Σινεμά

Darkest Hour [κριτική]

By Νικήτας Φεσσάς

January 20, 2018

Του Νικήτα Φεσσά

Στη νέα (ναι, ακόμα μία) αναπαράσταση του Winston Churchill στην οθόνη, ο σκηνοθέτης Joe Wright καταφέρνει να εμφυσήσει νέο ενδιαφέρον σε μια -λίγο ή πολύ- γνωστή Ι/ιστορία. Την άνοιξη του 1940, το πιο διάσημο, γέρικο πλην ιδιαίτερα ευφραδές και διαυγέστατο βρετανικό μπουλντόγκ  λαμβάνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, μετά την παραίτηση του ασθενούντος Neville Chamberlain. Η ώρα είναι η πιο δύσκολη. Ο Χίτλερ προελαύνει. Οι βρετανικές δυνάμεις είναι εγκλωβισμένες στη Δουνκέρκη και το Καλαί, και τα στρατεύματα αποδεκατίζονται από γερμανικά βομβαρδιστικά.  O Churchill καλείται εδώ, και ενώ δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης ούτε του δικού του κόμματος (στη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας πέρασε και από τις δύο μεγάλες παρατάξεις), να πείσει τον βασιλιά και τη Βουλή (ο λαός αναπαρίσταται ως πεπεισμένος) ότι αυτό που χρειάζεται είναι πόλεμος μέχρις εσχάτων, και όχι ντροπιαστική και εξαιρετικά επικίνδυνη συνθηκολόγηση με τους Ναζί.

Ο Wright (επιστρέφοντας σε τοπ φόρμα μετά τις αμφιβόλου γούστου εξτραβαγκάντσες Anna Karenina, και Pan) καταφέρνει να δώσει το θέμα του με καινοτόμο τρόπο, με την κάμερα του Bruno Delbonnel  να χορεύει στους στενούς διαδρόμους που συνδέουν τις υπόγειες αίθουσες πολεμικών συσκέψεων, και πολύ συχνά να ίπταται πάνω από τα κεφάλια του πρωταγωνιστή, αλλά και των στρατιωτών που οι βόμβες εξαλείφουν από τον χάρτη. Επίσης, πολλές από τις σκηνές είναι στημένες και φωτισμένες έτσι ώστε να μοιάζουν βγαλμένες από πίνακες τις εποχής. Τέλος, φυσικά η ιστορία της εκκένωσης της Δουνκέρκης με την επιστράτευση ψαροκάικων βρίσκεται στο φόντο όλων αυτών—όπως στο μυαλό του θεατή βρίσκεται πάντα το πρόσφατο έπος του Νόλαν (ο ίδιος ο Wright είχε αποτυπώσει το ίδιο γεγονός σε σκηνή- tableau vivant, με ένα μαεστρικό tracking shot στην ταινία του, Atonement).

Όμως στο κέντρο της ιστορίας και της Ιστορίας εδώ βρίσκεται η iconic και άμεσα αναγνωρίσιμη (όσο και του Hitchcock) φιγούρα του Churchill—ένας αεικίνητος Gary Oldman πίσω από μαεστρικό μέηκ-απ που είναι προσαρμοσμένο στα χαρακτηριστικά του ηθοποιού, ο οποίος θα είναι αναπάντεχο εάν δεν κερδίσει το Όσκαρ–, ταυτόχρονα μυθική αλλά και με τις ανθρώπινες αδυναμίες της: ο Churchill εμφανίζεται ταυτόχρονα ως ασύγκριτος ρήτορας αλλά και ως δυσκοίλιος, ως τρομερή, larger-than-life φιγούρα που μασουλάει διαρκώς πούρα, πίνει ουίσκι, τρώει μπέηκον, και σπέρνει τον φόβο στους αντιπάλους του με τα ‘‘γαυγίσματά’’ του, αλλά και με στιγμές αδυναμίας, αναστοχασμού και αμφισβήτησης των ίδιων του των αποφάσεων, και των τρομακτικών ηθικών προεκτάσεών τους.

Και μπορεί η αναπάντεχη σκηνή με τον Churchill στο μετρό να είναι αριστοτεχνικού επιπέδου και ρεβιζιονιστικού αρώματος προπαγάνδα, μπορεί επίσης προφανώς να λείπει από τις αναφορές του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου (o Anthony McCarten του The Theory of Everything) πριν από τους τίτλους τέλους για το πώς εξελίχτηκαν τα πράγματα και το υπόλοιπον του βίου των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων ο εξαιρετικά αμφιλεγόμενος ρόλος του Churchill στον τεχνητό λιμό της Ινδίας με τα εκατομμύρια θύματα τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο η ταινία είναι προφανώς φτιαγμένη για άλλους λόγους: για να χρησιμεύσει ως εν πολλοίς εξιδανικευτική αναπαράσταση όχι μόνο του συγκεκριμένου ιστορικού προσώπου, αλλά κυρίως, μέσω του βρετανικού λαού, συνεκδοχικά της ανθρωπότητας  σε στιγμές τέτοιας κρίσης που κάθε επιλογή και απόφαση σημαίνει ζωή, ή θάνατο, υποδούλωση, και ολοκληρωτικό αφανισμό.  Το Darkest Hour είναι μια ταινία για τη δύναμη των λέξεων που μπορούν να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν—αλλά, προφανώς, και να προπαγανδίσουν.

Ανάμεσα στις αρετές της ταινίας  το σάουντρακ του Dario Marianelli, και οι ερμηνείες των ηθοποιών σε υποστηρικτικούς ρόλους (πολύ καλές/οί η Kristin Scott-Thomas ως Clementine Churchill, o Ben Mendelsohn ως βασιλιάς Γεώργιος –βλ. και το πορτρέτο του ίδιου ιστορικού προσώπου στην ταινία Ο Λόγος του Βασιλιά–,  η Lilly James ως γραμματέας του μεγάλου ανδρός, και τελευταίος αλλά όχι έσχατος, τρομερός ο Stephen Dillane ως Λόρδος Halifax).

Βαθμολογία 4/5

Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία