Συνέντευξη στον Μάκη Γεφυρόπουλο
Αν ο φασισμός είναι φαινόμενο της καθημερινότητας, τότε και ο σκοταδισμός είναι από καιρό ξανά ένα θλιβερό γεγονός της πραγματικότητάς μας. Μέσα στον ερεβώδη κόσμο που αργοπεθαίνει χτυπημένος από τα αδηφάγα μαχαίρια των οικονομικών επιταγών του καπιταλιστικού συστήματος, η ανθρωπότητα κινδυνεύει να πέσει και πάλι θύμα των απατηλών υποσχέσεων της ακροδεξιάς αβελτηρίας, με όλους τους γνωστούς κινδύνους που συνεπάγεται η εν λόγω ιδεολογικοπολιτική μεταστροφή, διαστροφή των εθνών.
Η παγίωση της ακροδεξιάς ατζέντας, του συντηρητικού μετώπου και της εθνικιστικής παράκρουσης σε αρκετές χώρες, ανά την επίγεια επικράτεια, φανερώνει το τέλμα στο οποίο έχουμε φτάσει, εξωτερικεύοντας έτσι φύρδην μίγδην τους μύχιους φόβους και τα αντιδραστικά ανακλαστικά που εμφιλοχωρούν στα απογοητευμένα σωθικά μας.
Η παραδοσιακά συντηρητική ελληνική κοινωνία δεν θα μπορούσε να δραπετεύσει από τις ρητορικές της μισαλλοδοξίας, τον φονταμενταλισμό κάθε είδους και τα ακραία δολοφονικά ένστικτα των νεοναζιστικών μορφωμάτων που καπηλεύονται χωρίς καμία απολύτως αιδώ, τη συναίνεσή της, ακολουθώντας πιστά την ιμπεριαλιστική, φιλοπόλεμη πορεία της ΕΕ και των ΗΠΑ.
Η συζήτηση με τον κ. Δημήτριο Καλτσώνη, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συγγραφέα αξιόλογων βιβλίων κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου, μεταξύ άλλων, κινείται ανάμεσα στον εύλογο για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, προβληματισμό για τα τεκταινόμενα που ταλανίζουν την εποχή μας και στην έμφυτη, λατινοαμερικάνικη θα λέγαμε, αισιοδοξία και πίστη του στα εγγενή ένστικτα των λαών, ένστικτα που στην κρίσιμη ώρα θα τους οδηγήσουν στις αρχές της πανανθρώπινης αλληλεγγύης, του πολιτισμού και της ειρήνης.
Κοινός παρονομαστής όλων ο αδιάκοπος αγώνας. Χωρίς ενάργεια και δράση δεν είναι δυνατή η οποιαδήποτε αλλαγή. Χωρίς επανάσταση, οι λαοί δεν θα κατορθώσουν ποτέ να διαρρήξουν τα δεσμά των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ. Αν ο αγώνας δεν γίνει έξη για τους λαούς, τότε ο κτηνώδης φασισμός θα επικρατήσει. Τόσο απλά.
Εξάλλου στον κόσμο των αστείρευτων σχέσεων ανταγωνισμού, και του αριβιστικού κοινωνικού αυτοματισμού, τίποτα δεν χαρίζεται. Φυσικά ούτε η ελευθερία.
Η ζωή άλλωστε είναι ένας αγώνας που κερδίζεται καθημερινά, με κόπο και θυσίες. Για αυτό και είναι τόσο πολύτιμη για να τη θυσιάζουμε στις θηριώδεις ορέξεις της πανούργας φαιάς πανούκλας.
Η ιστορία της αποικιοκρατίας είναι μία ιστορία φρίκης και τρόμου. Ένα απέραντο νεκροταφείο λαών και λαών, ονείρων που πνίγηκαν στο αίμα, στο όνομα της οικονομικής και στρατιωτικής επεκτατικής πολιτικής των ισχυρών εκείνων κρατών που αντιπροσωπεύουν διαχρονικά τον γνήσιο «εκπολιτιστικό» βαρβαρισμό. Μπορείτε να μας αφηγηθείτε τα κομβικά σημεία του αποικιοκρατικού φαινομένου στην πορεία του χρόνου;
Θα μπορούσαμε να την διακρίνουμε σε δύο περιόδους, η πρώτη μέχρι τη δεκαετία 1950-70, το διάστημα αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου εκεί η αποικιοκρατία με τη μορφή που τη ξέραμε μέχρι τότε, δηλαδή της άμεσης στρατιωτικής κατοχής τεράστιων περιοχών του Τρίτου Κόσμου –Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής- από τις μεγάλες βιομηχανικές και ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις, έχει ουσιαστικά καταρρεύσει.
