Aλγερία 1954. Βρισκόμαστε στο ξεκίνημα της αλγερινής αντίστασης κατά των Γάλλων αποικιοκρατών, που θα οδηγήσει σε έναν οκταετή πόλεμο, με τελικό αποτέλεσμα την ανεξαρτησία της Αλγερίας το 1962. Οι Γάλλοι την είχαν κάνει αποικία τους το 1830. Βρισκόμαστε επίσης σε ένα σχολείο, σε ένα τοπίο που μοιάζει να βρίσκεται στη μέση του πουθενά. O Bίγκο Μόρτενσεν είναι o Nταρού, ο Γάλλος δάσκαλος ενός σχολείου που έχει μόνο Αλγερινούς μαθητές. Μια μέρα ο χωροφύλακας του παραδίδει έναν Αλγερινό δολοφόνο. Του αναθέτει να τον πάει σε μια κοντινή πόλη, προκειμένου να δικαστεί. Για την ακρίβεια, δεδομένης της φύσης του αδικήματος και της εθνικότητας του δράστη, για να εκτελεστεί μετά από δίκη. Ο Νταρού δεν θέλει να οδηγήσει έναν άνθρωπο στο θάνατό του. Τι συμβαίνει όμως όταν ο άνθρωπος αυτός επιθυμεί τον συγκεκριμένο θάνατο, κρίνοντας πως είναι η καλύτερη λύση για την οικογένειά του;
Γιατί μπορεί η αποικιοκρατία να ήταν κακό πράγμα, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται εξ αντιδιαστολής πως και όλα τα ντόπια ήθη και τα έθιμα ήταν καλό πράγμα. Νόμοι εκδίκησης και διαρκούς αντεκδίκησης, που λύονται μόνο αν πληρωθεί ένα ποσό ως αποζημίωση προς την οικογένεια του σκοτωμένου. Ο Μωχάμεντ σκοτώνει τον ξάδελφό του (στα μικρά χωριά όλοι είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συγγενείς) επειδή πήγε να του κλέψει τους σπόρους του. Αν του τους έκλεβε, η οικογένειά του δεν θα είχε τρόπο να ζήσει. Είναι φτωχή και δεν έχει να πληρώσει το ποσό της αποζημίωσης. Είναι διατεθειμένος λοιπόν να θυσιάσει και την ίδια του τη ζωή προκειμένου να απελευθερώσει την οικογένειά του από τη μέγγενη της βεντέτας, καθώς αν τον σκοτώσουν τελικά οι γαλλικές αρχές και όχι η οικογένεια του ξαδέλφου, δεν θα χρειαστεί να αντεκδικηθούν τα μικρά του αδέλφια τον δικό του θάνατο.
Και κάπως έτσι οι δυο άντρες, ο Νταρού και ο Μωχάμεντ, ξεκινούν το μικρό ταξίδι προς την κοντινή πόλη, ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, όχι απλά ανάμεσα στον γαλλικό στρατό και τους ντόπιους αντάρτες, αλλά και στους συγγενείς του δολοφονηθέντος που τους κυνηγάνε. Και κυρίως βρίσκονται ανάμεσα σε διασταυρούμενες αξίες: το ιδανικό της ζωής και το ιδανικό του να τη θυσιάζεις για τους άλλους. Κι όσο για τον ίδιο τον Νταρού, γεννημένος στην Αλγερία, έχει ζήσει μόνο εκεί και τώρα στον πόλεμο που αρχίζει, του λένε πως αν δεν είσαι με εμάς θα είσαι με τους άλλους, όμως αυτός ήταν πάντα και το ένα και το άλλο, η οικογένειά του από την Ανδαλουσία, μεγάλωσε αντιμετωπιζόμενος ως Άραβας από τους Γάλλους και ως Γάλλος από τους Άραβες.
