(Τετράδια Συνεργείου)
Το πρώτο πρόβλημα κάθε συγγραφέα είναι ποιος θα διηγηθεί την ιστορία, από ποια οπτική γωνιά.
Θα είναι η απόλυτα αντικειμενική, του θεατή που δεν γνωρίζει τίποτα για τις σκέψεις του χαρακτήρα; Ή μήπως η οπτική γωνιά του αναξιόπιστου αφηγητή, που κάνει υποθέσεις; Μπορεί να είναι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου ο αφηγητής παίρνει μέρος στην ιστορία. Ή κι εκείνη του παντογνώστη αφηγητή, που γνωρίζει τα πάντα, για όλους; Και πώς ακούγεται μια αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο;
Στο Συνεργείο παίξαμε με τα είδη αφήγησης. Κάθε παράγραφο στις παρακάτω ιστορίες είναι γραμμένη από διαφορετικό συνεργό και από διαφορετική οπτική γωνιά. Το αποτέλεσμα είναι –τουλάχιστον- διασκεδαστικό, παρά τους φόνους.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μαχαίρια
Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και περπάτησε γρήγορα μέχρι την κουζίνα.’Έβγαλε όλα τα μαχαίρια από το συρτάρι και τα τοποθέτησε μπροστά του σαν βεντάλια. Τα κοιτούσε ένα ένα. Πήρε ένα χαρτί και ξεκίνησε να τα καθαρίζει. Μόλις τελείωσε τα ξανάβαλε πίσω. Γύρισε με αργά βήματα προς τον καναπέ, κάθισε γέρνοντας προς τα πίσω και έκλεισε τα μάτια.
Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του,το πάχος του λίπους κάτω από το δέρμα της. Με τους σωστούς υπολογισμούς ,θα κατάφερνε να επιλέξει το μαχαίρι που θα έφτανε, ίσα να το διαπεράσει χωρίς να χτυπήσει κάποιο ζωτικό της όργανο.
Σήμερα, το δίχως άλλο, μόλις γυρίσει από τη δουλειά το απόγευμα. Που έβαλα τα ναρκωτικά; Α, να εκεί. Μέσα στο κοτόπουλο που λατρεύει η σκασμένη. Δε θα καταλάβει τίποτα. Μόνο να μη μου καεί στον φούρνο! Συγκεντρώσου! Ωραίο το κρασί, θα την κεράσω. Μετά για μένα θα το ανακατέψω με το αίμα της. Χε, χε, χε… Αλλά όχι! Μπορεί να επηρεάσει τη νάρκωση, να ξυπνήσει και να πονέσει. Όχι , όχι, όχι! Καλύτερα να μην της σερβίρω κρασί, θα το πιω στο τέλος, μόνος,στην υγειά της. Ναι, αυτό είναι! Στην υγειά της!
Ο Νίκος είχε αγοράσει το κατσίκι από την λαϊκή της Ξάνθης. Τόσα χρόνια μόνος. Είκοσι χρόνια, τέσσερις μήνες και οχτώ μέρες. Ονόμασε το κατσίκι, το είπε Μαριάνθη. ‘Ηταν το όνομα της γυναίκας του, που έφυγε πριν είκοσι χρόνια , τέσσερις μήνες και οκτώ μέρες. ‘Εβαλε τη Μαριάνθη, το κατσίκι, στο τραπέζι, της έδωσε κρασί και κοτόπουλο με ναρκωτικό. Μόλις έπεσε στο πλάι , πήρε το μικρό μαχαίρι, αυτό για το τυρί και την άνοιξε μέχρι που να βρει την καρδιά της.