Το γεγονός ότι κλείνει τότε ο πρώτος κύκλος της παλαιάς αποικιοκρατίας με τα μεγάλα επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα της περιόδου εκείνης, δεν είναι καθόλου τυχαίο και έχει να κάνει με την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αλλαγή, η οποία σηματοδοτήθηκε από τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη του 1945. Τι σήμαινε αυτό; Σήμαινε ότι τα επαναστατικά κινήματα κάθε απόχρωσης –είτε μιλάμε για τα εθνικο-απελευθερωτικά είτε για το εργατικό- απέκτησαν μία ισχύ, μία νέα αίγλη με ανταπόκριση και κύρος που άγγιζε και την κοινή γνώμη και των ανεπτυγμένων, βιομηχανικών χωρών.
Αυτό οδήγησε μέσα από μία σειρά σκληρών αγώνων -και με αντιφάσεις είναι αλήθεια- στο τέλος της αποικιοκρατίας. Έπειτα έχουμε την εμφάνιση του φαινομένου της νεοαποικιοκρατίας, σε μία ομάδα από αυτές τις χώρες που απέκτησαν επιτέλους την εθνική και κρατική τους υπόσταση. Η ιμπεριαλιστική επικυριαρχία συνεχίστηκε με άλλες μορφές -όχι παντού- ανάλογα με το βάθος της επαναστατικής διαδικασίας που οδήγησε στην εθνική ανεξαρτησία.
Όσο πιο ριζοσπαστικά ήταν τα κινήματα αυτά και όσο περισσότερο εξέφραζαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τόσο λιγότερες δυνατότητες διέθεταν οι πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις να συνεχίσουν την καταλήστευση των χωρών αυτών με άλλες, νεοαποικιοκρατικές μορφές. Σε μία σειρά από περιπτώσεις η νεοαποικιοκρατία άρχισε να παίρνει μεγαλύτερη έκταση, μετά το 1990, με τις αλλαγές που έγιναν στην Ανατολική Ευρώπη, την καπιταλιστική παλινόρθωση και την δυσμενή για τους λαούς μεταβολή του συσχετισμού ισχύος.
Στην πραγματικότητα, η πτώση των σοσιαλιστικών κρατών συμπαρέσυρε μία σειρά από καθεστώτα του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου που προσπαθούσαν να οικοδομήσουν μέσα από τεράστιες δυσκολίες μια διαφορετική κοινωνία. Το επιχειρούσαν με αντιφάσεις, με γραφειοκρατικές στρεβλώσεις βέβαια, πάντως προσπαθούσαν να κάνουν κάτι διαφορετικό. Οι ανατροπές που συντελέστηκαν κατά τη δεκαετία του 90 συμπαρέσυραν λοιπόν τα περισσότερα από αυτά τα καθεστώτα, αν όχι όλα.
Έτσι, η νεοαποικιοκρατία διευρύνθηκε μετά το 1990. Βλέπουμε όμως ξανά σε αυτό το διάστημα, να εμφανίζονται μορφές επικυριαρχίας που θυμίζουν την παλιά αποικιοκρατία. Οι στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν ή στο Ιράκ, στο Κόσοβο παραπέμπουν σε στοιχεία της κλασικής αποικιοκρατίας.
Η ιμπεριαλιστική επικυριαρχία βέβαια μπορεί να εξυπηρετηθεί και με τις δύο μορφές, παραδοσιακή –στρατιωτική κατοχή, άμεση καταλήστευση-, αλλά και με τις πιο σύγχρονες, με έμμεσες μορφές δηλαδή, όπως είναι η δημιουργία αποικιών χρέους.
