Ήταν 16 Ιανουαρίου του 1998. Ήταν η δέκατη μέρα που ο ηθοποιός, που το όνομα του έγινε συνώνυμο με το φως, νοσηλεύεται με γαστρορραγία και διαβητικό σοκ. Το άστρο του σβήνει… Δίπλα στον Δημήτρη Χόρν που αγαπήθηκε όσο λίγοι ηθοποιοί του ελληνικού κινηματογράφου βρίσκονται δύο – τρεις φίλοι οι οποίοι και ενημερώνουν αμέσως τον αδελφό του.
Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου του 1921 στην Αθήνα κι έφυγε σαν σήμερα το 1998.
Ένα βιογραφικό του σε α’ πρόσωπο
Στην Ελλάδα οι “νεοφιλελεύθεροι” χρηματοδοτούνται από το κράτος. Εμείς… από εσάς! Στήριξε την ανεξαρτησία του tvxs.gr, κάνοντας κλικ εδώ.
«Γεννήθηκα το 1921, στις 9 Μαρτίου, στην Αθήνα, Ο πατέρας μου λεγόταν Παντελής και η μητέρα μου Ευτέρπη. Έχω έναν αδελφό, τον Γιάννη, δέκα χρόνια μεγαλύτερό μου. Εγώ ήρθα στη ζωή μετά το θάνατο του μοναδικού κοριτσιού που είχαν οι γονείς μου, της Νανάς. Ο Γιάννης και η Νανά είχαν διαφορά ενός έτους. Όταν πέθανε η Νανά, σε ηλικία επτά ετών, ο πατέρας και η μητέρα θέλησαν να την αντικαταστήσουν. Περίμεναν, λοιπόν, ότι το παιδί που θα ‘ρθει θα είναι κορίτσι. Δυστυχώς, δεν ήταν. Ήμουν εγώ!
Πολλοί με ρωτούν αν το Χορν είναι το πραγματικό μου όνομα ή αν είναι ψευδώνυμο. Ομολογώ ότι αυτή η ερώτηση μ’ έχει πολύ ταλαιπωρήσει. Είναι, όμως φυσικό να γεννιέται αυτή απορία στους ανθρώπους, αφού το όνομα Χορν δε μοιάζει καθόλου ελληνικό, Ναι, η καταγωγή μου από τη μεριά του πατέρα μου δεν είναι ελληνική. Ο παππούς μου ήταν Αυστριακός. Οι Χορν δεν είμαστε από τους Βαυαρούς που ήρθαν με τον Όθωνα. Ο πατέρας του πατέρα μου ήρθε πολύ αργότερα στην Ελλάδα. Ερωτεύτηκε τη γιαγιά μου, βέρα Ελληνοπούλα, και την παντρεύτηκε. Τα πρώτα χρόνια μετά το γάμο τους έζησαν στην Τεργέστη, Εκεί γεννήθηκαν και οι πατέρας μου και ο αδελφός του».
Ο Δημήτρης Χορν γεννήθηκε σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας. Γιος του γνωστού θεατρικού συγγραφέα Παντελή Χορν και της Ευτέρπης Αποστολίδη, ο εθνικός μας πρωταγωνιστής μεγάλωσε σε ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον με νονά του την Κυβέλη αλλά και δίπλα στην Μαρίκα Κοτοπούλη που ήταν στενή φίλη των γονιών του.
Παρά την αριστοκρατική του καταγωγή, έζησε φτωχικά παιδικά χρόνια. «Θυμάμαι ότι υπήρχε μια εποχή που τρυπούσαν τα παπούτσια μου και έβαζα χαρτόνια από τσιγάρα για να τα κλείσω. Πιστέψτε με, δε με έβλαψε σε τίποτα αυτό, είχε εξομολογηθεί σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε.
Αστέρι – αστεράκι από κούνιας
Ο Δημήτρης Χορν, πρωτοεμφανίστηκε στην σκηνή, μωρό, στην αγκαλιά της νονάς του, Κυβέλης, στο έργο «Γειτόνισσες» σε σκηνοθεσία του πατέρα του.
Δεύτερη εμφάνιση για τον μικρό «Τάκη» θα γίνει σε ηλικία 4 ετών και πάλι με τη νονά του, στο έργο «Νόρα» του Ίψεν, όπου έπαιζε ένα από τα παιδιά της ηρωίδας.
Η τρίτη του εμφάνιση θα έρθει δέκα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 14 ετών, στον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, στο θερινό θέατρο Παρκ, στην παράσταση «Μαμά Κολιμπρί» του Μπατάιγ.
«Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών (…), στο θερινό θέατρο Παρκ, της οδού Χέυδεν, όπου ήταν εγκατεστημένος ο θίασος της μεγάλης Μαρίκας, ανέβασαν τη “Μαμά Κολιμπρί” του Μπατάιγ. Το έργο ήθελε κι ένα νέο της τότε ηλικίας μου και πήγα. Αυτή μάλιστα η εμφάνισή μου ενίσχυσε αφάνταστα τη διάθεση που είχα ήδη αρχίσει να έχω αναφορικά με το θέατρο. Και θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η πρώτη μου επικοινωνία από τη σκηνή με το κοινό», είχε πει ενθυμούμενος τα πρώτα του βήματα στο θεατρικό σανίδι.
Ο ηθοποιός που φώτισε τη θεατρική οδό των ονείρων
Και κάπως έτσι, το «αστεράκι» ετοιμάστηκε να γίνει «αστέρι», όταν το 1937 εισήχθη στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με το ποίημα του Βάρναλη, «Οι μοιραίοι».
Ο ίδιος είχε περιγράψει σε μία συνέντευξη του στην Ι. Παπαντωνίου εκείνη την μέρα: «Βγήκα στο θέατρο, γιατί μια μέρα τρώγαμε στο σπίτι μου κι ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ τον μεσημεριανό του ύπνο. Μου λέει: “Αχ, αύριο το μεσημέρι δε θα κοιμηθώ. Πρέπει να πάω στη Δραματική Σχολή”. Ήταν Πρόεδρος της Επιτροπής Εισαγωγικών Εξετάσεων. “Μ’ έχουν βάλει Πρόεδρο στην Επιτροπή την Εξεταστική… Γι’ αυτούς που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί”».
Αφού τον ρώτησε που είναι αυτό, ο Χορν πήγε να υποβάλει αίτηση. «Μια και δυο πηγαίνω εγώ, ήταν ο Συναδινός Διευθυντής στη σχολή, να υποβάλω μια αίτηση για να δώσω εισαγωγικές. Και μου λέει, έχει λήξει η προθεσμία, αλλά επειδή είσαι γιος του Παντελή θα κάνουμε μια εξαίρεση. Το είπα λοιπόν του πατέρα μου και μου λέει: “Σ’ ευχαριστώ παιδί μου. Δε θα χάσω το μεσημεριανό μου ύπνο, διότι δε θα πάω. Δεν μπορώ να είμαι Πρόεδρος της Επιτροπής και να δίνεις εσύ εξετάσεις”».
Για τη διαδικασία των εξετάσεων ο ίδιος ο Χορν είχε διηγηθεί πως δεν πρόλαβε να πει τέσσερις πέντε στίχους και τον διέκοψαν λέγοντάς του «καλά, καλά, αρκεί». Έτσι έφυγε απογοητευμένος, έχοντας τη γνώμη πως δεν πέρασε. Την επόμενη μέρα όμως είδε στην οδό Σταδίου τον Βεάκη με τη γυναίκα του και ο Βεάκης του είπε: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μας δρόσισες μέσα σ’ αυτή την ανομβρία». Έτσι έμαθε ότι πέρασε.
Στη διάρκεια της λαμπρής του καριέρας ο Δημήτρης Χορν είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα που πέρασαν από την ελληνική θεατρική σκηνή και να παίξει σε μερικά από τα σπουδαιότερα έργα που γράφτηκαν ποτέ.
Και το ευτυχές 1962, ένα επίσης ευτυχές συναπάντημα, αυτό του Μάνου Χατζηδάκι με τον Δημήτρη Χόρν, δίδαξε το αθηναϊκό θεατρόφιλο κοινό γιατί «ηθοποιός… σημαίνει φως».
Η «Οδός Ονείρων» συστήθηκε στο αθηναϊκό κοινό σαν μία ιδιόρρυθμη μουσική παράσταση που είχε σχεδόν τα πάντα: εκλεκτούς πρωταγωνιστές, θεατρικά δρώμενα, χορευτικά μέρη, στίχους, τραγούδια, μουσική δια χειρός Χατζιδάκι, κινηματογραφικά στιγμιότυπα από ένα μικρού μήκους σατιρικό φιλμάκι με πρωταγωνιστή το συνθέτη και τη Ρένα Βλαχοπούλου. Αλλά κι ερμηνείες ψυχής, υπεροχη μουσική και ένα concept που παραπέμπει στις ευαισθησίες του νου και της ψυχής, στις κρυφές ελπίδες, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τη χαμένη αθωότητα. Όλα αυτά μέσα από τους κατοικους μιας Αθηναικής γειτονιάς που διηγούνται τις ιστορίες και κάνουν τις ευχές τους πραγματικότητα μέσα από το φακό ενός περιπλανώμενου φωτογράφου. Του Δημήτρη Χορν.