Α στο διάολο μωρή καριόλα Μαριάνθη! Μου’ χες ζαλίσει τον έρωτα με τη χορτοφαγία σου!Και τα ζωάκια σου!! Τα αρνάκια σου,τα κατσικάκια σου. Να τα χεις στην αυλή και να τα μιλάς και να τα χαϊδεύειςς και να μας ταΐζειςς όλους κουτόχορτα. Κάτσε τώρα Μαριάνθη, κάτσε εδώ ανάσκελα, να σε κάνω κομματάκια. Να γλύψω τα πλευράκια σου και να μασουλήσω τα μπουτάκια σου. Είσαι νόστιμη Μαριάνθη, μπουκιά και συχώριο!!χαχαχαχα Ήσουν αχώνευτη Μαριάνθη αλλά τώρα θα σε χωνέψω για τα καλά.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Ντάνι Έλφμαν δεν κυνηγάει
Έτριψε τα μάτια της. Κοίταξε έξω απ’ την τρύπα του δέντρου. Πάλι μεσημέρι ήταν. Γαμώτο. Σήκωσε το αριστερό της χέρι και μύρισε. Μια έκφραση αηδίας σχημάτισαν παραστατικά όλοι οι μύες του προσώπου της. Φώναξε δυνατά: «Μα έπρεπε να είμαι κουνάβι κι έπρεπε να είμαι τεμπέλα; Τι σκατά ζωή είναι αυτή;»
Έδειξε να ντράπηκε στιγμιαία που φώναξε τόσο δυνατά. Ίσως να σκέφτηκε ότι την άκουσε όλο το δάσος. Κι όντως, γέλια άρχισαν να ακούγονται από όλες τις πλευρές. Ακόμα και η κουκουβάγια, αυτή η τόσο σοβαρή και μετρημένη πάντα κουκουβάγια, έβγαλε ένα ξεχαρβαλωμένο χαχανητό και πέταξε μακριά.
«Χα χα» στα μούτρα σου βλαμμένη βοϊδομάτα, περνιέσαι και για σοφή; Τρομάρα σου! Λες και είχα επιλογή αν θα γεννιόμουν κουνάβι ή λαγός. Μια μέρα, κάποια μέρα, που δε θα βαριέμαι αφόρητα όπως σήμερα, θα έρθω να τριφτώ πάνω σου να δω πως θα είσαι εσύ με αυτή την ξινισμένη μούρη.
Το δάσος έκανε το συνηθισμένο πρωινό του σούσουρο γύρω από τον κυνηγό, που κρατώντας χαλαρά το γεμάτο ντουφέκι του, άφησε ελεύθερα τα λαγωνικά του να ορμήξουν στην κουφάλα ενός δέντρου που από ώρα είχαν σημαδέψει. Η μπόχα του κουναβιού ακολούθησε, και τα σκυλιά κυλίστηκαν υποφέροντας. «Σκατά!» είπε, συνειδητοποιώντας ότι θα ήταν πλέον άχρηστα στο κυνήγι για την υπόλοιπη μέρα. Πυροβόλησε εξ’ επαφής μέσα στην κουφάλα. Και ξανά. Λούστηκε στα αίματα του κουναβιού που χάλασε την κυνηγετική του εξόρμηση. Κάπου παραπέρα, μια κουκουβάγια έκρωξε στα ψηλά κλαδιά μιας βελανιδιάς.
Ξέρεις, ότι όλα όσα διάβασες αλήθεια δεν είναι. Κι όσα έκανες είναι μόνο λέξεις. Το κουνάβι που σκότωσες δεν πέθανε κι η κουκουβάγια ποτέ δεν έκανε σούσουρο. Ακούς τη μουσική του Ντάνι Έλφμαν και νομίζεις ότι τρέχεις μες στο δάσος. Δεν είσαι. Δεν ξέρεις τι δεν είσαι. Ούτε τι υποτίθεται ότι είσαι. Τι ξέρεις; Ρώτα το κουνάβι που σκότωσες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ένα φλερτ στους μείον δέκα
Περπατούσε τρεις ώρες στο χιόνι. Μετά έκατσε κάτω και κοίταξε τον ουρανό. Το δεύτερο φεγγάρι έδυε κι αυτό. Έστριψε ένα τσιγάρο. Πριν το ανάψει χαμογέλασε. “Το γαμήδι”, είπε. “Αν παραπονεθεί κανείς για παθητικό κάπνισμα και τέτοιες παπαριές…” Το θερμόμετρο στην μπότα του έδειχνε μείον δέκα.
Σίγουρα σκέφτηκε εκείνο το βράδυ, στο μπαρ που πήγαινε για χρόνια, εκεί δίπλα απ’ το σπίτι του. Τη βραδιά που γνώρισε εκείνη τη γυναίκα-ξωτικό και ήθελε να μείνει κολλημένος επάνω της για πάντα. Την κοιτούσε και άναβε τα τσιγάρα το ένα πίσω από τ’ άλλο. Τη ρουφούσε μαζί με τον καπνό. Κι εκείνος ο ξενέρωτος ψηλός, γαλανομάτης, με το γκρι παλτό και το μπορντώ φουλάρι, καθόταν στο διπλανό της σκαμπό και έλεγε και ξανάλεγε, κοιτώντας το ταβάνι, για το παθητικό κάπνισμα. Τον μαλάκα, θα σκέφτηκε, ήθελε να μου φάει τη γυναίκα.
