Πηγαίναμε στο καφενείο του χωριού με τον πατέρα, για να φάμε το έπαθλο.
Μέσα στους καπνούς των τσιγάρων και στα παράσιτα του ραδιοφώνου οι μεγάλοι έπαιζαν κολιτσίνα. Δηλωτή συνήθως, που χρειαζόταν να έχεις και ικανότητες, δεν έφτανε η τύχη. Η ξερή ήταν για τα παιδιά.
Το στοίχημα ήταν ένα λουκουμάκι. Κι εμείς παραμονεύαμε πάνω απ’ το τραπέζι, ελπίζοντας να τα φέρει όλα δεξιά, ώστε να κερδίσει ο πατέρας και να μοιραστούμε -ήμασταν δύο αδέλφια- το έπαθλο.
Δεν ήταν ακριβό, ζήτημα να έκανε δέκα δραχμές. Και στο σπίτι είχαμε ολόκληρο κουτί με λουκούμια. Αλλά εκείνο ακριβώς το λουκούμι, που ίσως να κερδιζόταν ίσως να χανόταν, είχε άλλη γεύση, πιο συναρπαστική.
Γνωρίζαμε ότι οι άντρες δεν είναι “κουτσομπόλες”, όπως οι γυναίκες, έτσι μας είχαν πει. Αλλά μέσα στο καφενείο, ενώ έπαιζαν, δεν σταματούσαν να σχολιάζουν τους άλλους άντρες, τις γυναίκες τους, τα παιδιά τους -κάποιες φορές και τα ζώα τους.
Κι όλοι έπαιζαν με όλους, εκτός απ’ όταν ερχόταν στο καφενείο ο Πεθαμένος.
~~
Ο Πεθαμένος ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, διόλου νεκρός. Ήταν γέρος, αλλά στο χωριό υπήρχαν και πιο γέροι απ’ αυτόν. Έμπαινε μέσα γελώντας και φωνάζοντας, όχι μόνο ελληνικά, αλλά και σε άλλες γλώσσες, ζητούσε κονιάκ και καφέ, και κοιτούσε να δει ποιος είχε μείνει χωρίς ταίρι στο χαρτί. Οι άλλοι θαμώνες τον αποφεύγαν.
Ένα βράδυ που είχαμε μείνει χωρίς αντίπαλο -και χωρίς λουκούμι, μπήκε μέσα ο Πεθαμένος. Και τα δυο παιδιά είπαμε στον πατέρα να παίξει μαζί του.
– Δεν είστε καλά, αυτός δεν χάνει ποτέ, έκανε ο πατέρας.
Τον παρακαλέσαμε, τον ικετεύσαμε, του υποσχεθήκαμε ότι θα τον βοηθήσουμε, με κάθε τρόπο. Τελικά υπέκυψε. Ο πατέρας έφτασε τους 100 πόντους -και έχασε, πριν καλά καλά παίξουν τρεις παρτίδες. Ο Πεθαμένος πήρε το λουκούμι και μας κοίταξε.
– Το θέλετε; μας ρώτησε.
Εμείς γνεύσαμε ναι. Ο Πεθαμένος γέλασε, το ξετύλιξε, και το έκανε μια χαψιά.
– Εσείς θα φάτε πολλά λουκούμια ακόμα. Μωρά είστε.
Τσαντιστήκαμε μαζί του. Αλλά όταν φεύγαμε ο καφετζής έδωσε στον πατέρα μου ένα κουτί λουκούμια.
– Τα πλήρωσε ο Πεθαμένος, είπε. Για τα παιδιά.
Μας κίνησε την περιέργεια ο γέρος με το παράξενο παρατσούκλι. Μας είπε κάποια πράγματα η γιαγιά και ο πατέρας. Ακούσαμε κι άλλα στο καφενείο, σε ανύποπτο χρόνο. Αργότερα, όταν σταμάτησα να είμαι μωρό κι ειδικά όταν κόλλησα το μικρόβιο της μυθιστορίας, έψαξα περισσότερο, ρώτησα, κι έμαθα.
Η ιστορία του είναι σίγουρα διανθισμένη με υπερβολές, αλλά αυτά άκουσα, αυτά θα γράψω.
~~{}~~
Το κανονικό όνομα του Πεθαμένου ήταν Ηλίας. Ένα συνηθισμένο χωριατόπαιδο, που τέλειωσε μετά βίας το δημοτικό, δούλευε στα χωράφια των δικών του και δεν είχε τίποτα στο μυαλό του, πέρα απ’ το καφενείο και τον ποδόγυρο της γειτόνισσας.
Όταν όμως ήταν είκοσι δύο χρονών πέρασαν απ’ τη Θάλαττα κάτι τσιγγάνοι, απ’ αυτούς που γυρίζουν τη Γη πριν ακόμα φτιαχτούνε νόμοι και κοινωνίες. Έστησαν τα κάρα τους στην άκρη του χωριού και φώναζαν όσους ήθελαν να ακονίσουν τα σιδερικά τους.
