Δεν περνάω καλά. Δεν περνάω καλά σε ετούτη τη χώρα πια. Δε μιλάω για καλοπέραση, αυτή που κάθε ανθρώπινο ον σε κάθε πολιτισμένη χώρα μπορεί να θέλει και να δικαιούται και να έχει. Όχι. Εννοώ δεν αντέχω, δεν μπορώ πια να το διαχειριστώ, πονάω.
- του Δημήτρη Βεργίνη
Δεν περνάω καλά στη χώρα των Μητσοτάκηδων. Σε αυτό που νομίζουν τσιφλίκι τους στη σκιά των Λευκών Ορέων. Δεν μπορώ να ανασάνω με όλα τα Μέσα δικά τους. Με το μαύρο που σε επανάληψη γίνεται φωτεινό. Με Ικαρίες και Πάρνηθες και Μυκήνες και Ακρόπολη και αρχαία στη Βενιζέλου και πανεπιστήμια και μπάτσους, παντού μπάτσους… Με Κεραμέως και Μενδώνη και Άδωνι και Μηταράκη και Χρυσοχοϊδη. Με τον Μαρινάκη να κυβερνά, τον ναζί Παππά να αλωνίζει μήνες τώρα, τον βιαστή, παιδεραστή, ΓΝΩΣΤΟ ΤΟΥΣ Λιγνάδη να πηγαινοέρχεται στη ΓΑΔΑ πριν αποφασίσουν να του απαγγείλουν κατηγορίες, με Παραπολιτικά και Liberal και ΣΚΑΙ σκυλιά-λυκάωνες να επιτίθενται συντεταγμένα σε όποιον ξεμυτίσει με εκτός γραμμής άποψη, σε όποιον ορθώσει ένα όποιο, απέναντι στον Ηγέτη-Μωυσή, ανάστημα.
Δεν περνάω καλά. Πώς να το καταφέρω; Ένας άνθρωπος πεθαίνει μετά από 49 μέρες απεργίας πείνας και -πια- και δίψας. Ένας κρατούμενος ναι, ένας φυλακισμένος ναι, ένας πρώην τρομοκράτης ναι, ένας άνθρωπος ναι. Σε ετούτη τη χώρα δολοφονούμε αυτούς που έχουμε με δικαιοσύνη καταδικάσει, αυτούς που πληρώνουν το τίμημα των πράξεών τους, αυτούς που ακόμη κι αν δεν πιστεύουν στους νόμους που εμείς φτιάξαμε και τους τιμωρήσαμε, ζητάνε την εφαρμογή τους.
Δεν περνάω καλά με ετούτες τις μέρες. Αργόσυρτες στον απέναντι τοίχο με σπρώχνουν να γλείψω τη μαρμαρόσκονη που ξεφτίζει. Στα όρια της ψυχικής κατάρρευσης, συστήματα άνοιξε-κλείσε, ακορντεόν, click in και click away με βάζουν στο μεγάλο κλουβί της συλλογικής απόγνωσης. Μας λένε για τις 15 μέρες της επόμενης στροφής, και κινάμε και βαδίζουμε προς τα εκεί και μετά είναι άλλες 15 κι άλλες 15 κι άλλες τόσες. Τόσες, ικανές να σύρουν σε μαζικούς σπασμούς επαγγελματίες με κλειστά μαγαζιά, μαθητές και καθηγητές με κλειστά σχολεία, καλλιτέχνες με κλειστές σκηνές, εμένα και εσένα με κλειστή την εξώπορτά μας.
Δεν περνάω καλά. Ένα χρόνο πριν δεν το φανταζόμουν. Ακόμη νόμιζα θα περνούσε ελαφρά από εμάς. Κι η πανδημία και ετούτη η Νεοδεξιά. Τι κι αν το είχα διαβάσει σε τόσα βιβλία μου! Τι κι αν το ‘χα δει σε τόσες ταινίες! Νόμιζα αυτά είναι τα καμπανάκια μιας δυστοπίας που όλο λέει θα ‘ρθει κι όλο είναι ακόμη μακριά για τις δικές μας γενιές. Ώσπου ήρθε, ώσπου φάνηκε ότι δεν ήταν τόσο μακριά. Γιατί του κακού η απόσταση απ’ το τώρα δεν έχει να κάνει με χιλιόμετρα, με μεζούρες. Το κακό απέχει απ’ το παρόν απόσταση αντιστρόφως ανάλογη της διαύγειάς μας να το αντιληφθούμε και της ετοιμότητάς μας να το αντιμετωπίσουμε.
Δεν περνάω καλά. Πιέζεται το μυαλό μου κι αντιδράει το σώμα μου. Κι αυτό που μου το κάνει ακόμη πιο δύσκολο είναι που δεν ξέρω αν έχει γυρισμό, που δεν ξέρω ως πότε θα συμβαίνει όλη αυτή η σκοτεινιά.