Από τον Γιάννη Δημογιάννη
«…Έτσι πήγε κάποτε ο πρώτος ταμπάκος, στάθηκε στο παζάρι και πούλησε το κυνήγι του – ύστερα πήγανε κι άλλοι. Οι σάλπιγγες των νέων καιρών γκρέμιζαν από θεμέλια τα τείχη της ταμπάκικης Ιεριχώς μέσα σε πανδαιμόνιο απ’ ουρλιαχτά μηχανών. Κόντευε η άνοιξη και πάνω απ’ τη λίμνη κοπάδια αγριόχηνες τραβούσανε πια για ψηλότερα. Σαν τρομαγμένα κι αυτά…»
Οι τελευταίες λέξεις ενός πολυαγαπημένου διηγήματος ∙ η σκηνή που ρίχνει την αυλαία, σε μία τραγική ιστορία, που αν και γράφτηκε, γύρω στα 1960, εξακολουθεί να ηχεί στ’ αυτιά μας επίκαιρη όσο ποτέ ∙ σάρκα από τη σάρκα μας, ιδρώτας και από το δικό μας μέτωπο. Μπορεί, βέβαια, τότε που γράφτηκε «Το τέλος της μικρής μας πόλης», ο Δημήτρης Χατζής να είχε κατά νου, τα Γιάννενα. Στην εποχή μας, όμως, ο μύθος του θα μπορούσε κάλλιστα να μιλά για αμέτρητες άλλες επαρχιακές πόλεις, που έχουν χάσει προ πολλού την ταυτότητα και το ανθρώπινο πρόσωπό τους.
Βυθομετρώντας ξανά στις γλυκόπικρες εικόνες της ιστορίας, βλέπω πως το μήνυμα του στρατευμένου λογοτέχνη προβάλλει εξίσου προφητικό: ο άνθρωπος «αλέθεται» ξανά και ξανά. Τότε στο χωνευτήρι της βιομηχανικής κοσμογονίας, τώρα στο χωνευτήρι της παγκοσμιοποίησης και των μνημονίων. Με μία διαφορά. Μπορεί ο λόγος του Δ. Χατζή να οριοθετείται από τις συντεταγμένες της Αριστερής διανόησης, αλλά δεν περιχαρακώνεται σ’ αυτές, γιατί, εκτός από το πανδαιμόνιο μίας εποχής, διακρίνει κι έναν επιπλέον ανίκητο εχθρό, έναν ανυπέρβλητο δυνάστη: «Περνάν ωστόσο τα χρόνια, οι άνθρωποι γερνάνε, ρεύουνε χρόνο με το χρόνο τα τείχια του κάστρου, αλλάζουνε όλα και μήτε προφταίνεις να το νιώσεις.»
Ο Σιούλας ο ταμπάκος – για να επιστρέψουμε στο σώμα του μύθου και τον πρωταγωνιστή – δούλευε σε μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες, πάππου προς πάππου. Έβγαζε το πενιχρό του μεροκάματο, τεζάροντας δέρματα και φτιάχνοντας χειροποίητα παπούτσια. Μαζί με τους υπόλοιπους του σιναφιού του – «ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος» – μεγάλωσε στην ίδια φτωχογειτονιά. Εκεί έπαιξε, εκεί έμαθε την τέχνη του, εκεί ερωτεύτηκε, εκεί και παντρεύτηκε κόρη ταμπάκου… Στην ίδια – σχεδόν ανέγγιχτη από το χρόνο και τη φορά του – γραφική γειτονιά των Ταμπάκικων, δίπλα δηλαδή στις όχθες της «γαλαζοπράσινης και βαθιάς λίμνης», και κοντά στο μεσαιωνικό της κάστρο. Στο ίδιο απαράλλαχτο, υγρό σκηνικό, που συχνά κατέφευγε μεταγενέστερα και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, όταν αναζητούσε εκείνο το ομιχλώδες σκηνικό, που ν’ αναδεικνύει ανάγλυφα την καταχνιά των ψυχικών και των ανθρώπινων τοπίων.
Και η ανέμη λέει:
Άνδρας ακατάδεκτος και λιγομίλητος, ο Σιούλας μπορεί μεν να μην νταραβεριζόταν με τους υπόλοιπους κατοίκους, μπορεί να μην ήταν τρυφερός ή διαχυτικός με τη γυναίκα του, αλλά – όπως καταγράφει και ο Δ. Χατζής – μαζί της είχε αραδιάσει μία τρακάδα (ντουζίνα) παιδιά, και κάθε μεσημέρι χαιρόταν που το τραπέζι αντηχούσε από χαχανητά και πειράγματα. Πολυτέλειες δεν είχαν γνωρίσει στη φαμίλια, αλλά τουλάχιστον ζούσαν με αξιοπρέπεια.
