του Νικήτα Φεσσά
Πλοκή: ο αθυρόστομος και φαινομενικά απέθαντος νίντζα-κλόουν της Μάρβελ θα έρθει αντιμέτωπος με μια προσωπική τραγωδία και θα αποκτήσει αυτοκτονικές τάσεις. Όμως ένας μπερδεμένος έφηβος με υπερδυνάμεις και ένας στραβωμένος τύπος από το μέλλον που θέλει να σκοτώσει το παιδί κρατάνε τον μασκοφόρο ήρωα του τίτλου σε δουλίτσα, και τον βάζουν και σε νέες παλαβές περιπέτειες. Στην πορεία ο Deadpool θα πρέπει να στρατολόγησει και τη δική του ομάδα από αουτσάιντερ με ανορθόδοξες υπερδυνάμεις.
Είχα θεωρήσει το πρώτο Deadpool μία κακή ταινία, τόσο για την κουραστική αυτοστοχαστικότητα του, με τον ήρωα να σπάει διαρκώς τη «σύμβαση του τέταρτου τοίχου» και να μιλάει στο κοινό (κάτι, ωστόσο, για το οποίο ο χαρακτήρας είναι διάσημος και στα κόμικς), το καφροχιουμοράκι, και το μεταμοντέρνα μηδενιστικό στιλ. Το σίκουελ επιτυγχάνει σε πολλά σημεία που η πρώτη ταινία απέτυχε. Καταρχάς όλα τα παραπάνω έχουν δουλευτεί πολύ καλύτερα: το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρα πιο αστείο και διασκεδαστικό, η δράση πολύ εντυπωσιακότερη (δεν είναι τυχαίο, καθώς τα ηνία ανελαβε ο [συν]σκηνοθέτης του John Wick και του Αtomic Βlonde), οι κακοί πιο ενδιαφέροντες, το καστ σαφώς πιο ταλαντούχο.
Δεύτερον, πίσω από τις δεκάδες hip αναφορές στην ποπ κουλτούρα (από το Terminator, τον James Bond, και το Robocop, μέχρι το Βασικό Ένστικτο, το Say Anything, το Flashdance, το Yentl, αλλά και… το Grindr), τα inside jokes για κομικ geeks, τα crossovers, τα cameos, το αυτοαναφορικό meta- χιούμορ, και την καζούρα στους X-Men, το Logan, και την DC, το Deadpool 2 φαίνεται να έχει και καρδιά, εκτός από μεγάλο στόμα που πετάει εξυπνάδες. Έστω και σχετικά επιφανειακά, όσο επιτρέπει ένα υπερηρωικό μπλοκμπάστερ, και έστω και υπολογισμένα για να στοχεύσει συγκεκριμένα κοινά και να κεφαλαιοποιήσει θέματα διαφορετικότητας, η ταινία καταφέρνει να θίξει το bullying, το fat-shaming, την πολιτισμική οικειοποίηση (cultural appropriation), τον ρατσισμό, τον σεξισμό, ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας (με την έφηβη Negasonic Teenage Warhead της πρώτης ταινίας να έχει πλέον φιλενάδα, αλλά και τη ρευστότητα φύλου και τη μη κανονιστική σεξουαλική ταυτότητα του ίδιου του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα – στα κόμικς είναι πανρομαντικός), τον αρτιμελισμό, την παιδική κακοποίηση, την κατάθλιψη, κάνοντας σημαία της το inclusiveness, την αποδοχή, την ανεκτικότητα και τις εναλλακτικές οικογένειες.
Και ακόμη κι αν κάποιον τον πιάνει το κυνικό του και φανταστεί – σε ένα βαθμό ορθά — κάποιο μεγαλοστέλεχος στούντιο πίσω από αυτές τις επιλογές, αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι πολλοί έφηβοι και έφηβες βρίσκουν πολλαπλή παρηγοριά αλλά και ενδυνάμωση στις ιστορίες του Deadpool. Μετά την απογοήτευση του από την πρώτη ταινία, ο (λευκός, cis, στρέητ, αρτιμελής και νευροτυπικός) γράφων άρχισε να ξανασκέφτεται κάποια πράγματα αφού μίλησε με νεαρούς και νεαρές (βλ. ύστεροι millennials και κάτω) φαν του Deadpool. Του επισήμαιναν πως ο τελευταίος είναι σημαντικός για εκείνους και εκείνες, αποτρέποντας συχνά στα κόμικς συνομήλικες και συνομήλικούς τους με κατάθλιψη από την αυτοκτονία, και ενσαρκώνοντας ο ίδιος ως καρκινοπαθής ένα αντι-αρτιμελιστικό πρότυπο και μία σεξουαλική ταυτότητα πέρα από το δίπολο.
Τη σημασία όλων αυτών δεν είναι τόσο εύκολο να τη μειώσει κανείς.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε το Cineland Παντελής στο Ρέθυμνο για τη φιλοξενία