Η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να υπογράψει κάτι πολύ χειρότερο από ένα 4ο μνημόνιο.
Ετοιμάζεται να καταθέσει στη Βουλή το σχέδιο για ένα διαρκή στο χρόνο, μηχανισμό επιβολής οικονομικών μέτρων, αυτοματοποιημένα, δηλαδή ασχέτως πολιτικών επιλογών που τυχόν θα προκύπτουν από εκλογικές αναμετρήσεις, βάσει μάλιστα δημοσιονομικών και όχι οικονομικών κριτηρίων.
Πρόκειται για ένα μηχανισμό στη σύλληψή του και στην εν δυνάμει εφαρμογή του, υπέρ-συνταγματικής ισχύος, αφού θα πρέπει να επιβάλλει την ισχύ του έναντι των όποιων αλλαγών στη σύνθεση της Βουλής και στην κυβέρνηση. Ή αλλιώς για ένα μηχανισμό ευθέως αντισυνταγματικής λειτουργίας, δεδομένου ότι κάμπτει τη λαϊκή κυριαρχία στις βασικότερες θεσμικές λειτουργίες δια των οποίων η τελευταία υλοποιείται.
Σε αντίθεση με το συνταγματικό δημοσιονομικό φρένο για παράδειγμα της Γερμανίας, που μπορεί μεν να είναι απαράδεκτο πολιτικά αλλά τουλάχιστον έχει υιοθετηθεί δια μιας συνταγματικώς ορθής οδού, εν προκειμένω με ένα νόμο τυπικής ισχύος έρχεται να επιβληθεί ένας μηχανισμός που υπερκεράσει τις θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις. Για να το θέσουμε αλλιώς: η Βουλή δε θα κληθεί να ψηφίσει απλά ένα ακόμα – έστω εν δυνάμει- πακέτο μέτρων φτωχοποίησης.
Θα κληθεί να νομοθετήσει, κατά παράβαση του συντάγματος, ένα μηχανισμό παγίωσης του μνημονιακού καθεστώτος εναντίον όποιας τυχόν διαφορετικής, μελλοντικής επιλογής του ελληνικού λαού. Είναι ένα καθεστώς, ένας τρόπος ρύθμισης της πολιτικής και πολιτειακής ζωής της χώρας, που με πρόσχημα την εξυπηρέτηση δημοσιονομικών στόχων εγκαθιστά ως μόνιμους πυλώνες, τον εφαρμοσμένο νεοφιλελευθερισμό και τη μεταφορά κυριαρχίας σε θεσμούς ανεξέλεγκτους από τη λαϊκή κυριαρχία.
Η λεγόμενη αυτονομία της κεντρικής τράπεζας και το ΤΑΙΠΕΔ αποτελούν ήδη δύο τέτοιους βασικούς μηχανισμούς. Ο νέος μηχανισμός που έρχεται, ολοκληρώνει το καθεστώς, εντός του οποίου ο ελληνικός λαός θα καλείται να επιλέγει μόνο και απλώς διαφορετικούς διαχειριστές, της ίδιας πολιτικής, η οποία αποφασίζεται από τους “έξω” και από τους “πάνω”.
Το δεύτερο στοιχείου του λεγόμενου 4ου μνημονίου είναι – όπως συζητούσαμε με ένα φίλο οικονομολόγο- η πρωτοφανής στην οικονομική ιστορία, υιοθέτηση ενός μοντέλου αυτόματων από – σταθεροποιητών. Δηλαδή, κάθε φορά που, λόγω συρρίκνωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, οι εξωπραγματικοί δημοσιονομικοί στόχοι δε θα πιάνονται, αντί να έχουμε σταθεροποιητές, δηλαδή μέτρα τόνωσης της οικονομικής κίνησης ώστε τελικά με βιώσιμο τρόπο να βελτιωθούν και τα δημόσια οικονομικά, θα έχουμε μέτρα περαιτέρω επιδείνωσης του φαύλου κύκλου, με ακόμα μεγαλύτερη καταβύθιση της οικονομικής κίνησης και του βιοτικού επιπέδου, άρα με ακόμα μεγαλύτερο κόστος για την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων, οι οποίοι ούτως ή άλλως δε θα είναι βιώσιμοι στο χρόνο.
Κοινώς, αν τα προηγούμενα μνημόνια οι κυβερνήσεις έφερναν την ψήφιση μέτρων με καταστροφικά αποτελέσματα στο εδώ και στο σήμερα, η παρούσα κυβέρνηση φέρνει την ψήφιση τέτοιου τύπου μέτρων στο εδώ και στο διηνεκές. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αυτόματους αποσταθεροποιητές, στο πλαίσιο μιας δημοσιονομικής παράνοιας.
Όλα αυτά γίνονται για τρεις λόγους: πρώτον για μια αόριστη υπόσχεση περί επιμήκυνσης ή και άλλων μεθόδων διακανονισμού του χρέους, κάποια στιγμή στο μέλλον και με ελάχιστο πραγματικό όφελος για τον ελληνικό λαό. Δεύτερον, για να κρατηθεί στην κυβέρνηση μια τυχοδιωκτική ομάδα. Τρίτον, επειδή ούτως ή άλλως τα προηγούμενα μνημόνια οδηγούσαν πάνω- κάτω σε αυτήν την εξέλιξη, μέσα από το σχήμα “εσωτερική υποτίμηση- νεοαποικιακή εξάρτηση”.
Σχήμα που ο λαός απέρριψε το καλοκαίρι στο δημοψήφισμα αλλά η κυβέρνηση επανέφερε μαζί με τα κόμματα της αντιπολίτευσης πριν από τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου. Δεν είναι λοιπόν 4ο μνημόνιο αυτό που έρχεται. Είναι η ολοκλήρωση της αλλαγής καθεστώτος, το τέλος της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας.
Θέμης Τζήμας