Μ’ αρέσει εκείνο το τυπάκι απέναντι στο μπαρ. Αλλά με έχει ζαλίσει αυτός μπροστά μου. Δώσ’ του λόγια, λόγια και λόγια… Ενώ ο τύπος απέναντι μόνο καπνίζει, και καπνίζει… και μ’ έχει φάει με τα μάτια του. Σηκώνομαι απ’ την καρέκλα και κατευθύνομαι προς το μέρος του. Ο γαλανομάτης, ονόματι Τομ, έχει μείνει σύξυλος πίσω μου. Πλησιάζω τον τύπο που καπνίζει και με κοιτάει ίσια στα μάτια. Το ίδιο κάνω κι εγώ. Κάθομαι στην καρέκλα δίπλα του και του ζητάω τσιγάρο.
Είχε μια διαολεμένη αίσθηση εκείνο το βράδυ ότι θα της συνέβαινε κάτι ξεχωριστό. Ασυνήθιστο. Από αυτά τα “δύσκολα” που συμβαίνουν στη ζωή και μετά από αυτά, όποιο δρόμο κι αν διαλέξει κανείς νιώθει μισός. Όταν τον κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια η διαίσθηση έγινε βεβαιότητα. Μετά το τσιγάρο της πρόσφερε και φωτιά. Και πίσω από την φλόγα διάβασε το κλάμα του που της “ψιθύριζε” πως έμπλεξε για τα καλά εκείνο το βράδυ. Εκείνο το βράδυ… Εκείνον τον χειμώνα. Αυτή τη ζωή. Το ήξερε πως τώρα ήταν η τελευταία στιγμή να υπαναχωρήσει και να αρνηθεί να ζήσει ό,τι ερχόταν. Δεν είχε τη δύναμη όμως. Γι’ αυτό του πρότεινε το χέρι και του είπε… “Σάρα”.
-Τι Σάρα αγάπη μου; Ξέρεις τι μου λες; Πόσο έχεις πιει γαμώτο; Δυο φεγγάρια μετά κι εσύ εκεί, ακόμη να μου μοστράρεις τα βυζιά σου. Δεν καταλαβαίνεις; Δε βλέπεις μπροστά σου; Ένα κουνάβι είμαι. Ένα γαμημένο κουνάβι. Σε εμένα την πέφτεις; Από πότε έχει γλώσσα να μιλήσει με την κλειτορίδα σου; Μη μου απαντάς. Σκεπάσου καλά και πάμε να φύγουμε. Μείον δέκα έδειχνε προηγουμένως στην μπότα μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Οικογενειακά Εγκλήματα
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα με θόρυβο. Στο καθιστικό κάθονταν ο πατέρας κι η μητέρα, χωρίς να μιλάνε. Το φως το βρήκε σβηστό. Το άναψε. Ο πατέρας γύρισε και την κοίταξε. Η μητέρα παρέμεινε αφοσιωμένη στο sudoku που έλυνε το τελευταίο μισάωρο, στο φως του μικρού πορτατίφ.
“Κωλοοικογένεια!” είπε κι έβγαλε τη φαλτσέτα. Πήγε πίσω απ’ τη μάνα της και της έκοψε τον λαιμό, με μια κίνηση όμορφη σαν περιγραφή ντρίπλας του Ρεδόνδο απ’ τον Σωτηρακόπουλο. Στο πνίξιμο απ’ το αίμα της μάνας, ο πατέρας δε σήκωσε καν το κεφάλι. Μάλλον σκεφτόταν τη ρίγα στο πίσω μέρος της κάλτσας της γραμματέως του. “Πορνοπατέρα!” είπε μέσα απ’ τα δόντια της. Τον πλησίασε αθόρυβα πάνω στη παχιά μοκέτα. “Τώρα θα σκέφτεται τη κυλότα της, ε; Δως μου μισό λεπτό, δως μου μισό λεπτό, ρε μαλάκα”. Η φαλτσέτα έφτιαξε ένα μισοφέγγαρο στον λαιμό του, τόσο τέλειο όσο ποτέ κανείς Τούρκος δεν είχε φανταστεί για τη σημαία του.