«Όταν ήμουν μικρός κι έβλεπα επιθεωρήσεις, διασκέδαζα πάρα πολύ κι ονειρευόμουν να κάνω κι εγώ κάτι ανάλογο κάποτε. Ο Μάνος Χατζιδάκις, που τον θαυμάζω και ως μεγάλο ταλέντο και ως σπουδαίο μυαλό, μου ‘δωσε αυτήν την ευκαιρία. Και διασκέδασα πραγματικά πάρα πολύ. Η “Οδός Ονείρων” είχε το στοιχείο της αναζητήσεως. Και ήταν αυτό πολύ σημαντικό. Αν γραφτεί ποτέ η ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, ο ιστορικός πρέπει να σταθεί στην “Οδό Ονείρων”», είχε πει ο ίδιος ο Χορν.
Το κοινό κινηματογραφικό ντεμπούτο με τον Φίνο
Η σχέση του Δημήτρη Χορν με τον κινηματογράφο ξεκινάει το 1943 στην ταινία «Η φωνή της καρδιάς» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου. Πρόκειται για την πρώτη ταινία που γυρίστηκε μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, καθώς και η πρώτη παραγωγή της «Φίνος Φιλμ».
Η ταινία προβαλλόταν επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε τρεις κινηματογράφους στο κέντρο της Αθήνας. Συνολικά έκοψε 102.237 εισιτήρια. Μάλιστα, η κοσμοσυρροή έξω από τους κινηματογράφους Ρεξ και Έσπερος, ενόχλησε ιδιαίτερα τους Γερμανούς κατακτητές.
Δεν ήταν όμως οι μόνοι που ενοχλήθηκαν. Σε μία σκηνή της ταινίας ο Δημήτρης Χορν έπρεπε να φιλήσει τη συμπρωταγωνίστρια του Καίτη Πάνου. Το φλογερό φιλί του ανερχόμενου ζεν πρεμιέ μπορεί να ήταν άριστο υποκριτικά, αλλά δεν άρεσε καθόλου στον σκηνοθέτη που ήταν ερωτευμένος με την Καίτη Πάνου, κι ο οποίος επιτέθηκε στον Χορν με αποτέλεσμα να τους χωρίσουν λίγο πριν πιαστούν στα χέρια.
Αλίμονο αν δεν αγάπαγε ο κινηματογράφος
Αυτή ήταν μόνο η αρχή. Το 1953 ο Χορν ζητάει από τον Μιχάλη Κακογιάννη να γράψει το σενάριο για μία ταινία στην οποία θα πρωταγωνιστεί ο ίδιος μαζί με τον Γιώργο Παππά και την Έλλη Λαμπέτη, με στόχο να διαφημίσει τον θίασο που είχαν δημιουργήσει. Έτσι στις 11 Ιανουαρίου του 1954 κάνει πρεμιέρα η πρώτη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη με τίτλο «Κυριακάτικο ξύπνημα». Αξίζει να αναφερθεί, ότι τα εσωτερικά γυρίσματα γίνανε σε στούντιο της Αιγύπτου.
Ακολουθούν οι ταινίες «Κάλπικη λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, το 1955 – η πρώτη μεγάλη ελληνική ταινία με διεθνή επιτυχία και πολλές διακρίσεις – και «Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, το 1956.
Το 1958 ο Δημήτρης Χορν, υποδύεται τον Κλέωνα, ένα φτωχό και δειλό υπάλληλο τραπέζης που ερωτεύεται την ερωμένη του αφεντικού, χωρίς ανταπόκριση. Ένα λογιστικό λάθος, όμως, φέρνει στα χέρια του 1.101.101,10 δραχμές κι έτσι καταφέρνει να κερδίσει την καρδιά της αγαπημένης του. Μιλάμε για την ρομαντική κωμωδία «Μια ζωή την έχουμε» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, ντυμένη με την υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.
Η κινηματογραφική επιτυχία του Χορν συνεχίζεται με την ταινία «Μια του κλέφτη» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου το 1960 και, φυσικά, το 1961 με την ταινία «Αλίμονο στους νέους» σε σενάριο των Α. Σακελλάριου και Χρ. Γιαννακόπουλου. Η υπόθεση είναι μια παραλλαγή του μύθου του Φάουστ και ο Δημήτρης Χορν κερδίζει το βραβείο α’ αντρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης την ίδια χρονιά.