Ορισμένες αντιδραστικές φωνές, που ανήκουν κυρίως στους νεοφιλελεύθερους και συντηρητικούς κύκλους των απολογητών της ιμπεριαλιστικής λογικής, υποστηρίζουν ότι χωρίς την αποικιοκρατία δεν θα ήταν εφικτή η ραγδαία άνοδος των Δυτικών Κοινωνιών όπως τις γνωρίζουμε σήμερα. Χωρίς την οικονομική αφαίμαξη των εξαρτώμενων χωρών, δεν θα υπήρχε η κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική εκτόξευση των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη συλλογιστική η ευημερία του ενός συνεπάγεται με τη δυστυχία του άλλου. Του «κατώτερου». Το σχόλιό σας πάνω στο εν λόγω αφήγημα;
Η αλήθεια είναι ότι η άποψη αυτή έχει μία βάση. Πράγματι η καταλήστευση, η αφαίμαξη, η λεηλασία των αποικιοκρατούμενων χωρών –το βλέπουμε και στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής- που βρίσκονται υπό την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία, συνέβαλε στα μέγιστα στην οικονομική ανάπτυξη των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων. Έκανε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ακόμη πιο ισχυρές.
Είναι γεγονός επίσης αυτό που ο Ένγκελς είχε περιγράψει ήδη από το 19ο, ότι ακριβώς αυτή η καταλήστευση έδωσε και δίνει ακόμα και σήμερα τη δυνατότητα στις ισχυρές χώρες, ένα πολύ μικρό κέρδος, μερικά ψίχουλα από αυτά τα υπερκέρδη που απομυζούν από τη ληστεία του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου να τα προσφέρουν με τη μορφή παροχών στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων χωρών, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στη Γαλλία.
Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζουν ακόμη και στην εποχή μας την κοινωνική συναίνεση. Είναι το φαινόμενο της εργατικής αριστοκρατίας που είχε περιγράψει πρώτος ο Ένγκελς. Ακόμη και σήμερα μέσα στην οικονομική κρίση και παρά την εφαρμογή των οδυνηρών αντιλαϊκών πολιτικών, οι κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων, στις χώρες αυτές που προαναφέραμε, αφαιρούνται με πιο αργό ρυθμό σε σχέση με τη δική μας χώρα.
Σε συνέχεια του προηγούμενου ερωτήματος, η ετσιθελική και αυθαίρετη διάκριση ανάμεσα σε περιούσια έθνη και σε λαούς ενός κατώτερου θεού, αποτέλεσε σημαντικό παραδοσιακό εργαλείο της ιμπεριαλιστικής προπαγανδιστικής μεθοδολογίας και σηματοδότησε την απαρχή του ρατσιστικού παραληρήματος. Πώς κρίνετε το ρατσιστικό ιδεολόγημα, όπως αυτό εννοείται από την κυρίαρχη «δεξαμενή» σκέψης;
Δυστυχώς είμαστε αναγκασμένοι να μιλάμε για τα αυτονόητα. Οι ρατσιστικές αντιλήψεις περί ανώτερων και κατώτερων λαών, περί ανώτερων και κατώτερων εθνών, έχουν επιστημονικά καταρριφθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Πρόκειται για μύθους, για προκαταλήψεις που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα. Προσωπικά, δεν επιθυμώ καν να συμμετέχω στη συζήτηση για κάτι τόσο αυτονόητο. Πρόκειται για ανόητα επιχειρήματα, σκοταδιστικά, μεσαιωνικά που αναδιατυπώνονται κατά καιρούς, «ντύνονται» με διάφορα ενδύματα προκειμένου να μπορέσουν να δικαιολογήσουν στην πραγματικότητα την εκμετάλλευση των χωρών και των λαών.
Για παράδειγμα, υποστηριζόταν από τον 19ο, τότε που η Κίνα ήταν έρμαιο των ιμπεριαλιστικών ορέξεων, ότι οι Κινέζοι και οι Ασιάτες εν γένει δεν είναι άξιοι να κάνουν τίποτα. Κι όμως χωρίς να κρίνω την κοινωνικοπολιτική και την εν γένει πορεία της, η Κίνα είναι σήμερα η δεύτερη οικονομική δύναμη του πλανήτη και πολύ σύντομα θα γίνει η πρώτη.
