Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μπρος και πίσω από τον πόνο στη βαρεμάρα.
Α. Σοπενχάουερ
Δε θέλω να πικραίνεσαι τις Κυριακές τα βράδια,
χωρίς αυτή τη σκοτεινιά τα χρόνια μένουν άδεια
“Το γράμμα”, Σωκράτης Μάλαμας
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ξενυχτούσα στο σπίτι ενός φίλου στη Νέα Σμύρνη. Μιλούσαμε για τη φωτογραφία και τη λογοτεχνία, ενώ έξω έβρεχε καταιγίδες ο ουρανός κι έπεφταν ουραγκάν απ’ τ’ άστρα.
Στην τηλεόραση έπαιζε τον Νεκρό, του Τζάρμους. Οι παραμορφωμένες κιθάρες του Νιλ Γιανγκ ακούγονταν σαν αστραπές.
Κάποτε χτύπησε το τηλέφωνο. Το κοιτάξαμε σαν να ‘ταν κάποιος παρείσακτος που ‘χε έρθει να διαταράξει την ανησυχία μας. Μετά το πέμπτο κουδούνισμα ο Βασίλης κατάφερε να σηκωθεί.
“Για σένα είναι”, μου είπε, κι εγώ απόρησα πώς με βρήκαν οι φίμπις, οι πράκτορες του FBI, σ’ εκείνο το κρησφύγετο.
Σαν το ‘πιασα και μίλησα άκουσα μόνο μια ερώτηση:
“Τι κάνεις όταν νιώθεις ότι πέφτεις στο κενό;”
Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβω ποιον άκουγα. Ήταν ο Νίκος, ένας φίλος, εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα, που δούλευε κούριερ κι ονειρευόταν μακρινά ταξίδια -πολύ πιο πέρα απ’ όσο μπορεί να σε πάει ένα παπάκι 50cc.
“Τι κάνεις όταν νιώθεις ότι πέφτεις στο κενό;”
Ο Βασίλης με κοιτούσε να τον κοιτάω, με το ακουστικό στ’ αυτί, αμίλητος.
“Ποιος είναι;” με ρώτησε.
“Ένας φίλος. Που έχει πέσει στο κενό.”
Ανακάθισε και είπε:
“Το κενό υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του.”
Έτσι είναι. Όταν πέφτεις μέσα στο κενό τότε αυτό παύει να είναι κενό. Γίνεται κάτι.
~~
Έξω έβρεχε κι οι βρεγμένοι κούριερ μοίραζαν γράμματα και δέματα στους στεγνούς. Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να κάνω την ίδια δουλειά και να καταλάβω πόσο βαρύ είναι το μεροκάματο του δρόμου.
Τότε είχα στο τηλέφωνο έναν φίλο που ονειρευόταν ταξίδια μακρινά, με φορτηγά-πλοία κι υπερωκεάνια, ενώ πίσω μου ένας άλλος έστριβε τσιγάρο κι έβλεπε τον Τζόνι Ντεπ να πεθαίνει.
~~
~~
Σκατά, φίλε, σκατά. Δουλεύω όλη μέρα, για τί; Ούτε τυρόπιτα δεν αγοράζω, για να κάνω οικονομία, για τί; Για να πληρώσω το νοίκι και το ηλεκτρικό; Γιατί;
Άκουγα τον Νίκο και κοιτούσα απ’ το παράθυρο. Το τσουνάμι από πολυκατοικίες και τσιμέντα φούσκωνε κάτω απ’ τα πόδια μας, για να μας καταπιεί. Μια πόλη από χαμένες ζωές, τόσες ζωές στη χαμένη πόλη.
Πόρνες και νταβατζήδες, κούριερ και ταξιτζήδες, βαριεστημένοι υπάλληλοι καταστημάτων και μαγαζάτορες με ψεύτικα χαμόγελα κι ένα μωρό που κλαίει, ενώ η μάνα του, υστερικά φωνάζει: “Βούλωσ’το! Βούλωσ’το πια!”
Κάπως αλλιώς το ‘χα ονειρευτεί, είπε ο Νίκος.
Όλοι κάπως αλλιώς τ’ ονειρευόμαστε, του ‘πα.
Ναι, αλλά δεν πέτυχε.
Το ‘χουν τα όνειρα αυτό. Αυτή την κακή συνήθεια. Να μη πετυχαίνουν.
Ο Βασίλης χλιμίντρισε απαξιωτικά, για τους λογοτεχνισμούς μου, και πήγε προς την τουαλέτα. Ο Νίκος συνέχισε.