Τους σκότωσα τους παλιομαλάκες. Τους διέλυσα την ανιαρή και σάπια ζωή τους. Και καλά τους έκανα. Αυτοί με ρώτησαν για να με γεννήσουν; Όχι βέβαια. Αλλά δεν φανταζόμουν ότι θα έβγαινε τόσο αίμα, ρε πούστη μου. Τι μαλάκας που είμαι, ποιος το καθαρίζει όλ’ αυτό; Κι αυτοί μαλάκες κι ο γιος τους μαλάκας. Βέβαια. Μου φαίνεται το ίδιο εύκολο να καθαρίσω όλ’ αυτό το αίμα όσο και να χώσω τη φαλτσέτα στον δικό μου λαιμό. Τι να κάνω;
Περπάτησε αρκετές φορές πάνω κάτω, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Σκέφτηκε πως είχε ακόμα χρόνο. Το πλησιέστερο σπίτι απείχε αρκετά, αποκλείεται κάποιος να ‘χε ακούσει κάτι, και με όλους τους γείτονες ήταν οικογενειακώς μαλωμένοι. Κανείς δεν θα χτυπούσε την πόρτα κι ήταν λίγο απίθανο να τους τηλεφωνήσει κάποιος βραδιάτικα. Στο πέρα δώθε του δεν απέφυγε να κοιτάξει τα ματωμένα κουφάρια τους, όπως θα έκανε οποιοσδήποτε που θα δολοφονούσε τους γονείς του. Συνέχισε να νιώθει την ίδια ευχαρίστηση παρά την ανησυχία κι έψαχνε να βρει τον τρόπο να μην βρεθεί σε κάποιο σκοτεινό κελί.
Ε, βέβαια, το περίμενα από σένα, κόρη της μάνας σου δεν είσαι; Ούτε και τη δολοφονία των γονιών σου δεν μπόρεσες να προσχεδιάσεις. Σκάσε, είσαι νεκρός, δεν μπορείς εσύ να λες την ιστορία μου, τι έκανα καλά και τι όχι. Τι έχεις με τη μάνα της πάλι; Για όλα τα ελαττώματα της εγώ φταίω; Μόνη μου την έκανα; Μάνα, σου έκοψα τον λαιμό, σκάσε! Μα τι έκανες, στα καλά καθούμενα; Έβγαλες τη φαλτσέτα κι έσφαξες τους γονείς σου σαν να ‘ταν πρόβατα; Σκάσε κι εσύ, σκάσε, σκάσε… Ποιος είσαι ‘συ;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ενοικιάζεται
Έκοψε με το ψαλίδι τέσσερα κομμάτια σελοτέιπ, κόλλησε τις άκρες τους στο χέρι της, κοίταξε τριγύρω και βγήκε από το σπίτι. Κοίταξε απέναντι την κολώνα και την πλησίασε γρήγορα. Έβγαλε από την τσέπη το μακρόστενο χαρτί και το κόλλησε πάνω της. Διάβασε φωναχτά. Χώρος κενός από αναμνήσεις.
Το χαρτί ήταν λευκό, Α4 από τον εκτυπωτή. Άλλη μια φορά έλεγε περισσότερα από όσα έκανε, λιγότερα από όσα εννοούσε. Φεύγει ξανά – αλλά αδειάζει το χώρο; Τόσες μέρες έρχεται στο άδειο σπίτι, κάθεται με τις ώρες μέχρι που τη διώχνει ο μεσίτης, και στο τέλος κολλάει το λευκό χαρτί στην κολώνα. Τόσα χαρτιά έχει ασπρίσει η κολώνα! Και φωνάζει, κάθε φορά κάτι διαφορετικό. «Παλιατζής ζητείται για παλιόπαιδα». «Πάλι με χρόνια με καιρούς…». Κι άλλα. Το περίεργο είναι ότι δεν είχε ζήσει ποτέ εκεί.
Θα τη διώξω να πάει στο διάολο. Δεν την μπορώ άλλο. Προσπαθώ να νοικιάσω το σπίτι, έχω χρέη να τρέχουν κι εκείνη κάνει την πλάκα της. Βγαίνει και κολλάει αφίσες, ενοικιάζεται, πωλείται. Σαν να μην είχε ζήσει ποτέ εδώ. Θα τη σκοτώσω, τ’ ορκίζομαι, θα τη σκοτώσω.
