Από τον Περικλή Κοροβέση
Το έμεσμα που κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο και το αναπαρήγαγαν και κάποιες λεγόμενες σοβαρές εφημερίδες σχετικά με την τραγωδία της Αίγινας δεν είναι το καπρίτσιο κάποιων κακόβουλων ανθρώπων, αλλά μια σχολή «δημοσιογραφίας» που εμπορεύεται συνειδητά το ψεύδος και τη συκοφαντία.
Και δεν είναι τυχαίο πως αυτή η αρχαία λέξη διατήρησε την ίδια σημασία ανά τους αιώνες. Φαίνεται, αυτό το επάγγελμα ουδέποτε γνώρισε ανεργία.
Στο δημοφιλές κανάλι του Ντόναλντ Τραμπ, του υποψήφιου των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία των ΗΠΑ, το σύνολο των προγραμμάτων που μεταδίδεται είναι κατά 80% κατασκευασμένα ψέματα που πάντοτε επιδιώκουν κάτι. Κατά κανόνα, τη διαβολή του αντιπάλου με όλα τα μέσα.
Και ο Τραμπ δεν είναι ο μόνος σε αυτό το επάγγελμα. Κολοσσοί του διεθνούς Τύπου που κατέχουν μεγιστάνες, επιδίδονται σε αυτό το σπορ και διαμορφώνουν μια πλειοψηφία που αρνείται ή δεν μπορεί να σκεφτεί.
Αλλά υπάρχουν και δημοσιογράφοι, αυτοί που λέμε της καριέρας, που αλήθεια γι’ αυτούς είναι το δίκιο του αφεντικού, το οποίο πρέπει να υπηρετήσουν αυθορμήτως έχοντας ενσωματώσει την αλήθεια του εργοδότη τους. Είναι αυτοί συνήθως που γίνονται διευθυντικά στελέχη για να διδάξουν στους νεότερους το επάγγελμά τους.
Το μυστικό αυτής της δουλειάς είναι να παρουσιάζονται αντικειμενικοί, ανακυκλώνοντας τις υπάρχουσες κυρίαρχες απόψεις και πάντα με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Οι διαφορετικές φωνές ή αποκλείονται εκ των πραγμάτων ή όταν τους δοθεί βήμα είναι για να υπάρξει το άλλοθι της αντικειμενικότητας.
Αν το πάμε ακόμα πιο μακριά, η συκοφαντία και το ψέμα στην τρέχουσα πολιτική είναι η πιο συνηθισμένη πρακτική και κατά κανόνα η δικαιολόγηση ενός πολέμου.
Τα χημικά όπλα του Σαντάμ ουδέποτε βρέθηκαν, αλλά η κατάκτηση του Ιράκ έγινε. Οι ΗΠΑ δικαιολόγησαν την επέμβασή τους στο Βιετνάμ, γιατί δέχτηκαν πυρά στον Κόλπο του Τονκίν. Το αντίθετο έγινε. Και ο Χίτλερ για να δικαιολογήσει την επέμβασή του στην Πολωνία δημιούργησε μια προβοκάτσια στα σύνορα και ισχυρίστηκε πως τα γερμανικά στρατεύματα δέχτηκαν πυρά από Πολωνούς στρατιώτες.
Οι Πολωνοί στρατιώτες ήταν Γερμανοί φαντάροι με πολωνικές στολές. Ας σταματήσουμε εδώ γιατί ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος. Τι γίνεται όμως με αυτόν που διασύρεται και συκοφαντείται από ένα ισχυρό ΜΜΕ και αυτός είναι ένας πολίτης που δεν ανήκει σε κανένα κόμμα, ούτε έχει πρόσβαση στη δημοσιότητα;
Ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω μια προσωπική εμπειρία. Πριν από είκοσι εφτά χρόνια (29/9/89) η εφημερίδα «Εθνος» βγάζει πρωτοσέλιδο με τίτλο «Ιδού ο δολοφόνος» τυπωμένο με ξύλινα γράμματα. Το ρεπορτάζ το υπέγραφε η Αγγελική Νικολούλη. Αυτός ο φοβερός δολοφόνος της 17Ν ήταν τόσο πανούργος που τον καταδίωκαν πέντε αστυνομίες της Ευρώπης και δεν μπορούσαν να τον βρουν.
Και φωτογράφιζε εμένα, χωρίς να αναφέρει το όνομά μου. Αλλά δεν υπήρξε κανείς που να μη με αναγνωρίσει. Εγώ έκανα μια πρώτη σκέψη. Πέντε αστυνομίες της Ευρώπης και δεν ανοίγουν έναν τηλεφωνικό κατάλογο να δουν πού μένω;
‘Η τουλάχιστον να μου κάνουν ένα τηλεφώνημα. Η αστυνομία δεν ενεπλάκη σε αυτήν την ιστορία -τουλάχιστον από αυτά που γνωρίζω- και κατέφυγα στη Δικαιοσύνη. Σύσσωμος ο Τύπος με υπεράσπισε, ακόμα και οι δεξιές εφημερίδες, υπήρξε μεγάλη συμπαράσταση και σχεδόν τριακόσιες προσωπικότητες από την Ελλάδα και το εξωτερικό υποστήριξαν την αθωότητά μου και τελικά δικαιώθηκα.
Η εφημερίδα καταδικάστηκε, με αποζημίωσε και επανόρθωσε. Και όμως, μετά από τόσα χρόνια, ό,τι και αν έχω γράψει ή εκδώσει, στις πιο πολλές εκδηλώσεις που έχω πάει ως ομιλητής, υπάρχει πάντα μια ερώτηση γι’ αυτό το θέμα. Και σκέφτομαι τι θα γινόταν αν ήμουν δημόσιος υπάλληλος και δούλευα στο ΓΕΣ. Ούτε ψύλλος στον κόρφο μου.
Και μια και το έφερε η κουβέντα. Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί ντετέκτιβ που ανακάλυπταν τη 17Ν. Ανάμεσά τους και ο υπουργός Αμυνας της κυβέρνησης της Αριστεράς, Πάνος Καμμένος, που σε μια εκπομπή του Τράγκα είχε βρει και αυτός στο πρόσωπό μου τη 17Ν.
Δεν ξέρω αν αυτήν την επιτυχία του τη γράφει στο βιογραφικό του. Η αντίδρασή μου στον κιτρινισμό ήταν να επινοήσω μια ακόμα πιο κίτρινη στήλη για την «Ελευθεροτυπία» με τίτλο «Ανύπαρκτα γεγονότα – συστηματικές ψευδολογίες».
Ενα είδος ομοιοπαθητικής του ψεύδους. Αλλά δεν πρότεινα ποτέ αυτήν τη στήλη. Φοβήθηκα μήπως κάποιοι την πιστέψουν. Και μια φορά το κουβεντιάζαμε αυτό με τον Γιάννη Καλαϊτζή, που η σκιά του δεν εννοεί να εγκαταλείψει τα γραφεία μας.
«Επραξες σοφά», μου είπε. «Πιο πολύ θα πιστεύανε τις ψευδολογίες σου, παρά τα άρθρα σου». Ξανασκέφτηκα κάποιο άλλο αντίδοτο.
Και όταν βρέθηκα για ένα φεγγάρι στο Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ, πρότεινα να κάνουμε ένα ευρύτερο όργανο και να παρακολουθούμε τα αντιδεοντολογικά κείμενα και τις διαστρεβλώσεις του ηλεκτρονικού Τύπου. Πρόταση που φυσικά δεν πέρασε.