Οι τσιγγάνοι ήταν οι πρώτοι σιδεράδες. Είχαν μάθει την τέχνη στα ταξίδια τους και την πουλούσαν στους χωριάτες. Ανάμεσα τους υπήρχε και μία που διάβαζε το χέρι. Πήγαν πολλές γυναίκες, να τους πει ποιον θα παντρευτούν και τι παιδιά θα κάνουν. Γι’ αστείο αποφάσισε να πάει κι ο Ηλίας.
Η τσιγγάνα τον έβαλε να κάτσει, πήρε το αριστερό του χέρι και το διάβασε.
– Θα ζήσεις πολλά πράματα, του είπε μετά. Θα φύγεις, θα γυρίσεις σαν τσιγγάνος, θα πολεμήσεις, θα πλουτίσεις, θα κάνεις παιδιά από πολλές γυναίκες. Και θα πεθάνεις από νερό.
– Πότε; την ρώτησε ο Ηλίας.
– Θες να το μάθεις;
– Ε, γιατί ρωτάω; Πότε;
– Δεν είναι καλό να ξέρει ο καθένας πότε θα έρθει η ώρα του.
– Εγώ θέλω. Τζάμπα σε πλήρωσα; Πότε; Πες.
Η τσιγγάνα ξανάπιασε το χέρι του.
– Μεθαύριο γιορτάζεις. Θα πηδήξεις τη φωτιά άλλες είκοσι φορές. Μετά θα πνιγείς στο νερό.
Κι ήταν 18 Ιουλίου.
~~{}~~
Ο Ηλίας γύρισε στο πατρικό, αλλά δεν μπορούσε να ηρεμήσει, ούτε να κοιμηθεί δεν μπορούσε. Σκεφτόταν ότι του έμεναν είκοσι χρόνια, είκοσι φωτιές. Λίγες μέρες μετά χαιρέτησε τη μάνα του κι έφυγε για το λιμάνι. Θάλασσα δεν είχε ξαναδεί, αλλά την αγάπησε με την πρώτη ματιά και μπάρκαρε σ’ ένα μικρό εμπορικό.
Ταξίδεψε δέκα χρόνια κι είδε όλον τον κόσμο. Γυναίκες πολλές γνώρισε, κάθε ράτσας και χρώματος, κι έκανε παιδιά μαζί τους. Από φουρτούνες γλίτωσε πολλές, αυτός κι όλο το πλήρωμα. Τον είχαν για γουρλή, αφού τους έλεγε ότι δεν μπορεί να πεθάνει, αν δεν περάσουν είκοσι χρόνια.
Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος άφησε το καράβι κι ανέβηκε στα βουνά. Σφαίρα δεν τον έπιασε κι ούτε τα χιόνια τον πειράξαν. Μπήκε και στο αντάρτικο, κι όλοι είχαν να λένε για τον Λιά, το παλικάρι που δεν φοβόταν τις σφαίρες των ναζήδων.
– Δεν πεθαίνω από μολύβι, τους έλεγε, μόνο από νερό.
Τέλειωσε ο πόλεμος, πέρασε ο Εμφύλιος, ο Ηλίας το ‘σκασε στη Ρωσία κι έγινε πάλι ναυτικός.
Όμως σαν πλησίαζε η μέρα που του είχε πει η τσιγγάνα, σαν πλησίαζε τα σαράντα δύο, έμοιαζε να κουράζεται. Λες κι ήθελε να γλιτώσει απ’ τη θάλασσα τ’ άφησε όλα, πήρε όσα λεφτά είχε μαζέψει -που σίγουρα δεν ήταν λίγα- και γύρισε στο χωριό, στη Θάλαττα.
Εκεί φρόντισε ν’ αγοράσει ένα καλό κιβούρι, από ξύλο κέδρου, προπλήρωσε τον καφετζή και τον παπά, για να του κάνουν ωραία κηδεία, και βάλθηκε να προετοιμάζεται για το τέλος του. Σαν ήρθε η εικοστή του Ιούλη έδωσε λεφτά για ν’ αγοράσουν ξύλα και να φτιάξουν μια μεγάλη πυρά.
Τέτοια φωτιά το χωριό δεν είχε ξαναδεί. Κανένα παιδί ούτε μεγάλος δεν τόλμησε να πηδήξει μέσα της. Μόνο ο Ηλίας το κανε, κι όταν βγήκε είχε μείνει χωρίς ματοτσίνουρα και φρύδια. Αλλά δεν τον ένοιαζε.
Πήγε σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι, και περίμενε το νερό που θα τον πνίξει.
~~{}~~
Δυο μέρες πέρασαν έτσι και τίποτα δεν έγινε. Ούτε κατακλυσμός ούτε ψιχάλα. Ο Ηλίας σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι ζωντανός, αλλά καθόλου δεν χαιρόταν. Αφού η τσιγγάνα είχε πει ψέματα, αφού δεν πέθανε τη μέρα που του είπε, ούτε από νερό, όπως του είπε, τότε μπορεί να πέθαινε με κάθε τρόπο, κάθε μέρα.