Όταν γύρισε στο σπίτι τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρά της. Είχε προλάβει να κατεβάσει μόνο τη μισή της ντουλάπα. Δοκίμασε τα κοντά της μπλουζάκια και φορέματα, που επάνω του φαινόταν ακόμη πιο μικροσκοπικά κι έβγαζε σέλφι σε διάφορες πόζες. Προσπάθησε να χωρέσει τα πόδια του στις γόβες της και τις τσαλάκωνε. Λικνιζόταν μπροστά στον καθρέφτη, στους ήχους του ραδιοφώνου που έπαιζε στη διαπασών. Τα εσώρουχά της τον στένευαν ιδιαίτερα, αλλά θα τα δοκίμαζε όλα. Ήξερε πόσο τ’ αγαπούσε. Θα της κόστιζε πιο πολύ απ’ όλα. Ήταν σίγουρος. Αυτό θα την τσάκιζε. Θα το πλήρωνε πολύ ακριβά το «κενό ενοικιαστήριο».
«Αυτά που φόρεσες χρυσέ μου, θέλουν δικτυωτό καλσόν», του είπε κι έδειξε το συρτάρι στα δεξιά του. Και βρίσκεσαι με τα εσώρουχα ολομόναχος στο δωμάτιο, ύστερα από τις υποδείξεις της υποτιθέμενης ενοικιάστριας και αναρωτιέσαι, αν αξίζει τον κόπο να τρελαίνεσαι για ένα χαμόσπιτο ‘κει πέρα. Κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και βγάζεις ένα – ένα τα εσώρουχα στους ρυθμούς του “You can put your hands on”! Έτσι νωχελικά και επιτηδευμένα, όπως στις ταινίες. Είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις για να φτιάξεις τη μέρα σου. Άλλη μια μέρα χαμένη εκ των προτέρων αξίζει να τελειώσει με ένα γελοία πανηγυρικό τρόπο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στο μυαλό της Γεωργίας
Ο Παύλος κοίταξε τη Γεωργία που καθόταν κοιτώντας το χαρτί και κρατούσε το μολύβι στα χέρια χωρίς να γράφει τίποτα και είπε: «Γεωργία μια πρόταση πρέπει να γράψεις. Μη με τσαντίζεις τώρα»
Η Γεωργία, που μάλλον σκεφτόταν τα πρώτα επεισόδια του Lost εκείνη την ώρα, πίεσε τον εαυτό της να συγκεντρωθεί σε μία άσκηση που της φαινόταν παιχνιδάκι, και γι’ αυτό ανάξια των πνευματικών ηφαιστείων, που εκρήγνυνταν με πάταγο, στα εσώτερα των εγκεφαλικών ημισφαιρίων της. Παρ’ όλ’ αυτά, για να μην κινήσει τις υποψίες των υπολοίπων, έγραψε με επιτηδευμένη αργοπορία τέσσερις μόλις σειρές.
Δεν είχα καμία αμφιβολία για τις συγγραφικές ικανότητες της Γεωργίας. Άλλωστε, τα είκοσι χρόνια φιλίας μαζί της μου είχαν αποδείξει ότι ήταν ικανή για τα πάντα. Ο Παύλος δεν ήξερε και την αγριοκοιτούσε, προκειμένου να τελειώσει. Έτσι μας αγριοκοιτούσε κι ο φιλόλογος όταν βρισκόμασταν στην τρίτη γυμνασίου, κι αντί για έκθεση, λέγαμε τα νέα της χθεσινής μας εξόδου. Θυμάμαι ότι ήρθε πάνω από το κεφάλι μας ως μαινόμενος ταύρος, για να δείξει τις άδειες κόλλες μας στην υπόλοιπη τάξη. Μόνο που έδειξε μια άδεια κόλλα. Γιατί η Γεωργία είχε προλάβει και είχε αναπτύξει το θέμα της έκθεσης μέχρι το τέλος.
Δεν ήταν άλλο η Γεωργία απ’ τη μετενσάρκωση της Γεωργίας Σάνδη. Κανείς δεν το είχε καταλάβει. Μόνο η Ξένια- ποια είναι η Ξένια αλήθεια;- που της έπιασε απαλά το αριστερό χέρι ενώ εκείνη μιλούσε με τον Πικάσο για τον τελευταίο του πίνακα. «Ποιον Πικάσο;» αναρωτήθηκε ο Παναγιώτης! «Αυτός δεν έζησε 100 χρόνια πριν;» Ο Πάμπλο γύρισε, τον κοίταξε και του είπε με όλη την ειρωνεία του κόσμου: « Παναγιώτη, ο κόσμος δεν φτάνει ως εκεί που φτάνει η αντίληψή μας. Σε 100 χρόνια από τώρα θα με καταλάβεις». Η Ξένια τράβηξε διακριτικά την Γεωργία στο μέσα δωμάτιο.
