Top-10 του κινηματογραφικού 2015 από τον Old Boy…
Μετά το 10, το 11, το 12, το 13, και το 14, έρχεται και το 15 να αξιωθεί τη δική του δεκάδα. Διευκρινίζοντας ότι και φέτος, όπως και τις προηγούμενες χρονιές, η λίστα αφορά ταινίες που προβλήθηκαν στην Ελλάδα από τον Ιανουάριο ως και τον Δεκέμβριο, ξεκινάμε την αντίστροφη μέτρηση:
10) «Έρωτας με την πρώτη μπουνιά»:
Αγόρι συναντά αγοροκόριτσο. Θα παλέψουν στην άμμο. Θα της καμουφλάρει το πρόσωπο. Θα του καμουφλάρει το πρόσωπο. Μετά αυτή θα πάει στρατό. Μετά αυτός θα τα αφήσει όλα και θα την ακολουθήσει. Μετά θα χάσουν τον προσανατολισμό τους. Και θα πάνε κάπου αλλού. Η ρομαντική κομεντί του Τομά Καϊγέ φιλοδοξεί σχεδόν υπαινικτικά και καθόλου μεγαλόστομα, να μην μιλήσει μόνο για τον έρωτα του συγκεκριμένου ζευγαριού, αλλά να βάλει το συγκεκριμένο ζευγάρι να πρωταγωνιστεί σε μια παραβολή για την ίδια τη φύση του έρωτα. «Την επόμενη φορά δεν θα αυτοσχεδιάσουμε, την επόμενη φορά δεν θα παρασυρθούμε, την επόμενη φορά θα προσέχουμε και θα είμαστε προετοιμασμένοι». Καλά, εντάξει.
9) «Carol»:
Αρχές δεκαετίας πενήντα, Νέα Υόρκη, γιορτές Χριστουγέννων, όλα είναι γιορτινά, όλα είναι σε τροχιά ανάπτυξης, ευημερίας και αισιοδοξίας, όλα είναι παραμυθένια και καραμελωμένα, μια νεαρή ταμίας σε πολυκατάστημα θα γοητευθεί από την μεγαλύτερή της πλούσια μητέρα και εν διαστάσει σύζυγο. Και όχι μονομερώς. Θα αλληλογοητευθούν, θα αλληλοερωτευθούν, τα κοινωνικά εμπόδια που έχει να αντιμετωπίσει η σχέση τους προφανώς πάρα πολλά και ο Τοντ Χέινς έχει την ευκαιρία να συνθέσει σε ένα μικρό κομψοτέχνημα τον προσωπικό του κινηματογραφικό κόσμο, όπου κάθε πλάνο του εκπέμπει τον έρωτα του σκηνοθέτη για το μέσο του. Η Κέιτ Μπλάνσετ και η Ρούνι Μάρα τμήματα αυτού του έρωτα και ταυτόχρονα πρωταγωνίστριές του, καλούνται να ορίσουν τη διαφορά μεταξύ επώδυνων και αδύνατων επιλογών. Γιατί δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Γιορτές Χριστουγέννων κι εδώ, αλλά στην Ελλάδα του 2010 αυτή τη φορά. Ο Στέλιος, ένας άνθρωπος που διατηρεί κοντά δυο δεκαετίες τζαζ μπαρ που παίζει κάθε νύχτα ζωντανή μουσική, ένας άνθρωπος που προσπαθεί να συντηρήσει ένα όνειρο που δεν ειναι πια βιώσιμο και τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσει τον λογαριασμό, ο Αλέξης Αλεξίου φωτογραφίζει την κοινωνική και οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα της κρίσης, σε μια ταινία μπολιασμένη με υπαρξιακές παραμέτρους και όλα αυτά συνδυάζονται με ένα θέαμα που παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές του εμπορικού αμερικάνικου κινηματογράφου. Βροχές, πιστολίδια, στυλιζάρισμα, νουάρ ατμόσφαιρα, σκηνές ανθολογίας που δεν ξεκολλάνε από το μυαλό, το «Τετάρτη 4:45» είναι μια ταινία που ήρθε για να μείνει, να αγαπηθεί, να επανεκτιμηθεί.
