Άρθρο του τέως Προέδρου της Βουλής, Νίκου Βούτση, από το 2015, το οποίο αφορά στα 50 χρόνια από τη Διάσπαση του ΚΚΕ και περιλαμβάνεται στον σχετικό αφιερωματικό τόμο που κυκλοφόρησε μαζί με την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 12/05/2015.
Αναμφισβήτητα η διάσπαση του ΚΚΕ το ΄68, είναι ένα ιστορικά πολυσήμαντο γεγονός που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρέασε ιδιαίτερα τις εξελίξεις σε όλες τι φάσεις της μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα. Βεβαίως επηρέασε και την ίδια την αντιδικτατορική πάλη του ελληνικού λαού από το ’68 μέχρι την πτώση της χούντας το ’74. Η διάσπαση είναι ένα γεγονός το οποίο οργανικά συσχετίζεται με τις εξελίξεις του ευρωπαϊκού κομμουνιστικού και ευρύτερου Αριστερού κινήματος σε όλες του τις εκδοχές, τις κινηματικές εμπειρίες, αλλά και τις συγκρούσεις μέσα στις τότε σοσιαλιστικές χώρες με κορυφαία την κατάπνιξη της «Άνοιξης της Πράγας».
Ταυτόχρονα η διάσπαση του ’68 αποτελεί προϊόν και στοιχείο μιας ισχυρής και διακριτής «μοναδικότητας» της ελληνικής πολιτικής ιστορίας μεταπολεμικά, καθώς επιβλήθηκε ή και συνομολογήθηκε στη μοναδική Ευρωπαϊκή χώρα, μεταπολεμικά, η οποία δεν απέφυγε τον εμφύλιο πόλεμο και το επώδυνο πολύχρονο μετεμφυλιακό καθεστώς και βεβαίως την επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία που κατέρρευσε εν τέλει επ’ αφορμή των δραματικών γεγονότων στην Κύπρο.
Ακόμη και σήμερα καταγράφεται, όχι βεβαίως στη βάση ιστορικών αναλογιών ή νομοτελειακών καταστάσεων, αλλά σε συνθήκες οξυμένης πολύχρονης οικονομικής κρίσης, αυτή η ορατή και προοδευτική κατά τη γνώμη μου, διακριτότητα σε κλίμακα Ευρώπης. Η χώρα κυβερνάται ήδη επί τριετία από κυβέρνηση με κορμό την Ανανεωτική Ριζοσπαστική Αριστερά και την ίδια περίοδο το ΚΚΕ εμφανίζεται στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο με μικρές μεν αλλά ενισχυμένες θέσεις σε σχέση με τα αντίστοιχα Ευρωπαϊκά κόμματα.
Τα καθαυτά ιστορικά στοιχεία, τα κείμενα, τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην ίδια τη διαδικασία της ολομέλειας της Κ.Ε. που σηματοδότησε την πορεία της διάσπασης και τη διαμόρφωση δυο διακριτών Αριστερών κομμουνιστικών πόλων, είναι γνωστά και πολλαπλά φωτισμένα από πηγές που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Τόσο από συλλογικές αποτιμήσεις των νόμιμων συνεδρίων του ΚΚΕ Εσωτερικού και του ΚΚΕ μεταπολιτευτικά, όσο και από τις ατομικές και συλλογικές εκτιμήσεις που με δυσκολία κοινοποιούνταν μέσα από τα παράνομα έντυπα και τις εκδόσεις στη διάρκεια της χούντας.
Μ’ αυτή την έννοια δεν θεωρώ χρήσιμο να γίνει εκ μέρους μου αναπαραγωγή της σαφούς θέσης την οποία είχαμε από τότε χωρίς να αλλάξουμε άποψη όλοι όσοι συνταχθήκαμε με τις δυνάμεις και τους φορείς της ανανεωτικής κομμουνιστικής Αριστεράς, γιατί θεωρώ ότι η ίδια η ζωή φώτισε από τότε πολλές φορές τις αλήθειες, τις αποκρύψεις, τις υπερβολές, αλλά και τις ανιστόρητες εμμονές και μ’ αυτή την έννοια η άσκηση μιας πολεμικής προς την αντίθετη άποψη σήμερα δε θα συνεισέφερε σε τίποτα.
