Επικαιρότητα

Διλήμματα και αδιέξοδα του κουρδικού κινήματος

By N.

January 02, 2017

Του Σωτήρη Ρούσσου*

Τρεις ένοπλοι μη κρατικοί δρώντες παίζουν κεντρικό διεθνικό ρόλο στις εξελίξεις στο Ιράκ και τη Συρία. Πρόκειται για το «Ισλαμικό Χαλιφάτο», τη λιβανική σιιτική οργάνωση Χεζμπολά και τις οργανώσεις του κουρδικού κινήματος: το PYD στη Συρία, το ΡΚΚ στην Τουρκία και την Περιφερειακή Κυβέρνηση του Ιρακινού Κουρδιστάν (KRG). Παρατηρώντας τη φυσιογνωμία των οργανώσεων αυτών, θα υποστηρίζαμε ότι η πρώτη «εκπροσωπεί» τον μεταψυχροπολεμικό σαλαφιστικό τζιχαντισμό, η δεύτερη τη σιιτική επαναστατική αφύπνιση που γεννήθηκε μετά την ιρανική επανάσταση και το τρίτο κίνημα συνεχίζει, με διαφορετικούς τρόπους, να εκπροσωπεί τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του μεταπολεμικού κόσμου, μετά μάλιστα την ύφεση που γνωρίζει σήμερα το παλαιστινιακό κίνημα.

Συνεχίζοντας αυτήν την παράδοση των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, το κουρδικό κίνημα αντιμετωπίζει μια σειρά από διλήμματα που προέρχονται από τέσσερις βασικούς παράγοντες. Πρώτον, από τη διαφορετική πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη του κινήματος στις τέσσερις χώρες (Τουρκία, Ιράκ, Ιράν και Συρία) στις οποίες έχει διαμελιστεί η γεωγραφική περιοχή που κατοικείται κατά πλειονότητα από Κούρδους. Δεύτερον, αλλά σε αλληλεπίδραση με το πρώτο, οι διαφορετικές πολιτικές που εφάρμοσαν οι χώρες αυτές απέναντι στους κουρδικούς πληθυσμούς τους. Τρίτον, η συχνή χρησιμοποίηση του κουρδικού ζητήματος από τις χώρες αυτές ως μοχλού πίεσης της μιας εναντίον της άλλης: του Ιράν και της Συρίας εναντίον του Ιράκ και της Συρίας εναντίον της Τουρκίας. Τέταρτον, η ουσιαστική έλλειψη ενδιαφέροντος των μεγάλων δυνάμεων, και κυρίως των υπερδυνάμεων, για την τύχη του κουρδικού κινήματος. Τόσο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όσο και στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, οι βασικές δυνάμεις του διεθνούς συστήματος προτιμούσαν τη σταθερότητα των συνοριακών διευθετήσεων του 1922 και των κρατών που αυτές παρήγαγαν από την αβεβαιότητα νέων χαράξεων και δημιουργίας νέων παικτών με απρόβλεπτη συμπεριφορά.

 

Παραδοσιακά δύσκολη σχέση με τον αραβικό εθνικισμό

Η σχέση του κουρδικού στοιχείου με την ανάπτυξη του αραβικού εθνικισμού ήταν πάντοτε γεμάτη ένταση και καχυποψία. Ο ίδιος ο Μισέλ Αφλάκ, ο θεμελιωτής του κινήματος Μπάαθ, είχε αναγνωρίσει τη δυσκολία της ένταξης των Κούρδων στον αραβικό εθνικισμό. Η ελπίδα του για την αποφυγή της σύγκρουσης μεταξύ των δύο εθνικών προταγμάτων βρισκόταν στην κοινωνική, σοσιαλιστική πλευρά του κινήματος Μπάαθ, που θα υπερέβαινε την εθνική διαφορά. Όμως το Μπάαθ δεν κατάφερε να αναδείξει με ουσιαστικό τρόπο αυτήν την πλευρά. Βασίστηκε, και στη Συρία και στο Ιράκ, στα μεσαία στρώματα της υπαίθρου, και μάλιστα στα μεσαία αγροτικά στρώματα μειονοτικών ομάδων: των Αλαουιτών στη Συρία και των Σουνιτών στο Ιράκ. Η ένταξη μεγάλου μέρους των Κούρδων εργατών στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Ιράκ δεν διευκόλυνε τη σύγκλιση. Αντιθέτως, η σύγκρουση των Κούρδων με το Μπάαθ κορυφώθηκε στις εκστρατείες του Ανφάλ (1987-88) και τη γενοκτονία των Κούρδων του Ιράκ με χημικά όπλα από το μπααθικό καθεστώς. Η αύξηση της επιρροής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή μετά τη συμφωνία Αιγύπτου-Ισραήλ και η εφεκτική τους στάση απέναντι στον «φερέγγυο» Σαντάμ Χουσεΐν, η υποστήριξή του από τη Σαουδική Αραβία και η αδυναμία του Ιράν να βοηθήσει τους Κούρδους οδήγησαν στη σφαγή της Χαλάμπτζα.