Η Έλλη Λαμπέτη δεν ήταν η γυναίκα της ζωής του
Ο Δημήτρης Χορν υπήρξε ένας από τους πιο ερωτεύσιμους αλλά και ερωτευμένους άντρες της εποχής. Από το κρεβάτι του πέρασαν πολλές γυναίκες λίγες όμως, άφησαν χαραγμένο σημάδι στην καρδιά του.
«Aπό τα έξι χρόνια μου και μετά δεν μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου να μην είναι ερωτευμένος, δηλαδή συγκινημένος με κάποιο πρόσωπο. Θα ‘λεγα πως ήμουν ερωτευμένος με τον έρωτα… Eνώ δηλαδή ήμουν ένα πολύ κεφάτο παιδί, ξαφνικά, μελαγχολούσα φοβερά κι έγραφα θλιμμένα ποιήματα. Mε μελαγχολούσαν αυτοί οι έρωτες… Ή η ζωή», είχε δηλώσει για τη σχέση του με τον έρωτα.
Το φλογερό ειδύλλιο με την Έλλη Λαμπέτη, ήταν αυτό που έμεινε στην ιστορία του Τύπου της εποχής αλλά από ότι ο ίδιος είχε πει όχι αυτό που χάραξε την προσωπική του ζωή.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν στη δραματική σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη. Φιλιόντουσαν για τις ανάγκες του έργου «Κάλπικη λίρα» που συμπρωταγωνιστούσαν και κάπως έτσι γεννήθηκε μια σχέση που κράτησε επτά ολόκληρα χρόνια. Ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης είχε πει κάποτε, πως όταν οι δύο ηθοποιοί είχαν γύρισμα, προσπαθούσε να τους κρατήσει χωριστά τις νύχτες ώστε να μην είναι εξαντλημένοι την επόμενη μέρα στη δουλειά.
Μετά το 1959 που χώρισαν ο ένας δεν αναφέρθηκε σχεδόν ποτέ ξανά στον άλλον. Το μόνο που είχε πει ο Χορν ήταν το εξής: «Ήταν μια καλή ηθοποιός, ήταν χαρά να παίζεις μαζί της. Είχε την ικανότητα να κάνει τα ασήμαντα σημαντικά. Και αφόρητη ζηλιάρα. Δεν τολμούσα ούτε βλέμμα να ρίξω σε άλλη γυναίκα. Γινόταν χαλασμός. Ζήλευα κι εγώ ελεεινά. Ήμασταν μαζί επτά χρόνια. Όταν με άφησε, ήμουν ως ταύρος εν υαλοπωλείω. Πληγώθηκε ο εγωισμός μου. Δεν μπορώ να πω πως δεν την αγάπησα. Και τη θαύμαζα πολύ σαν ηθοποιό. Αλλά δεν ήταν η γυναίκα της ζωής μου».
Παντρεύτηκε δύο φορές. Την Ρίτα Φιλίππου και την Άννα Γουλανδρή (χήρα Παπάγου). Η δεύτερη γυναίκα του, ήταν και αυτή που τον σημάδεψε.
Μια ζωή την είχε και την γλέντησε
Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Δημήτρης Χορν ήταν ένας καλλιτέχνης αλλά πάνω από όλα ένας άνθρωπος με γοητεία, λάμψη και ταλέντο;
Ο Χορν μετέδιδε τη χαρά της ζωής, συνδυασμένη με ποιότητα, υψηλό γούστο και καλαισθησία. Ήταν κάπου ανάμεσα στον Φάουστ, έτσι όπως τον υποδύθηκε στο «Αλίμονο στους νέους», στον Κλέωνα τού «Μια ζωή την έχουμε», στον Παύλο της «Κάλπικης Λίρας» που ήθελε να ζωγραφίσει το «σ’ αγαπώ»… της Έλλης Λαμπέτη.
Πέρα από καλός και ταλαντούχος ηθοποιός, πέρα από χαρισματικός και πληθωρικός άνθρωπος, με έντονο χιούμορ και πηγαία διάθεση αυτοσαρκασμού, χαριτωμένος και γοητευτικός συγχρόνως, ή μήπως για όλα αυτά μαζί, ο Δημήτρης Χορν άφησε πίσω του έναν μύθο.
Έναν μύθο που όσα χρόνια και να περάσουν από το θάνατο του θα τον ακολουθεί σημαδεύοντας καλλιτεχνικά τις γενιές που πέρασαν και αλλά και τις γενιές που έρχονται…