Είμαι εδώ με τη Κατερίνα, που, εντάξει, την αγαπάω, κι έρχονται οι φίλες της και το μόνο που μιλάνε είναι για τα βιογραφικά. Πού το έστειλα και τι δουλειά είναι και τι ζητάνε σ’ αυτή τη δουλειά και πώς θα με πάρουν σ’ αυτή τη δουλειά, και δεν λένε τίποτα άλλο, μόνο για τη δουλειά, κι εγώ θέλω να τους φωνάξω:
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΔΟΥΛΕΙΑ!
~~
Τότε, τώρα. Καθώς θυμάμαι εκείνη τη βραδιά μπαίνω στον χρόνο της, λες και την ξαναζώ, τώρα. Θα τη συνεχίσω γράφοντας σε ενεστώτα. Ας με συγχωρέσει ο θεός των φιλόλογων. Κι αν δεν του αρέσει μπορεί να πάει να πνιγεί στ’ απόνερα της αποστειρωμένης θάλασσας.
~~
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΔΟΥΛΕΙΑ!
Τραβάω τ’ ακουστικό απ’ τ’ αυτί, για να μη με κουφάνει, αλλά μετά ο Νίκος ψιθυρίζει.
Θυμάσαι τι λέγαμε; με ρωτάει.
Για ποιο πράγμα;
Πώς θα ζήσουμε; Θυμάσαι; Ένα σακίδιο στην πλάτη, την κιθάρα στον ώμο και ταξίδια. Χωρίς φράγκο. Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. Θυμάσαι;
Ο Βασίλης επιστρέφει βαρύς και πέφτει στον καναπέ.
Μάλλον έτσι γίνεται μ’ όλους τους ανθρώπους, λέω στον Νίκο.
Μ’ όλους;
Με τους περισσότερους. Σχεδόν μ’ όλους.
Τι δηλαδή;
Κάνουν σχέδια, όνειρα, κανονίζουν ταξίδια…
Και μετά;
Μετά συνηθίζουν.
Ο Νίκος γελάει, αλλά το γέλιο του έχει κάτι που με κάνει ν’ ανατριχιάζω, σαν προμήνυμα θανάτου, σαν το τρίξιμο της κιθάρας του Γιάνγκ όταν ο Ντεπ μπαίνει στη βάρκα.
Μετά, ξαφνικά, σταματάει. Καταλαβαίνω, κι ας μην μπορώ να τον δω, ότι κοιτάει τον τοίχο απέναντι. Επωφελούμαι για να γεμίσω το ποτήρι μου. Ο Βασίλης με κοιτάει επικριτικά.
Τι θες να κάνεις; ρωτάω τον Νίκο.
Πότε;
Τώρα, τώρα, τι θες να κάνεις;
Να είμαι κάπου αλλού.
Πού;
Δεν ξέρω. Κάπου αλλού. Όχι εδώ.
Φύγε τότε.
Να πάω πού;
Οπουδήποτε. Τι σημασία έχει;
Και τι θα κάνω εκεί;
Σίγουρα κάτι καλύτερο απ’ αυτό που κάνεις εδώ.
Ο Βασίλης παρεμβαίνει, σιβυλλικός, ως συνήθως:
Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ τον εαυτό σου, όπου κι αν πας.
Δεν μπορείς, είν’ αλήθεια. Πάντα θα είναι εκεί, να σε κοιτάζει απ’ τον καθρέφτη, να φοράει τα ρούχα σου, να τρώει το φαγητό σου, να κουράζεται απ’ την κούραση σου, αλλά να μη μαθαίνει απ’ τα λάθη σου.
~~
Τέλειωσα το βιβλίο το Μακάρθι κι άρχισα ένα ακόμα του Όστερ, τη “Μουσική του Πεπρωμένου”. Νιώθω σαν να διαβάζω άρλεκιν. Όχι ότι ο Όστερ δεν είναι σπουδαίος λογοτέχνης. Αλλά ο Μακάρθι σε πετάει στο κενό, χωρίς φιοριτούρες. Μ’ ένα σπρώξιμο, σαν να σου λέει: Όλοι ζούμε στα σκατά και δεν υπάρχουν αστέρια.
Σαν να σου λέει: Δεν υπάρχει παρόν, δεν υπάρχει ενεστώτας.
~~
Η συζήτηση με τον Νίκο έληξε απότομα. Κάποια στιγμή είπε μόνο: Καλά, το κλείνω.