Παρά τη μακρά ιστορία του, ήδη από το 1943, το οργανωμένο κουρδικό κίνημα στο Ιράκ δεν κατάφερε (παρά την ώσμωσή του με αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα) να απομακρυνθεί από την επιρροή προνεωτερικών δομών εξουσίας και ιεραρχίας των φυλάρχων και των προκρίτων. Μην μπορώντας να ενταχθεί τελικά στο πολιτικό πρόγραμμα ενός ιρακινού αραβικού εθνικισμού, η σχέση Κούρδων και μπααθικού καθεστώτος εξελίχθηκε σε μια άνιση σύγκρουση για την τοπική εξουσία και κυρίως για πόρους, την αγροτική γη και τα κοιτάσματα πετρελαίου στο Κιρκούκ.

Στην περίπτωση των Κούρδων της Συρίας έχουμε μια μάλλον καθυστερημένη ανάπτυξη του κινήματος πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το κουρδικό κίνημα στη Συρία αναπτύσσεται στη δεκαετία του 1980 περισσότερο ως απότοκο της ανάπτυξης του κουρδικού κινήματος στην Τουρκία και του ΡΚΚ. Ουσιαστικά το ΡΚΚ θα κυριαρχήσει στο κουρδικό κίνημα της Συρίας και θα περιθωριοποιήσει άλλες μικρότερες οργανώσεις που προέρχονται από το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα (KDP), το οποίο είχε δημιουργηθεί ακολουθώντας το μοντέλο του αντίστοιχου κόμματος του Μπαρζανί στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Οι Κούρδοι της Συρίας έχουν παλαιούς στενούς κοινωνικούς και οικονομικούς δεσμούς με αυτούς της Τουρκίας, που δεν διαρρήχθηκαν παρά τις δυσκολίες από τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτοί οι δεσμοί βοήθησαν στο να γίνει το συριακό κουρδικό κίνημα ιδεολογικός, πολιτικός και επιχειρησιακός δορυφόρος του ΡΚΚ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χειραφέτηση των Κούρδων από το ασαντικό καθεστώς συνέβη μετά την εκδίωξη του Οτσαλάν από τη Συρία, και ιδιαίτερα με την εξέγερση στα μέσα της δεκαετίας του 2000.

 