Μα τελικά τί ήθελες να γράψεις; Και γιατί; Ήταν ένα πρέπει ή ένα θέλω που άφησες να ξεχαστεί; Κι αν ήταν για έναν ζωγράφο ή για τον Παναγιώτη έχει σημασία; Ή καλύτερα για την Ξένια; Γράψε, γράψε, την εργασία κάνε παιχνίδι! Και το παιχνίδι ας γίνει εργασία. Τώρα, και για το σπίτι θα έχει μόνο ξεγνοιασιά!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μια στρουμφίτα σε κομφετί, παρακαλώ… (και γρήγορα με περιμένουν σε πάρτι)
Άρχισε να σπάει τα μπαλόνια που αιωρούνταν, μάδησε τις μαργαρίτες που γέμιζαν τα βάζα και έκλεισε το φως. Χωθηκε πίσω από την πόρτα του δωματίου και περίμενε. Ένα τρίξιμο ακούστηκε από την πλευρά της σκάλας. Το φως του διαδρόμου φώτισε κάτω από την πόρτα. Εβγαλε από την τσέπη του τις πολύχρωμες σερπαντίνες, πήρε μία και την έφερε στο στόμα του.
Καθώς την περίμενε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, αναπολούσε το περσινό καλοκαίρι. Τις βόλτες με το κανό στη λίμνη και τους ατέλειωτους χορούς στο μοναδικό κλαμπ της πόλης.Το φθινόπωρο όμως έσβησε τη μνήμη της. Δεν αισθανόταν τύψεις, γιατί μάλλον κι αυτή τον είχε ξεχάσει. Τώρα όμως που την ξαναβρήκε τυχαία, θα του τα εξηγούσε όλα. Περνούσε η ώρα όμως και η «καμαριέρα» του δεν ερχόταν.Λες να μην πήρε το σημείωμα που της έστειλε, αναρωτήθηκε. Ίσως να την ξέχασε αυτός. Ίσως να του ήταν αδιάφορη. Και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα κι αυτός με ορμή φυσά την πολύχρωμη σερπαντίνα. Μόνο που ήταν το πρόσωπο μιας «στρουμφίτας».
«Ήρθα. Στρουμφίτα με λές, έτσι ήρθα. Θες για μπλε, θες για λευκή. Ήρθα. Κι αν για την σερπαντίνα φυσάς, άλλαξε τα δεδομένα σου τώρα. Σκέψου με κομφετί. Αμέτρητα κομμάτια εξαιτίας σου. Βγάλε δόντια και συνέχισε ό,τι ξεκίνησες. Δάγκωνε και κομμάτιαζε με. Απόκριες. Στο σαλόνι, στο δωμάτιο, στο μπάνιο, παντού.Το κομφετί σου. Άπειροι στρογγυλοί σπασμοί μου, εξαιτίας σου.
Όπως πάντα μελαγχολική και έτοιμη να παραδοθεί για πρώτη φορά σε όλες τις πιθανότητες, η στρουμφίτα, που μισεί τις εκπλήξεις, που ποτέ δεν ήθελε να την πιάνουν απροετοίμαστη, ήθελε να χάσει τον εαυτό της, να μην μείνει τίποτα από την παρουσία της. Κι αυτός…Αυτός ήταν πάντα αυτός, ο κανένας που γινόταν για λίγο κάποιος και μετά πάλι τίποτα. Ο Κανένας….