Έτσι κάπως άλλωστε αισθάνομαι, όταν τα τελευταία χρόνια μέσα στο Κοινοβούλιο αναπτύσσεται μια «αριστερή» ρητορική εκ μέρους ηγετικών στελεχών – βουλευτών του ΚΚΕ, στη βάση του ότι «το κόμμα, τότε, ξεκαθάρισε τις γραμμές του και συνέχισε ανεμπόδιστο την πάλη του». Επίσης όταν η διάσπαση του κόμματος, τότε, ενσωματώνεται σε νέες ιστορικές αφηγήσεις κομματικών ντοκουμέντων, που παραπέμπουν στις πραγματικές διαμάχες που συγκλόνισαν το κομμουνιστικό κίνημα επί χρόνια, εντάσσοντας μονίμως σε έναν δήθεν «αντικομουνισμό» όλες τις κριτικές και απορρίψεις αναμφισβήτητων λαθών και εγκλημάτων της περιόδου που ηγείτο ο Στάλιν το ΚΚΣΕ, ακόμα και των ίδιων των ντοκουμέντων του 20ου Συνεδρίου του κόμματος.
Μέσα στην ηρωική πολιτική διαδρομή του ΚΚΕ, των παράνομων οργανώσεων και στελεχών του, της ΕΔΑ και των νεολαιίστικων οργανώσεων της ΕΔΑ και των Λαμπράκηδων, ήταν φυσικό να υπάρξουν και μερικές φορές να προσωποποιηθούν ισχυρά αντιτιθέμενες απόψεις. Όχι μόνο, ούτε κυρίως, για τις ευθύνες και τις αιτιάσεις για την ήττα στον εμφύλιο, αλλά βεβαίως για τη στρατηγική τόσο των κομματικών φορέων που προαναφέραμε, όσο και κομβικών ζητημάτων σε σχέση με τις συμμαχίες, με τις αντιλήψεις και τις παρεμβάσεις στον πολιτισμό, με την καθοδήγηση και την αξιοποίηση των οξυμένων ταξικών κοινωνικών συγκρούσεων της εποχής.
Η αρνητική αυτή «κληρονομιά» της προδικτατορικής περιόδου που είχε φτάσει στα όρια της αμφισβήτησης της ΕΔΑ, μαζί με νέες αιτιάσεις που υπήρξαν σε σχέση με τις ευθύνες για τη μη προετοιμασία του λαϊκού κινήματος ώστε να αποκρουστεί η επερχόμενη δικτατορία, γονιμοποίησαν εσωκομματικές συγκρούσεις μέσα σε συνθήκες άγριας πλέον παρανομίας και ανέδειξαν υπαρκτά προβλήματα όπως αυτό που αφορούσε στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και της καθοδήγησης «μέσα ή έξω» από τη χώρα. Επίσης μεγεθύνθηκαν οι οξυμένες αντιπαραθέσεις μέσα σε συνθήκες μιας νέας ήττας με χιλιάδες αγωνιστές στα ξερονήσια, στις φυλακές ή στην επικίνδυνη παράνομη δράση. Συνθήκες που απέκλειαν τον ευρύ δημοκρατικό διάλογο, τη σύνθεση απόψεων ή και το θεωρητικό και πολιτικό βάθεμα των υπαρκτών ισχυρών αντιπαραθέσεων.
Στην εσωκομματική συζήτηση του ΚΚΕ εσωτερικού ένα από τα ζητήματα που κυριάρχησαν για χρόνια πολλά σε αναφορά με την αποτίμηση εκείνης της κρίσιμης φάσης, ήταν το κατά πόσον υπήρχε πραγματικά εκπεφρασμένη θεωρητικά και πολιτικά η άποψη για μια ουσιαστική ρήξη και σύγκρουση, πέραν της οργανωτικής διαφοροποίησης, με τις γενεσιουργές αιτίες που παρέπεμπαν στη στενή εξάρτηση του κόμματος από το ΚΚΣΕ και την τυφλή υποταγή στην πολιτική του. Κι αυτό γιατί ένα κρίσιμο διάστημα μετά τη διάσπαση που, επαναλαμβάνω, επιβλήθηκε στην οριακή κομματική πλειοψηφία στελεχών της Κ.Ε. που είχαν ως αναφορά το «Γραφείο Εσωτερικού» του κόμματος, υπήρχε μια εμφανής προσπάθεια για να κερδηθεί η υποστήριξη της ηγεσίας του ΚΚΣ στην ορθότητα των οργανωτικών απόψεων, χωρίς να αναπτύσσονται τα πολιτικά και στρατηγικά επιχειρήματα και επίδικα που διαφοροποιούσαν πλέον ριζικά την υπόσταση του φορέα που συν τω χρόνω ονομάστηκε ΚΚΕ Εσωτερικού.