Πολλοί ίσως να έλεγαν τον Σιούλα, εγωιστή και ψηλομύτη, ο ίδιος όμως ήξερε πως δεν θα παζάρευε ποτέ και για τίποτε την περηφάνια και τη ντομπροσύνη του. Ποτέ δεν υποτάχτηκε. Ποτέ δε συμβιβάστηκε. Ποτέ δεν καταδέχτηκε να ζητήσει χάρες από πολιτικάντηδες. Και κυρίως, ποτέ δε χρειάστηκε να ζητήσει δανεικά από κανέναν επιτήδειο καιροσκόπο. Ένας καθημερινός βιοπαλαιστής που παρέμεινε αταλάντευτα προσηλωμένος στην κληρονομιά των προγόνων του: «Αυτάρκεια. Ηθική. Κοινωνική. Πολιτική. Και επαγγελματική», όπως μαρτυρεί ο Δημήτρης Χατζής.
Η ιστορία φαντάζει απλή, αλλά η οδύνη αξεπέραστη.
Ο Σιούλας αγωνίστηκε για τα όνειρά του, όπως και αναρίθμητοι σύγχρονοι συμπολίτες, οι οποίοι, χωρίς καν να έχουν υποψιαστεί τι παίζεται στο παρασκήνιο, έγιναν εν μία νυκτί, κομπάρσοι σ’ ένα σύγχρονο δράμα. Μέχρι που οι εποχές άλλαξαν, τα σύννεφα πύκνωσαν και η καταχνιά, μακάβριο σάβανο, σκέπασε την φτωχική γειτονιά των ταμπάκηδων. Η περιγραφή του συγγραφέα ακούγεται ανατριχιαστικά οικεία σε πολλούς από εμάς:
«Κι ήρθε τότε μια βδομάδα ολόκληρη που τ’ αργαστήρι του Σιούλα σταμάτησε. Ούτε στ’ άλλα γινόταν τίποτε – ψευτοδούλευαν. Η γυναίκα του τα ’φερε βόλτα μοναχή της, ξετίναξε το σπίτι, πήρε κι από τις άλλες γυναίκες… Αυτουνού (του Σιούλα) δεν του ’πε τίποτα, δεν τον ρώτησε τίποτα μήτε τον κοίταξε στα μάτια, όλη τη βδομάδα. Παραπάνω δεν το μπόρεσε. Σταύρωσε τα χέρια κ’ έκατσε κ’ έκλαψε καρτερώντας το μεσημέρι που θα ’ρχόνταν όλοι και δεν θα ’χε να τους δώσει μήτε φαί μήτε ψωμί…»
Ένας αυτός, όπως και τόσοι άλλοι. Όλοι τους φουκαράδες – όπως θα παραδεχόταν και ο ταμπάκος – σαν και εκείνον τον πολύτεκνο που, κάποιο βράδυ, μάθαμε από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες ότι μία ζωή μάτωσε για να αναθρέψει τη φαμίλια του, αλλά τώρα στοιβάζεται στην ουρά, περιμένοντας να ’ρθει η σειρά του, στο συσσίτιο της γειτονιάς. Ή σαν και ’κείνη την κοκαλιάρα καθαρίστρια που, κάποιο άλλο βράδυ μάθαμε τα ναυαγισμένα όνειρα και της δικιάς της φτώχειας. Ή σαν και εκείνο τον χαμογελαστό γέροντα, που κάποτε έπαψε να είναι βάρος για τη φαμίλια του… Όνειρα σαν τα όνειρα κάποιου ανώνυμου μεροκαματιάρη, που πάγωσαν σε μία μόλις μέρα, επειδή κάποιοι αποφάσισαν, ερήμην του, να μοιράσουν σημαδεμένα χαρτιά, προορισμένα για λίγους και δυνατούς. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.
Έκτοτε, το επάγγελμα έγινε ρουτίνα και άγχος δυσβάσταχτο της επιβίωσης. Η οικογένεια και οι γειτονιές γέμισαν από πρόσωπα αφυδατωμένα. Τα σχολεία έπαψαν να απαντούν σε βασανιστικά ερωτηματικά. Η πολιτική και η ενημέρωση έγιναν κραυγές άναρθρες. Η κοινωνία έχασε τη συλλογική της μνήμη, αλλά πάνω απ’ όλα… η ζωή έχασε την αθωότητά της!