Από μόνο του αυτό δείχνει ότι όλο το αφήγημα είναι ένας μύθος. Είναι απολύτως αντιεπιστημονικό κι ανορθολογικό να υποστηρίζει κανείς κάτι τέτοιο.
Επίσης ιστορικά, δεν είναι περίεργο ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης και στο βαθμό που δεν αναδεικνύεται μία ριζοσπαστική επαναστατική προοπτική αλλαγής των καταπιεστικών κοινωνικών και οικονομικών δομών, «φουντώνουν», ευδοκιμούν όλες αυτές οι παράλογες και απάνθρωπες θεωρίες.
Οι συνθήκες της κρίσης καλλιεργούν την επανεμφάνιση του φασισμού και του ρατσισμού, ενός φαινομένου δηλαδή που με τη βοήθεια των ΜΜΕ λειτουργεί ως ένας ακόμα ιδεολογικός μηχανισμός του αστικού κράτους.
Ο καπιταλισμός παρά τις σπασμωδικές επιθετικές του κινήσεις φαίνεται να έχει εξαντλήσει τα όποια αποθέματα δυναμικής διέθετε στην πολεμική του φαρέτρα ή τουλάχιστον βρίσκεται σε μία παρατεταμένη κρίση. Με τη μαρξιστική λογική κυοφορεί ήδη στα ετοιμοθάνατα σπλάχνα του τον κομμουνισμό. Συμφωνείτε λοιπόν με την άποψη για το διαφαινόμενο τέλος του; Και αν ναι τότε που θα εντοπίζατε τα αίτια της κατάρρευσής του;
Η αλήθεια είναι ότι η παρούσα οικονομική κρίση έδειξε ότι όλη η νεοφιλελεύθερη αντίληψη είναι ένας μύθος. Δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η ευημερία, η απρόσκοπτη ανάπτυξη της ανθρωπότητας, βασισμένη στο νεοφιλελευθερισμό.
Αποδείχτηκε επίσης ότι οι νεοφιλελεύθερες απόψεις δεν μπορούν να κάνουν ούτε μία στοιχειώδη πρόβλεψη. Για παράδειγμα, κανένας από τους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους δεν κατάφερε να προβλέψει το στοιχειώδες, ότι κάποια στιγμή δηλαδή θα ξεσπάσει μία τεράστια κρίση όπως αυτή του 2008. Η αδυναμία αυτή δείχνει και το αδιέξοδο της συγκεκριμένης θεωρίας.
Το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα συνολικά και όχι μονάχα οι νεοφιλελεύθερες μορφές διαχείρισής του, βρίσκεται σε κρίση, κάτι που φαίνεται έντονα από την παρούσα οικονομική κρίση και την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων και «υπανάπτυκτων» χωρών, αλλά και την πρόκληση τεράστιων κινδύνων που θέτουν σε δεινή θέση την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη στον πλανήτη μας.
Οι κίνδυνοι αυτοί απορρέουν από την ακόρεστη δίψα του καπιταλισμού για κέρδη σε βάρος των στοιχειωδών πόρων επιβίωσης του ανθρώπινου είδους, με την καταστροφή του περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας, των δασών, της μόλυνσης των υδάτων. Αυτές οι παθογένειες δείχνουν ότι το εν λόγω κοινωνικό σύστημα, το βαθιά απάνθρωπο, εκτός από τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της ταξικής ανισότητας είναι και ακραία επικίνδυνο για τον άνθρωπο.
Επομένως, το ζήτημα της ανατροπής και της κατάργησης των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών σχέσεων είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Πραγματικά. Αυτό που εξέφραζε παλαιότερα η ρήση «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» επιβεβαιώνεται πολλαπλά.
Τώρα με ποιους τρόπους, μέσα από ποιες διαδικασίες η ανθρωπότητα θα ανοίξει νέους δρόμους από τους οποίους θα αναδυθεί η νέα κοινωνία, είναι ένα ζωτικό ζήτημα που μένει να εξεταστεί, μιας και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις αλλαγές που θα εμφανιστούν.