Στρατηγικά διλήμματα των Κούρδων (και) στη Συρία

Σήμερα το κουρδικό κίνημα και στις τρεις χώρες βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι. Το πολιτικό πρόγραμμα του αραβικού εθνικισμού έχει καταρρεύσει και ανοίγεται μια συζήτηση για τη νέα μορφή κράτους σε χώρες όπως η Συρία και το Ιράκ. Το αυτόνομο Ιρακινό Κουρδιστάν θέτει για άλλη μια φορά το ιστορικό παράδειγμα μετάβασης σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα αποκεντρωμένης διακυβέρνησης. Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε αυτό το μοντέλο ενισχύει τα επιχειρήματα αυτών που υποστηρίζουν ότι η ομοσπονδία ως κρατική μορφή στη Μέση Ανατολή είναι μια επιζήμια αυταπάτη. Η σχέση του Ιρακινού Κουρδιστάν με την κυβέρνηση της Βαγδάτης είναι –όχι πάντα με ευθύνη των Κούρδων– μια μακρά διαδικασία απόσχισης, παρά προσπάθεια ένταξης σε μια νέου τύπου εθνική ενότητα που θα βασίζεται στην έννοια του Ιρακινού πολίτη και όχι σε συγκεκριμένη εθνοθρησκευτική ταυτότητα. Όσο το Ιρακινό Κουρδιστάν ενισχύει την εντύπωση της πορείας απόσχισης τόσο δυσκολεύει τους Κούρδους της Τουρκίας και κυρίως της Συρίας να πείσουν τους περιφερειακούς παίκτες, ιδίως το Ιράν, τις μεγάλες δυνάμεις και τη διεθνή κοινή γνώμη ότι δεν επιθυμούν διαμελισμό της Συρίας και της Τουρκίας και τελικά την κρατική κονιορτοποίηση της Μέσης Ανατολής.

Οι Κούρδοι της Συρίας βρίσκονται σε στρατηγικό δίλημμα. Δεν μπορούν να συμμαχήσουν με την αντιπολίτευση εναντίον του Άσαντ για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί δεν υπάρχει άξια λόγου ένοπλη αντιπολίτευση που να μην ανήκει στο πολιτικό Ισλάμ (από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους ως τους τζιχαντιστές), και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος της ισλαμιστικής αντιπολίτευσης έχει στενούς δεσμούς με την ερντογανική Τουρκία. Δεύτερον, αντιλαμβάνονται ότι οι φιλοασαντικές δυνάμεις έχουν στρατιωτική υπεροχή και, με δεδομένη τη ρωσική και ιρανική βοήθεια, μια αναμέτρηση με αυτές θα ήταν αυτοκτονική. Ούτε όμως μπορούν να συμμαχήσουν με τον Άσαντ, κάτι που θα ήταν επιχειρησιακά ευχερέστερο, για να μην απομακρύνουν τους Αμερικανούς, οι οποίοι δεν επιθυμούν την εδραίωση του Άσαντ γιατί τον θεωρούν μαριονέτα των (κύριων αντιπάλων τους) Ιρανών πρωτίστως και Ρώσων δευτερευόντως.

Η στενή σχέση του συριακού κουρδικού κινήματος (PYD/YPG) με το ΡΚΚ δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη στρατηγική συμμαχιών των Κούρδων της Συρίας. Μπορεί η Ουάσιγκτον να ευνοεί την ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης των YPG, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι επιθυμεί αυτή η βοήθεια να ευνοήσει και το ΡΚΚ. Με άλλα λόγια, οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους στην περιοχή (Ισραήλ και Σαουδική Αραβία) αποδέχονται, αν όχι επιθυμούν, τη δημιουργία ενός οιονεί κουρδικού κράτους στη Συρία στο πρότυπο του Ιρακινού Κουρδιστάν – αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούν ένα διαμελισμό της Τουρκίας. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε τεράστια αστάθεια που θα ξεπερνούσε την Μεσοποταμία και θα έπαιρνε πολύ μεγαλύτερες, ίσως και παγκόσμιες διαστάσεις.

Ο «απογαλακτισμός» του κουρδικού κινήματος στη Συρία από το ΡΚΚ είναι βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση των σημερινών συμμαχιών του στη Δύση. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ιδεολογική και πολιτική «πατροκτονία», χωρίς βέβαια θετικά αποτελέσματα. Κανείς δεν μπορεί να διαβεβαιώσει τους Κούρδους ότι η διακυβέρνηση Τραμπ, «απελευθερωμένη» από την ανθρωπιστική/φιλελεύθερη ρητορική των προηγούμενων, δεν θα προχωρήσει σε μια κυνική συνεννόηση με την Τουρκία εναντίον τους και εναντίον των Κούρδων στην Τουρκία. Τελικά, όπως έχει δείξει η ιστορία, ο μόνος πιστός σύμμαχος των Κούρδων είναι τα βουνά τους.

* Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr

e-dromos.gr