7) «Με σειρά εξαφάνισης»:
Σε μια από τις πιο παγωμένες γωνιές της Νορβηγίας και μαζί της ηπείρου μας, δυο αντίπαλες συμμορίες ναρκωτικών θα μπλεχτούν σε πόλεμο, ένας πατέρας θα αρχίσει να εκτελεί αλά Τσαρλς Μπρόνσον εκείνους που σκότωσαν από παρεξήγηση τον γιο του, η ταινία του Χανς Πέτερ Μόλαντ απολαυστική ως κατάμαυρη κωμωδία γεμάτη φόνους και γκαγκστεριλίκια, είναι ταυτόχρονα γεμάτη όλων των ειδών τους μετανάστες, από Σουηδούς ως Σέρβους που δεν είναι Αλβανοί, από Κινέζους που είναι Δανοί, πολιτισμικές διαφορές και πολιτισμικά στερεότυπα, η καθαρότητα του χιονιού βάφεται με αίμα, η φυλετική καθαρότητα είναι ίδιον των «πανηλίθιων», η Ευρώπη λερώθηκε και θα συνεχίσει να λερώνεται, όσοι φράκτες κι αν χτιστούν.
6) «Αστακός»:
Γιατί άραγε είναι τιμωρία να μεταμορφωθούμε σε ζώα; Γιατί να μην είναι καλύτερα να ζούμε χωρίς όλη αυτή τη σκοτούρα στο κεφάλι, τη σκοτούρα που συνεπάγεται η ιδιότητα του ανθρώπου; Ειδικά αν είμαστε μόνοι κι αν ζούμε σε έναν κόσμο όπου η μοναχικότητα απαγορεύεται. Γιατί οι ήρωες του «Αστακού» επιδιώκουν πάση θυσία να αποφύγουν την ποινή της μεταμόρφωσης; Και γιατί μετά ερωτεύονται; Επειδή εκεί που το κάνουν δεν είναι το μέρος που επιβάλλεται αλλά αντίθετα το μέρος που απαγορεύεται; Ή επειδή έχουν πρόβλημα με τα μάτια τους; Κι αν πάψουν να βλέπουν τελείως τότε τι; Είναι κονφορμισμός ή η υπέρτατη θυσία η τύφλωση; Μπορείς να είσαι ερωτευμένος με αυτόν που δεν ταιριάζεις; Ή πρέπει να βλέπετε τον κόσμο με το ίδιο βλέμμα; Ο Γιώργος Λάνθιμος με τον Ευθύμη Φιλίππου φτιάχνουν ταινίες για τις οποίες οι ερεθιστικές συζητήσεις δεν τελειώνουν ποτέ. Πόσοι ομότεχνοί τους μπορούν να κάνουν κάτι αντίστοιχο σήμερα;
5) «Λεβιάθαν»:
Ο Aντρέι Ζβιανγκίτσεφ ακτινογραφεί τη σημερινή Ρωσία ως έναν Λεβιάθαν πoυ είναι το κράτος, αλλά όχι μόνο αυτό. Μας παρουσιάζει ένα διαφορετικό είδος θαλάσσιου τέρατος, όπου το κράτος κάνει όσα κάνει όντας βαθύτατα διαβρωμένο, όπου υπάρχει πάνω απ’ όλα η ισχύς, την οποία η κρατική διάσταση υπηρετεί. Κράτος μαζί και παρακράτος, μια δομή μεγάλης εγκληματικής οργάνωσης με παρακλάδια. Η οποία όμως στην κρατική της διάσταση δεν σημαίνει ότι δεν εκλέγεται και δημοκρατικά. Κι ενώ ο «Λεβιάθαν» του Χομπς ήταν ένα κοινωνικό συμβόλαιο που είχε τεθεί σε κοσμικές και μη μεταφυσικές βάσεις, στη σύγχρονη Ρωσία της ταινίας, η θρησκεία έρχεται να πει μην αμφισβητείς την τάξη των πραγμάτων, μην αμφισβητείς αυτό που συμβαίνει, μην αμφισβητείς την ισχύ, υπάρχει μια μοιρολατρεία κι ένα ό,τι γίνεται είναι θέλημα Θεού.
