαλγκάδο. Η αφίσα ενός γαλανομάτη Χριστού στους κουρελιασμένους τοίχους κάποιας λατινοαμερικάνικης παράγκας. Ο πατέρας κι η κόρη γυμνοί.
Σε πρώτο επίπεδο διακρίνεις την ειρωνεία: Αυτός ο λευκός θεός χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να δικαιολογηθεί η μεγαλύτερη γενοκτονία, εκείνη των Αμερινδιάνων.
Σε δεύτερο επίπεδο προκύπτει η μαρξιστική σκέψη: Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Όσο οι άνθρωποι περιμένουν να τους σώσει κάποιος (θεός ή ηγέτης) απ’ τη φτώχεια, τη δυστυχία και την καταπίεση παραμένουν άβουλοι.
~~
Όμως η φωτογραφία του Σαλγκάδο έχει ένα ακόμα επίπεδο, πολύ πιο βαθύ και ισχυρό απ’ τα ευκόλως εννοούμενα.
Έχει να κάνει με τον τρόπο που κοιτάζουν, ο πατέρας, η κόρη κι ο ζωγραφιστός θεός.
Έχει να κάνει με το χαμόγελο του άντρα. Είναι κι ο τρόπος που το παιδί κρατιέται απ’ τ’ αυτί του πατέρα.
Υπάρχει η βία της φτώχειας, όμως δεν κυριαρχεί, μοιάζει να μην είναι αρκετή για να καταστείλει την πίστη των ανθρώπων.
~~
Το τρίτο επίπεδο δεν είναι αυτό που περιγράφω άνωθεν. Αυτή είναι η δική μου ερμηνεία.
Ο Σαλγκάδο είναι σπουδαίος καλλιτέχνης. Κι αυτό γιατί δεν σου υπαγορεύει σκέψεις. Είναι αντιφατικός, φάσκει κι αντιφάσκει με το φως, κι αφήνει εσένα, εμένα, τον καθένα, να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.
“Τι θέλει να πει ο ποιητής;” μας ρωτούσαν οι φιλόλογοι στο σχολείο. “Γαμώτο, δάσκαλε”, θα τους έλεγα αν ήμουν εκεί. “Δεν έχει σημασία τι θέλει να πει ο ποιητής. Σημασία έχει τι θέλω να πω εγώ όταν διαβάζω τους στίχους του”.
Το τρίτο επίπεδο, το πιο βαθύ, το πιο ισχυρό, κάθε φωτογραφίας, ποιήματος, τραγουδιού, ταινίας, είναι πάντα αυτό που σε κάνει να νιώθεις, να σκέφτεσαι. Εσύ, όχι ο ποιητής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μια αρχική μορφή αυτού του κειμένου δημοσιεύτηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ, στον Δρόμο της Αριστεράς. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~