Όμως από τότε, όπως και προδικτατορικά, ήταν παρόντα σε αυτές τις απόψεις όλα τα βασικά στοιχεία, πέραν του ζητήματος της αποκατάστασης της εσωκομματικής δημοκρατικής λειτουργίας, που συγκροτούσαν αυτό που στην αρχή ονομάστηκε «ειρηνικός δρόμος» και μετέπειτα «δημοκρατικός δρόμος για τον σοσιαλισμό». Όπως επίσης και η αναγνώριση της καθολικής ισχύος των ατομικών κοινωνικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθερίων, η αναγνώριση των διαδικασιών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, των αρχών της αυτονομίας των συνδικαλιστικών κινημάτων, της δημιουργικής επικοινωνίας με τα νέα ριζοσπαστικά κινήματα που αναπτύσσονταν και αναπτύχθηκαν έκτοτε στο έδαφος των αντιπολεμικών κινητοποιήσεων, αλλά και των εγκάρσιων οριζόντιων πολιτισμικών, νεολαιίστικων, οικολογικών και άλλων σύγχρονων αντιθέσεων και διακυβευμάτων.
Χρειάστηκε σχεδόν μια πενταετία, με αφορμή την πολιτική κατάθεση-αιτιολογία των ηγετικών στελεχών στη δίκη Δρακόπουλου – Παρτσαλίδη, για να ξεδιπλωθούν δημόσια και να γίνουν γνωστά τα πολιτικά επίδικα στον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα στην ελληνική νεολαία, που μέσα από τους δικούς της δρόμους είχε αναπτύξει ήδη τη μαζική αντιδικτατορική κυρίως φοιτητική αντίσταση, με ένα τρόπο συνεκτικό, προγραμματικό, αυτόνομο και οριοθετημένο ως διακριτή και στρατηγικά διαφοροποιημένη εκδοχή πλέον του ανανεωτικού κομμουνιστικού ρεύματος.
Η γέννηση αυτού του ρεύματος στην Ελλάδα ανατροφοδοτούνταν σε κάθε της φάση θεωρητικά και από πολιτικές και κινηματικές εμπειρίες με αντίστοιχες, μικρότερης έντασης, διεργασίες σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ήταν για χρόνια πολλά μια ενεργητική παρουσία στο ονομαζόμενο «ευρωκομμουνιστικό ρεύμα», μέσα σε συνθήκες Ψυχρού Πόλεμου και διεθνούς διπολισμού, άλλα και μέσα σε συνθήκες ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους, κατάρρευσης ή απόσυρσης των δικτατορικών καθεστώτων στον Νότο της Ευρώπης και έξαρσης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στις γειτονιές μας, άλλα και ευρύτερα.
Οι αντιφάσεις που ακολούθησαν και σφράγισαν όλη αυτή την επώδυνη πορεία του Αριστερού κινήματος μέσα σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας δεν επέτρεψαν στο ΚΚΕ να βιώσει ως σύνολο τον μετασχηματισμό του σε ένα σύγχρονο, μη δογματικό κομμουνιστικό κόμμα, ραχοκοκαλιά μιας ευρύτερης αριστερής παράταξης που θα μπορούσε να διεκδικήσει καταλυτικό ρόλο στις μεταπολιτευτικές εξελίξεις.
Σε κάθε περίπτωση όμως τα ηγετικά στελέχη που όρθωσαν το ανάστημα τους σ’ εκείνη τη φάση, όσοι ανέλαβαν το ρίσκο να μη σιωπήσουν και να ηγηθούν μιας, ιστορικά εξαιρετικά σημαντικής, προσπάθειας στο όνομα του σοσιαλισμού ως οράματος και ως «δρόμου» με δημοκρατία, ελευθερία και ανεξαρτησία, άφησαν αδρό αποτύπωμα και είχαν μεγάλη συμβολή στη διαμόρφωση και αναθεμελίωση του κομμουνιστικού και του ευρύτερου αριστερού κινήματος στη χώρα μας.