Τότε ο άνθρωπος που είχε περάσει όλες τις θάλασσες κι όλους τους ωκεανούς, που είχε ζήσει από πόλεμο κι από εμφύλιο, ξεκίνησε να σκέφτεται, άρχισε να φοβάται.
Να γυρίσει στα καράβια ούτε λόγος. Να πάει στα χωράφια που του είχαν αφήσει οι δικοί του δεν ήθελε. Να φύγει για την πόλη; Όλα του φαίνονταν πολύ επικίνδυνα και τι κάνει;
Ούτε που έβγαινε απ’ το σπίτι. Πλήρωνε μια γυναίκα να του φέρνει προμήθειες και να τις αφήνει στο σκαλί. Φοβόταν και τους ανθρώπους, με τις αρρώστιες που κουβαλάνε. Φοβόταν τα κουνούπια, τις μύγες, το ηλεκτρικό, τη φωτιά στο τζάκι και το κρύο.
Συγγενείς και χωριανοί του ζητούσαν να βγει, αλλά εκείνος δεν ήθελε να τους πλησιάσει.
Έμεινε έτσι, ναυαγός στο σπίτι του, για πέντε χρόνια.
Μέχρι που του είπαν ότι είχαν έρθει στο χωριό τσιγγάνοι.
~~{}~~
Αυτοί δεν ήταν σιδεράδες πια. Αγοράζανε φρούτα και λαχανικά για να τα πουλήσουν στην πόλη. Ο Ηλίας βγήκε βράδυ απ’ το σπίτι και πήγε ως τον καταυλισμό τους. Ρώτησε αν ήταν εκεί η τσιγγάνα που έλεγε το χέρι. Δεν ήταν η ίδια, αλλά υπήρχε μία, πάντα υπάρχει.
– Με κορόιδεψε, της είπε ο Ηλίας. Μου ‘πε πως θα πεθάνω από νερό, στα σαράντα δυο, στου Αη Λια, κι είμαι ακόμα ζωντανός.
Η τσιγγάνα πήρε τα λεφτά που ήθελε, μετά κράτησε το χέρι του και μελέτησε τις γραμμές.
– Εσύ ‘σαι πεθαμένος, του είπε.
– Τι πεθαμένος; Δε με βλέπεις;
– Πέθανες πριν πέντε χρόνια, του είπε.
– Και γιατί ζω;
– Δεν ζεις, σου φαίνεται ότι ζεις. Ζεις;
Ο Ηλίας σκέφτηκε πώς ζούσε τα τελευταία πέντε χρόνια. Ζούσε; Μόνο πρόσεχε και φοβόταν μη πεθάνει.
– Κι αν ξεκινήσω να ζω; Πότε θα πεθάνω; ρώτησε τη τσιγγάνα.
– Όταν έρθει η ώρα σου. Κανείς δεν ξέρει πότε θα πεθάνει.
– Από τι;
– Από νερό.
– Από νερό; Τι νερό; Πώς;
– Θα το μάθεις όταν γίνει. Αλλά όταν γίνει δεν θα σε νοιάζει.
– Ε, α στο διάολο κι εσύ.
~~
Ο Ηλίας έφυγε απ’ το χωριό ξανά και μπαρκάρισε, στα σαράντα εφτά του. Γύρισε όταν πήρε σύνταξη κι όλοι τον ήξεραν σαν τον Πεθαμένο. Έφερε μαζί του μια Ταϊλανδέζα, την Άλι, και την παντρεύτηκε στην εκκλησία. Κάπνιζε, έπινε, δούλευε, μέχρι τα ενενήντα. Έφτιαξε μόνος του, με τα χέρια του, ένα ξωκλήσι στην κορφή του βουνού.
Πέθανε από πνευμονία και γηρατειά, ένα χειμώνα που είχε πάει να δει το ξωκλήσι του και τον έπιασε βροχή. Ο γιατρός, στο νοσοκομείο, είπε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα. Ότι τα πνευμόνια του είχαν γεμίσει νερό.
Κάπως έτσι πέθανε ο Πεθαμένος, που ήταν τόσο τυχερός στα χαρτιά. Και στη ζωή. Ο άνθρωπος που έζησε άφοβα όσο καιρό ήξερε -ή νόμιζε πως ήξερε- τη μέρα που θα πεθάνει.
Ο άνθρωπος που πέθανε όταν ξεκίνησε να φοβάται μην πεθάνει. Και ξαναγεννήθηκε όταν ξεπέρασε τον φόβο.
Στο μνήμα του ζήτησε να φτιάξουν έναν Φοίνικα, κι είναι πολύ εκείνοι που νομίζουν ότι το έκανε επειδή ήταν χουντικός. Όμως από κάτω γράφει: “Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς.”
Κι εμένα μου έμεινε να σκέφτομαι τη ζωή σαν εκείνο το λουκούμι. Που μπορεί να το κερδίσεις, αλλά μπορεί και να το χάσεις. Κι αυτή είναι όλη η νοστιμιά του: Το απρόβλεπτο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η φωτογραφία είναι του Νίκου Οικονομόπουλου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~