Αν και ζούμε σε μία εποχή που τα επαναστατικά κινήματα βρίσκονται στο κατώτερο σημείο, η ιστορία της ανθρωπότητας μας δείχνει ότι ο άνθρωπος και τα λαϊκά στρώματα που πλήττονται βάναυσα, πάντοτε βρίσκουν τους τρόπους να ανοίξουν νέους δρόμους στην ανθρωπότητα, κάτι που είναι επείγον να συμβεί ξανά, με δεδομένη την παρούσα κρίσιμη ιστορική συγκυρία που διανύουμε.
Θεωρώ ότι τα θετικά και τα αρνητικά εμπειρικά δεδομένα των επαναστάσεων του 20ο αιώνα, αφομοιώνονται σιγά σιγά στη συλλογική συνείδηση της ανθρωπότητας. Όλοι μας εξάλλου εξάγουμε συμπεράσματα με βάση την οδυνηρή εμπειρία της σημερινής παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Οι εμπειρίες αυτές θα οδηγήσουν σε νέες προσπάθειες που θα ανοίξουν νέα μονοπάτια για το αύριο. Είμαι αισιόδοξος για αυτό. Εξάλλου, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς ως άνθρωποι με τη συνείδησή μας, έχουμε την υποχρέωση να αναζητήσουμε νέες διεξόδους.
Είναι θέμα επιβίωσης του Homo Sapiens, ειδικά με τις προκλήσεις της βιοτεχνολογίας. Η ανάλυση του Μαρξ επιβεβαιώνεται και δεν το αναφέρω από δογματική εμμονή, καθώς και η μαρξιστική θεωρία εξελίσσεται σύμφωνα με τα πορίσματα της κοινωνικής πραγματικότητας.
Φαντάζει σχεδόν ουτοπικό να οραματίζεται κανείς μία δικαιότερη κοινωνία με τα σημερινά δεδομένα. Ειδικά αν φέρουμε στο νου μας την κυρίαρχη ιδεολογία του παθητικού κομφορμισμού, με την οποία και είναι ντοπαρισμένη η πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού. Πόσο εύκολη στα αλήθεια είναι η χειραφέτησή μας από την Κοινωνία του Θεάματος, των ΜΜΕ και της μαζικής καταναλωτικής αποβλάκωσης;
Πράγματι, η κυρίαρχη ιδεολογία επεξεργάζεται, αναπαράγεται, διαδίδεται και κυριαρχεί με πολλούς τρόπους. Σήμερα φαίνεται να είναι απόλυτα κυρίαρχη, ωστόσο δεν θα είναι πάντοτε έτσι, καθώς έχει μία δομική αδυναμία.
Έρχεται σε αντίθεση δηλαδή με την ίδια την πραγματικότητα δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη, με όλους τους κινδύνους που αυτοί αντιμετωπίζουν. Επομένως σε τούτη την οριακή στιγμή το οικοδόμημα της κυρίαρχης ιδεολογίας θα διαρραγεί, όπως συνέβη άλλωστε κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων του 20ο και παλαιότερα.
Ο κόσμος μας ταλανίζεται από την ακραία κοινωνικοοικονομική ανισότητα. Εξακολουθεί να μαστίζεται από πολεμικές κι εμφύλιες συρράξεις, ενώ παράλληλα γινόμαστε ξανά μάρτυρες επικίνδυνων ακροδεξιών φαινομένων, όπως επίσης και της ραγδαίας έξαρσης του θρησκευτικού φονταμενταλισμού. Και αν για τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε χώρες με βεβαρημένο αποικιοκρατικό παρελθόν, παρατηρούμε ότι τα αποτελέσματα των πρότερων επιθετικών πρακτικών τους επιστρέφουν, με περίσσια δύναμη, αναδρομικά πάλι πίσω σε αυτές, η ανάδυση του εθνικισμού πώς μπορεί να ερμηνευτεί;
Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός ουσιαστικά είναι κι αυτός μία μορφή των ακραίων αντιδραστικών απόψεων που ανθούν και διαδίδονται κυρίως τις περιόδους της κρίσης, όπως είναι η εποχή μας.