4) «Χωρίς μέτρο»:
Σε μια σκηνή του “Whiplash” o νεαρός ντράμερ καθώς οδηγεί με χίλια για να προλάβει ένα διαγωνισμό που συμμετέχει η μπάντα του, τρακάρει άγρια. Βγαίνει μέσα από το αυτοκίνητο γεμάτος αίματα και συνεχίζει ακάθεκτος για να πάει να παίξει. Αυτή κανονικά είναι μια σκηνή που θα έπρεπε να σε κάνει να πεις έλεος, αμάν πια, δείξτε λίγη σοβαρότητα, όχι τόσο τραβηγμένα κλισέ. Δεν σε κάνει όμως. Γιατί από το πρώτο ως το τελευταίο της λεπτό η ταινία σε βάζει απόλυτα μέσα στην ιστορία της και στη σύγκρουση των δυο ηρώων της. Και ο σαδιστικά τελειομανής μαέστρος με τον σχεδόν αυτιστικά τελειομανή μαθητή θα επιδοθούν σε μια σχέση αλληλοπλήρωσης και αλληλοφαγώματος, αλληλοδημιουργίας και αλληλοκαταστροφής. Είναι πολύ λίγες οι φορές που έχει παρουσιαστεί η τέχνη και το κυνήγι της καλλιτεχνικής αξίωσης ως κάτι τόσο αμείλικτο, τόσο εξοντωτικό και τόσο απάνθρωπο. Απόλυτα στοχοπροσηλωμένη σαν τους ήρωές της η ταινία του Ντάμιεν Σαζέλ σε παίρνει και σε πάει στον κινηματογραφικό διάολο.
3) «Birdman»:
Μπορεί ο ηθοποιός να είναι το ακραίο όριο, μπορεί ο σταρ του Χόλιγουντ να είναι το ακραίο όριο αυτού του ακραίου ορίου, καθώς τον ξέρει περίπου όλος ο πλανήτης, αλλά αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιποι άνθρωποι δεν ζητούμε διαρκώς την αποδοχή και την αγάπη; Ναι, προφανώς υπάρχουν άνθρωποι που τους αρκεί να τους αγαπάει μόνο η οικογένειά τους ή οι στενοί τους φίλοι, αλλά ακόμη και αυτοί όταν δραστηριοποιούνται κοινωνικά ή ψηφιακά, δεν αναζητούν διαρκώς επιβεβαίωση και αποδοχή; Κι η άλλη όψη αυτής της ακόρεστης δίψας για αποδοχή δεν είναι η διαρκής έκθεση, η διαρκής πάλη, η διαρκής διακινδύνευση της ήττας; Η μεγάλη αυτή ταινία του Αλεχάντρο Ινιαριτου μπορεί να μιλάει ειδικά για τους ηθοποιούς και ειδικότερα για ένα σταρ του Χόλιγουντ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μιλάει και για μας. Υπάρχουν ευτυχισμένοι ηθοποιοί; Υπάρχουν ευτυχισμένοι άνθρωποι; Ευτυχία είναι να χορταίνεις ή διαρκώς να διψάς; Και το να διψάς διαρκώς δεν είναι βάσανο; Και αν είναι τόσο βάσανο, όταν ικανοποιείται κι η πιο βαθιά σου δίψα, τότε μπορείς πια να ησυχάσεις; Ή θα θέλεις ακόμη και τότε να πετάξεις, για να βρεις την πιο μεγάλη ησυχία;
2) «Ανωτέρα Βία»:
Πολυτελές διεθνές χιονοδρομικό κέντρο. Πανέμορφη τετραμελής σουηδική οικογένεια. Ένα απρόβλεπτο φυσικό γεγονός, η προσομοίωση μιας κατάστασης ανωτέρας βίας, μια μοιραία στιγμή ανδρικής δειλίας και ένα λάθος γονεϊκών προτεραιοτήτων, όπου σπεύδεις να σώσεις το άι φον σου και όχι το παιδί σου, ένα ζευγάρι υπό κατάρρευση. Τελετουργίες ανδρισμού και γενναιότητας, τελετουργίες αποκατάστασης των ρόλων, κι ο κίνδυνος κάθε τρεις και λίγο, και ο πανικός κάθε τρεις και λίγο, να μην μας συμβεί κάτι κακό, τι ελέγχεται και τι όχι, πώς αντιδρά κανείς και πώς όχι, βγάλε με μακριά από την διακινδύνευση, βγάλε με μακριά από οτιδήποτε δεν είναι ασφαλές, είχα προγραμματίσει μια ζωή χωρίς ρίσκο, είχα προγραμματίσει μια ζωή όπου όλοι παίζαμε τους ρόλους μας σωστά και με ασφάλεια, είχα πιστέψει κι εγώ σαν τα παιδιά μου πως ζούμε σε έναν κόσμο ασφαλή και σίγουρο, έχοντας σαν αυτά πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι αυτό δεν ισχύει. Ακροβατώντας ανάμεσα στο ειρωνικό και το δραματικό ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ρούμπεν Έστλαντ φτιάχνει μια ταινία απολαυστικά αμφίσημη και βαθιά όσο λίγες.
