Από τον Νίκο Νικολέτο
Ξεφυλλίζοντας τις ”Ιστορίες του Ημεροδείκτη” του Μπρέχτ, συναντώ μια συνταρακτική και απίστευτα διδακτική ιστορία, την οποία και θέλω να μοιραστώ.
Ο στρατιώτης του LA CIOTAT
”Μετά από τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Νότιας Γαλλίας, τη La Ciotat, βρεθήκαμε σε κάποια γιορτή που γινόταν για την καθέλκυση ενός πλοίου και είδαμε στην κεντρική πλατεία, ανάμεσα σ’ ένα ολόκληρο πλοίο που σπρωχνόταν, το μπρούτζινο άγαλμα ενός στρατιώτη του γαλλικού στρατού.
Πλησιάσαμε κ’ εμείς κοντά και ανακαλύψαμε πως ήταν ένας αληθινός άνθρωπος. Στεκόταν ακίνητος, τυλιγμένος σ’ ένα χακί παλτό, το ατσάλινο κράνος στο κεφάλι, μια ξιφολόγχη στο χέρι, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του Ιουνίου και πάνω σ’ ένα πέτρινο βάθρο. Το πρόσωπο του και τα χέρια του ήταν βαμμένα στο χρώμα του μπρούντζου. Δεν κούναγε τον παραμικρό μυώνα και τα βλέφαρα του δεν πετάρισαν ούτε μια φορά. Στα πόδια του βρισκόταν ένα κομμάτι χαρτόνι που έγραφε:
Ο άνθρωπος άγαλμα.
«Εγώ, ο Τσαρλς Λουί Φρανκάρντ, στρατιώτης στο τάδε σύνταγμα πεζικού, σε ένα βομβαρδισμό που έγινε στη μάχη του Verdum έμεινα για πολλές ώρες θαμμένος ζωντανός κάτω από τα χώματα μαζί με τα πτώματα. Όταν με ξέθαψαν, είχα αποκτήσει την ασυνήθιστη ικανότητα να παραμένω ακίνητος, σαν άγαλμα, και όση ώρα θέλω. Αυτή μου η τέχνη έχει εξεταστεί από πολλούς δόκτορες και έχει χαρακτηριστεί σαν μια ανεξήγητη αρρώστια. Βοηθήστε, σας παρακαλώ, έναν άνεργο οικογενειάρχη και πατέρα αμέτρητων τέκνων, με ό,τι έχετε ευχαρίστηση».
Ρίξαμε ένα νόμισμα στο πιάτο που βρισκόταν δίπλα στην επιγραφή και συνεχίσαμε πιο κάτω κουνώντας το κεφάλι μας. Εδώ λοιπόν, σκεφτήκαμε, στέκεται Αυτός, οπλισμένος μέχρι τα δόντια, ο ακατανίκητος και άφθαρτος Στρατιώτης πολλών χιλιετηρίδων, αυτός που είναι καμωμένος από Ιστορία, αυτός που πραγματοποίησε τα εκπληκτικά κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Καίσαρα, του Ναπολέοντα, για τους οποίους έχουμε τόσα πολλά διαβάσει στα σχολικά βιβλία. Αυτός είναι. Δεν κουνάει ούτε τα βλέφαρά του. Αυτός είναι ο τοξότης του Κύρου, ο αρματηλάτης του Καμβύση που η άμμος της ερήμου δεν κατάφερε τελικά να τον θάψει, ο λεγεωνάριος του Καίσαρα, ο λογχοφόρος καβαλάρης του Τζέγκινς Χαν, ο Ελβετός του Λουδοβίκου του δέκατου τέταρτου και ο γρεναδιέρος του Ναπολεόντα του Πρώτου.
Κατέχει την όχι και τόσο ασυνήθιστη ικανότητα να κάνει πως δεν καταλαβαίνει τίποτα, όταν δοκιμάζουν επάνω του όλα τα πιθανά και απίθανα μέσα καταστροφής. Όπως μια πέτρα, δίχως αισθήματα (λέει ο ίδιος) στέκεται ακλόνητος, όταν τον στέλνουμε στο θάνατο. Κατατρυπημένος από τα δόρατα των κάθε εποχών, πέτρινων, χάλκινων, σιδερένιων, τσαλαπατημένος από τα άρματα του Αρταξέρξη κ’ εκείνα του στρατηγού Λούντεντορφ, διαλυμένος από τους ελέφαντες του Αννίβα και το ιππικό του Αττίλα. Κατατρυπημένος από τα βέλη όλο και πιο εκσυγχρονισμένων τόξων αμέτρητων αιώνων, από τα ιπτάμενα κοτρώνια του καταπέλτη, καταξεσκισμένος από τις σφαίρες, μεγάλες σαν αυγά περιστεριών και μικρές σαν μέλισσες.
Στέκεται αυτός, πάντοτε καινούργιος, διαταζόμενος σε αμέτρητες γλώσσες, δίχως να ξέρει το γιατί. Τις χώρες που κατάκτησε δεν τις πήρε ποτέ στα χέρια του, σαν το χτίστη που δεν κατοικεί στο σπίτι που έχτισε ο ίδιος. Μα ούτε και η χώρα τού ανήκει, την οποία υπερασπίστηκε με τόσο σθένος. Ούτε το όπλο μα ούτε και η στολή που φοράει του ανήκει. Εκείνος όμως προχωρεί πάντοτε μπροστά, από πάνω του η θανατερή βροχή των αεροπλάνων και το καυτό λάδι που πέφτει από τις επάλξεις, κάτω από τα πόδια του οι νάρκες και οι παγίδες, γύρω του η πανούκλα και τα δηλητηριώδη αέρια.
Σάρκινη τροφή για τα δόρατα και τα τόξα, ο στόχος, ματωμένη λάσπη κάτω από τα τανκς, μπροστά του ο εχθρός και πίσω του ο στρατηγός. Αμέτρητα χέρια υφαίνουν το αμπέχωνό του, σφυρηλατούν το θώρακά του, κόβουν και ράβουν τις μπότες του. Και αμέτρητες οι τσέπες που χάρη σε αυτόν ξεχειλίζουν από χρήμα. Αμέτρητες οι κραυγές σε όλες τις γλώσσες του κόσμου τον εμψυχώνουν να προχωρήσει. Δεν υπάρχει κανένας Θεός που να μην τον ευλογεί. Αυτόν, που είναι μιασμένος από τη φρικιαστική λέπρα της υπομονής, ποτισμένος ως το κόκαλο από την αγιάτρευτη αρρώστια της αναισθησίας.
Τι είδους θάψιμο ήταν αυτό κάτω από τα χώματα, σκεφτήκαμε, που τον έκανε να ευχαριστεί την τύχη του γι’ αυτή την τρομαχτική, απαίσια και τόσο κολλητική αρρώστια;
Δεν θα βρεθεί ποτέ άραγε, αναρωτιόμαστε εμείς, κάποιο φάρμακο για δαύτη;”
(Προς γονείς, παιδαγωγούς και σε κάθε έναν από εμάς, για ένα αύριο που θα έχει ξεχάσει την ανάγκη για επιβολή, την ανάγκη για πόλεμο.. )