Μη ξεχνάμε ότι συνειδητά προωθείται από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός για να μιλήσουμε συγκεκριμένα, είναι γνωστό ότι χρηματοδοτήθηκε, τροφοδοτήθηκε με πολλούς τρόπους από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης με σκοπό να τον χρησιμοποιήσουν για τα δικά τους σχέδια.
Είναι άλλωστε πασίγνωστο ότι ο ISIS στη Συρία ήταν ή μπορεί ακόμη να είναι, ένα εργαλείο των μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να μπορέσουν να εισβάλουν στη Συρία και να προωθήσουν τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις τους.
Είναι επομένως αναμενόμενο κάποια από τα απόνερα αυτών των πολιτικών επιλογών να τα πληρώνουν τώρα οι πολίτες της Δύσης. Ας μη λησμονούμε επίσης, πως χιλιάδες μαχητές των φανατικών ισλαμιστών ήταν άνθρωποι, οι οποίοι είχαν την υπηκοότητα των χωρών της Δύσης και μάλιστα πολλοί από αυτούς ήταν άνθρωποι που διέθεταν ήδη ποινικό μητρώο στις χώρες αυτές. Αυτό μας βάζει σε σκέψεις ότι πιθανότατα ήταν άτομα ελεγχόμενα και χειραγωγούμενα από τις αρμόδιες υπηρεσίες των δυτικών χωρών.
Αυτά έχουν αποδειχτεί, δεν κάνω εικοτολογία ούτε συνωμοσιολογία. Έχουν καταγραφεί στις εφημερίδες και στα ΜΜΕ επανειλημμένα.
Ο θρυμματισμένος κόσμος που μας περιβάλει μπορεί να αλλάξει μέσα στο πλαίσιο της ρεφορμιστικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής όπως αυτή εκτυλίσσεται στις αστικές δημοκρατίες; Μήπως χρειάζεται κάτι πιο δραστικό; Μία επανάσταση ίσως; Αν ναι τότε τι περιεχόμενο χρειάζεται να έχει ένα επαναστατικό ρεύμα σήμερα, με τις συνθήκες της εποχής μας; Από την άλλη μεριά έχει ωριμάσει πλέον η κοινωνικοπολιτική συνείδηση για μία πιο δυναμική αντίδραση;
Η αλήθεια είναι ότι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα, στο παράδειγμα της Ελλάδας, τί είδους μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση προς το καλύτερο, σταθερά και μόνιμα; Υπάρχουν; Η εμπειρία το διαψεύδει.
Ναι, μπορούν να υπάρξουν μικροαλλαγές που κάπως θα ανακουφίσουν τον πόνο και την καταπιεστική εκμετάλλευση που υφίστανται τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί. Λύνει όμως τα προβλήματα, με τρόπο ουσιαστικό; Κι αν αύριο το ίδιο πρόβλημα επανέρθει, -που θα επανέλθει- σε πιο έντονο βαθμό; Τι θα γίνει τότε;
Χρειάζονται ριζοσπαστικές αλλαγές. Χρειάζεται ένα πρόγραμμα ριζικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών αλλαγών, στη χώρα μας και παντού, το οποίο θα παίρνει υπόψη του τις αντικειμενικές συνθήκες και τις δυσκολίες της σημερινής κατάστασης, διανοίγοντας παράλληλα νέους δρόμους.
Μία πολιτική που θα οδηγήσει στην αναδιανομή του εισοδήματος σε όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων και που θα οδηγήσει σε μία οικονομική ανάπτυξη. Χρειάζεται πρώτα να τεθεί το θέμα του χρέους και της διαγραφής του, να απελευθερωθεί η Ελλάδα από τα δεινά των επιταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός της οποίας δεν μπορεί να υπάρξει όχι μόνο φιλολαϊκή μεταρρύθμιση, αλλά ούτε αγροτική ή βιομηχανική ανάπτυξη. Έχει εξάλλου αποδειχθεί η ασυμβατότητα της ΕΕ με την ανάπτυξη της χώρας μας. Δε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσω περαιτέρω.