Κατάλαβε ότι δεν μπορούσα να τον βοηθήσω να βγει απ’ το κενό του. Πώς να το κάνω; Αφού κι εγώ κάπου εκεί γύρω έπεφτα.
Η ταινία είχε τελειώσει κι ο Βασίλης είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ. Βγήκα στο μπαλκόνι, αυτή ήταν η μόνη διέξοδος, κάλπικη κι εκείνη.
Τα περισσότερα παράθυρα τα φώτιζε το ιώδες της τηλεόρασης. Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι να βλέπουν τηλεόραση, για να κοιμηθούν, κι όταν ξυπνήσουν να βρεθούν σε μια δουλειά που απεχθάνονται, όπου θα πληρωθούν αρκετά (μπορεί και όχι) για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους.
Γιατί ζούμε έτσι, Νίκο; Γιατί δεν παίρνουμε την κιθάρα να γυρίσουμε τον κόσμο; Χωρίς λεφτά, χωρίς στόχο. Σίγουρα δεν θα ‘ταν χειρότερο απ’ το να δουλεύεις κούριερ.
Γιατί συνεχίζουμε, ενώ ζούμε έτσι αδιάφορα;
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη τη βραδιά κι ακόμα απάντηση δεν βρήκα. Ο Νίκος δεν μπορεί να βοηθήσει, σκοτώθηκε με τη μηχανή του λίγα χρόνια μετά. Δεν ταξίδεψε, είχε διοριστεί στη δημοτική αστυνομία κι είχε συνηθίσει.
~~
Στα βιβλία του Όστερ που διάβασα όλοι οι ήρωες κερδίζουν με κάποιο τρόπο -κι αναπάντεχο- ένα μεγάλο ποσό. Αυτό αλλάζει τη ζωή τους.
Ο ήρωας του Μακάρθι βρίσκει μια τσάντα με εκατομμύρια, απ’ τους μεξικάνους πρεζέμπορους, κι εξαιτίας της καταστρέφει τη ζωή του, πεθαίνει και συμπαρασύρει στον θάνατο όσους γνωρίζει.
Για τον Όστερ τα λεφτά είναι μια διέξοδος, έστω κάλπικη. Για τον Μακάρθι είναι η ουσία του προβλήματος.
~~
Τι κάνεις όταν νιώθεις ότι πέφτεις στο κενό; είχε ρωτήσει ο Νίκος.
Ίσως και να ξέρω. Συνηθίζεις. Και δεν το λες κενό. Το λες πραγματικότητα, ζωή, ρεαλισμό, το λες τι-άλλο-μπορούσα-να-κάνω;
Και συνεχίζεις να δουλεύεις κούριερ, χωρίς να θυμάσαι ότι κάποτε ήθελες να γυρίσεις τον κόσμο.
Συνηθίζεις. Συνηθίζεις να σ’ αρέσει. Μάλλον συνηθίζεις να μη σ’ αρέσει.
Μετά πεθαίνεις και είναι αργά. Η ευκαιρία χάθηκε.
~~
Είναι Κυριακή βράδυ, μέσα Οκτώβρη, όταν τελειώνω αυτό το κείμενο. Γράφτηκε σποραδικά και σπασμωδικά, σε διάστημα δύο μηνών. Λίγες λέξεις τη φορά. Τελειώνω και το “Πέρασμα”, του Μακάρθι ξανά.
Διαφωνώ, ήδη, μ’ αυτά που ισχυριζόμουν. Πως συνηθίζεις. Δεν μπορώ να συνηθίσω. Ίσως να είμαι απροσάρμοστος, ένα γενετικό-κοινωνικό-ψυχολογικό σφάλμα. Δεν με νοιάζει.
Συγνώμη, κόσμε, αλλά δεν μπορώ να συνηθίσω την ασκήμια σου.
~~
Και καθώς θ’ ακούω τον Μάλαμα να τραγουδά, δεν θέλω να πικραίνεσαι, θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα ‘ναι ο Νίκος, τις Κυριακές τα βράδια, που θα καλεί απ’ την Κόλαση (+666 ο κωδικός της), χωρίς αυτή τη σκοτεινιά, και θα με ρωτήσει τι κάνεις όταν νιώθεις ότι πέφτεις στο κενό, τα χρόνια μένουν άδεια, και θα του απαντήσω:
Προσποιείσαι ότι πετάς, Νίκο. Δεν πέφτεις, πετάς.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~