Κανένας δεν είσαι, δεν είσαι τίποτα, το καταλαβαίνεις; Αν σου έβαζα τίτλο θα ήσουν κάτι. Το κάτι χωράει κάπου και συ δεν χωράς, ξεχυλίζεις, και μαζί σου και γω. Έτσι θέλω να είμαστε : χυμένο μπλε ζουμί, το ένα μέσα στο άλλο…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ιπτάμενο κινητό τηλεφωνεί στην Κάρλα
Ο Χουάν περπατούσε μέσα στην πολυκοσμία του μετρό, με τα ακουστικά στα αυτιά και το βλέμμα καρφωμένο στο κινητό. Το είχε φέρει σχεδόν κοντά στο πρόσωπό του και ο αντίχειράς του χόρευε στην οθόνη αφής. Από πίσω τον πλησίασε ένας άντρας και τον σκούντηξε έντονα στον δεξί αγκώνα. Καθώς πετάχτηκε και απότομα γύρισε, ο άντρας τον προσπέρασε από την αριστερή πλευρά, του πήρε απαλά το κινητό από το χέρι και χάθηκε στο πλήθος. Ο Χουάν έμεινε πίσω του, να ψάχνει αυτόν που τον σκούντησε , το κινητό και την μουσική που είχε σταματήσει στα ακουστικά του.
Όσο παράξενο και να φαίνεται ο Χουάν δεν φώναξε ούτε ζήτησε βοήθεια. Ήταν λες και ήξερε ότι θα του΄παίρναν το κινητό. Έβγαλε ένα δεύτερο κινητό απ΄τη τσέπη, που μάλλον είχε για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης ή μπορεί… “Όλα καλά”, είπε κι ύστερα πέταξε το τηλέφωνο στο δρόμο. Και ξεκίνησε να πετάει. Αυτό το επιβεβαιώνουν όσοι βρέθηκαν εκείνο το πρωί στη Πέμπτη Λεωφόρο.
Καλά… αυτό το κινητό ήταν θησαυρός. Το κατάλαβα από το πρώτο μήνυμα που είδα. Δεν θα το εμφανίσω με τίποτα στο αφεντικό. Με τίποτα. Ποιά είναι αυτή η Κάρλα; Θέλω να τη γνωρίσω. Ήδη την φαντασιώνομαι γυμνή να χαϊδεύεται με χάρη για χάρη μου. “Άστον μωρέ τον μαλάκα τον Χουάν…” Θέλω να της κάνω όλα αυτά που του ζητάει κι αυτός αρνείται. “Κάρλα, Κάρλα…” Πρέπει να το κρύψω. Να μην το πάρει χαμπάρι το αφεντικό. Θα το βάλω στο αθόρυβο και θα το έχω μέσα στην μπότα μου. Έτσι κι αλλιώς σπάνια τις βγάζω. Μόνο μέσα στο μπάνιο, που δεν με βλέπει.
Το αφεντικό μπήκε σκυθρωπό μέσα στο δωμάτιο. Οι πωλήσεις δεν πήγαιναν καλά. Μόλις είχε πάρει τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα των μετρήσεων της αγοράς. Επρόκειτο για μία καταστροφή και το ήξερε καλά. Ο υπάλληλος μόλις που πρόλαβε να βάλει το κινητό μέσα στην μπότα του. Αν τον έπιανε να παίζει κανείς με αυτό εν ώρα εργασίας θα είχε μεγάλο πρόβλημα και επιπλέον το αφεντικό δεν φαινόταν στα καλύτερά του σήμερα. Γι΄αυτό, αφού πρόλαβε να κρύψει την πέτρα του σκανδάλου, σχημάτισε σχεδόν αυτόματα στο πρόσωπο του το πιο πλατύ χαμόγελο που μπορούσε.
“Τώρα εσύ που μου το παίζεις γκόμενος με την “Κάρλα” κάποια στιγμή θα αντικρίσεις την αλήθεια και θα καταλάβεις ότι είσαι ένα τιποτένιο κλεφτρόνι”. Σαν μια αναλαμπή πέρασε η σκέψη αυτή από το κεφάλι του. Την έδιωξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και συγκεντρώθηκε στην δουλειά του πάλι. “Μην προσποιείσαι ότι με αγνοείς. Αυτή η συμπεριφορά δεν θα σε ωφελήσει για πολλά χρόνια. Τώρα είσαι νέος και περνάς καλά. Το μέλλον σου όμως πως το φαντάζεσαι αλήθεια…; Σκοπεύεις να είσαι μια ζωή υπάλληλος αυτού του ελεεινού, να κλέβεις κινητά και να ονειρεύεσαι άγνωστες «Κάρλες…;”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτά τα κείμενα γράφτηκαν, ως παιχνίδι, στο Συνεργείο Δημιουργικής Γραφής. Οι Συνεργοί (στα εγκλήματα) είναι: Γεωργία, Παναγιώτης, Ξένια, Δημήτρης, Τάσος, Άννα, Αντώνης, Παύλος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Γελωτοποιός https://sanejoker.info/