1) «O Γιος του Σαούλ»:
Μόνο μια ένσταση μπορεί να εγερθεί -και πράγματι εγείρεται- για το αριστούργημα του Λάζλο Νέμες, που μας μεταφέρει στην καρδιά της πιο μαύρης στιγμής της ανθρώπινης ιστορίας, στα κρεματόρια και τους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς: το δεν θέλω να το δω, δεν αντέχω να το δω, δεν μπορώ να πάω να το δω και να μαυρίσει η καρδιά μου. Είναι μια ένσταση που μπορώ να καταλάβω, αλλά δεν μπορώ να συμμεριστώ. Εμένα ας πούμε μου λείπει η ταινία, έχω ανάγκη να την ξαναδώ. Και προφανώς όχι από μαζοχισμό. Βλέποντάς το δεν παρακολουθώ στιγμιότυπα από την γενοκτονία, παρακολουθώ ένα κινηματογραφικό έργο, το οποίο όσο απόλυτα φρικτά κι αν είναι αυτά που δείχνει, μπορεί να είναι ελκυστικό όχι με άρρωστο τρόπο, αλλά με όρους καλλιτεχνικής εμπειρίας.
Ο Σαούλ προσπαθεί απεγνωσμένα και με κάθε τίμημα να θάψει και να ψάλλει το παιδί του, τη στιγμή που δίπλα του εξολοθρεύονται εκατομμύρια άνθρωποι κι αυτός βοηθά στην εξολόθρευσή τους για να μείνει λίγο ακόμη ζωντανός. Καταπιάνεται από το τίποτα. Το νόημα, η ελπίδα, το κουράγιο, οτιδήποτε το καλό έχει ήδη χαθεί. Μόνο το τίποτα υπάρχει πια. Αν το παιδί που ονομάζει γιο του ήταν σίγουρα γιος του, η πράξη του θα ήταν μέχρι και αισχρή. Θα είχε ξεχωρίσει το δικό του αίμα ως το μόνο σημαντικό, η πράξη του αντί για συγκινητική θα ερχόταν ίσως να προσθέσει το αμφίβολο ηθικό της πρόσημο στο αμφίβολο ηθικό πρόσημο του δικού του ρόλου στο Άουσβιτς. Αν πάλι ήταν εντελώς σίγουρο ότι δεν είναι γιος του, η πράξη του θα ήταν πράξη ενός ανθρώπου που έχασε τα λογικά του, η κατάσταση θα ήταν πιο μονοδιάστατη: η φρίκη που οδηγεί στην τρέλα. Όχι, βρισκόμαστε στο ανάμεσα: το να αναγνωρίζει ο Σαούλ ένα από τα παιδιά ως δικό του και να προσπαθεί να πιαστεί από εκεί, είναι στο πέραν του καλού και του κακού, στο πέραν της λογικής και της τρέλας, είναι απευθείας στο επίπεδο της ποιητικής μεταφοράς: δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τις μάζες των ανθρώπων, δεν τις χωράει ο νους μου, ο νους μου σταμάτησε, ό,τι γίνεται εδώ δεν με αφορά, με αφορά αυτό το ένα και μόνο νεκρό παιδί: ο γιος μου.