Το «Μακριά από τους ανθρώπους» του Νταβίντ Ελχοφέν είναι βασισμένο στη «Φιλοξενία», ένα μικρό διήγημα του Αλμπέρ Καμύ. Λιτό, ωραία φωτογραφημένο, με πολύ καλή δουλειά στην ηχητική μπάντα, ώστε να τινάζεσαι όχι μόνο από τους μπόλικους πυροβολισμούς που θα πέσουν κατά τη διάρκειά του, αλλά ακόμη κι από το θόρυβο που κάνει ένα ράντζο που ανοίγει, ξεκινά μοιάζοντας να έχει πολύ λίγα να πει, στην πορεία όμως σε κερδίζει, τόσο με τα διλήμματα που βάζει ενώπιον των ηρώων του, όσο και τελικά χάρη στη χημεία του δίδυμου των πρωταγωνιστών του. Ο Μόρτενσεν (που θα μιλήσει στη διάρκεια της ταινίας και γαλλικά κι αραβικά και ισπανικά) είναι σαν αρχετυπική φιγούρα στιβαρού μοναχικού καουμπόι και κλειδώνει εξαιρετικά με τον Ρεντά Καντέμπ, που τόσο στο Zero Dark Thirty όσο και στον Προφήτη ήταν εκεί, με μικρούς αλλά σημαντικούς ρόλους, όχι κλέβοντας την παράσταση, αλλά με αρκετά δυνατή παρουσία ώστε να αφήσει αποτύπωμα στη μνήμη και να έρθει η ώρα, όπως τώρα, να καταλάβει ρόλο συμπρωταγωνιστή στην παράσταση. Έχει μια αύρα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα η φωνή του σπάνια.
Ο Μωχάμεντ δεν έχει πάει ποτέ με γυναίκα, δεν έχει κάνει έρωτα ποτέ. Ρωτάει τον Νταρού πώς είναι. Εκείνος προσπαθεί να του περιγράψει, αλλά πολύ σύντομα εγκαταλείπει την προσπάθεια. Πώς να περιγράψεις το σεξ σε κάποιον που ποτέ δεν έχει κάνει; Δεν είναι το σεξ αυτό που είναι, επειδή ανήκει σε μια σφαίρα εμπειρίας που αδυνατεί να αναπαρασταθεί λεκτικά; Από την άλλη, όπως συμβαίνει ακριβώς με όλες τις άλλες εμπειρίες της ζωής, όταν δεν έχεις ζήσει κάτι δεν είναι στο μυαλό σου πιο εξωπραγματικό, πιο μυθικό, πιο απόλυτο από όταν τελικά το ζεις;
Η ιστορία ξεκινάει ως η αφήγηση ενός ακέραιου ανθρώπου κι ενός ανθρωπάκου. Στο πρώτο στάδιο ο δυνατός προστατεύει τον αδύνατο που δεν εκτιμά. Και στην πορεία, όταν ανακαλύπτει τα κίνητρά του, όταν ανακαλύπτει πως ο Μωχάμεντ και θάρρος έχει και τιμή, πως έχει για την ακρίβεια τόσο θάρρος και τόση τιμή που είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί, η σχέση τους μεταλλάσσεται σε φιλική, ο οίκτος δίνει τη θέση του στο σεβασμό για την επιλογή του, αλλά ταυτόχρονα και σε μια εξέγερση απέναντι σε αυτή την επιλογή. Μπορείς να βοηθήσεις έναν άνθρωπο από οίκτο, μπορείς να τον βοηθήσεις γιατί είσαι ξεροκέφαλος, γιατί νιώθεις εσύ πιο ωραίος στα μάτια σου, γιατί ακολουθείς τον δικό σου κώδικα αξιών, όπως γίνεται αρχικά, μπορείς και να τον βοηθήσεις κοιτώντας τον ως ίσος προς ίσον ή ίσον, όπως γίνεται στη συνέχεια. Και μετά από την ανωτερότητα, μετά από το ίσος προς ίσον, η αλληλεπίδραση. Έλα να ανταλλάξουμε αξίες, έλα να επιλέξεις εσύ τη ζωή κι εγώ τη θυσία, έλα να αλλάξουμε μέσα από την αλληλεπίδρασή μας ο ένας τον άλλον
Όταν βλέπουμε το βραχώδες τοπίο στην οροσειρά του Άτλαντα, πέτρα πάνω στην πέτρα, πάνω στην πέτρα, πάνω στην πέτρα, χωρίς ίχνος σχεδόν βλάστησης, αναρωτιέσαι τι το τόσο ελκυστικό υπάρχει σε αυτή τη ζωή που προσπαθεί να προπαγανδίσει ο Νταρού στον Μωχάμεντ. Κάτω από την οροσειρά, μπροστά του είναι η έρημος. Τι σόι ζωή αξίζει τόσο πολύ τον κόπο, ώστε να τη ζεις και στην έρημο; Τι σόι χαρά μπορεί να έχει ο Σίσυφος όταν ανεβάζει την πέτρα του; Αλλά αν ο Καμύ μας καλεί να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο, γιατί να μην φανταστούμε τον Μωχάμεντ ευτυχισμένο;