Έπειτα, χρειάζεται μία πολιτική, η οποία θα βασίζεται στην εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας και πρωτίστως του τραπεζικού συστήματος, έτσι ώστε αυτό να βρεθούν υπό τον λαϊκό έλεγχο, με εκδημοκρατισμένες δομές. Ένας τέτοιος δημόσιος τομέας να γίνει η ατμομηχανή, ο μοχλός της βιομηχανικής και γενικότερα της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Θα προσθέσω ακόμα ότι χρειάζονται μία σειρά από ριζικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, στην κατεύθυνση του ριζικού εκδημοκρατισμού σε όλα τα επίπεδα. Στο Σύνταγμα, στις ένοπλες δυνάμεις, στα σώματα ασφαλείας, στη Δικαιοσύνη, στο συνδικαλιστικό κίνημα, παντού. Με ισχυρές ενέσεις άμεσης δημοκρατίας σε όλα αυτά, με την εισαγωγή της δυνατότητας του λαού να ανακαλεί τους αντιπροσώπους του όταν κρίνει ότι δεν εκπληρώνουν τις εντολές που ο ίδιος τους έδωσε.
Με την κατάργηση των μισθολογικών και άλλων προνομίων που απολαμβάνει το ηγετικό κομμάτι της πυραμίδας του κράτους, είτε μιλάμε για υπουργούς είτε τους κάθε λογής παρατρεχάμενους.
Τέτοιου είδους δημοκρατικές αλλαγές θα φέρνουν τον λαό, τους εργαζομένους στην καρδιά της εξουσίας. Αυτό είναι το ζήτημα άλλωστε. Διαφορετικά τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πραγματικά. Είναι κάτι απαραίτητο, που πρέπει να γίνει.
Η συνείδηση του κόσμου δεν έχει ωριμάσει ακόμα, γιατί μετά την εναπόθεση των ελπίδων του στον ΣΥΡΙΖΑ και την επακόλουθη διάψευση των προσδοκιών του, διανύουμε τώρα μία περίοδο περισυλλογής και απογοήτευσης από ένα μεγάλο μέρος του κόσμου. Ένα αίσθημα απογοήτευσης που το εντείνει και η απουσία μίας ορατής και πειστικής εναλλακτικής πρότασης.
Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν υπόγειες διεργασίες, οι οποίες θα βοηθήσουν να ωριμάσει η σκέψη που με τη σειρά της θα οδηγήσει στη συγκρότηση ενός μετωπικού προγράμματος κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που πρέπει να δημιουργηθεί, προκειμένου να δοθεί και πάλι μία ελπίδα, πραγματική τούτη τη φορά, αλλαγής της κατάστασης.
Η Κουβανική επανάσταση, όπως και η Ρωσική παλαιότερα, κατάφερε αν όχι να μετασχηματίσει ριζικά την παγκόσμια πραγματικότητα, τουλάχιστον πέτυχε πολλά επιτεύγματα και έδειξε κυρίως στους αντιδραστικούς κύκλους ότι υπάρχει και ένας άλλος δρόμος για τους λαούς που μάχονται για την ελευθερία τους. Μπορείτε να μας μιλήσετε για τα κατορθώματα και την επίδραση της επανάστασης στον ίδιο τον κουβανικό λαό, αλλά και τη σημασία της για όλους εμάς τους υπόλοιπους; Επιπλέον τι σήμαινε να είσαι Κουβανός πολίτης όλες αυτές τις δεκαετίες;
Σε όλες τις επαναστάσεις του 20ου και ειδικότερα στην κουβανέζικη υπήρξαν σοβαρές κατακτήσεις, κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Θεωρώ ότι η επιστημονική προσέγγιση των επαναστάσεων αυτών, απαιτεί από εμάς να μην ωραιοποιούμε, αλλά ούτε και να μηδενίζουμε τίποτα από όσα συνέβησαν.
Χρειάζεται να έχουμε έναν ψύχραιμο και επιστημονικό τρόπο ανάλυσης. Σε ότι αφορά την κουβανική επανάσταση και μόνο να συλλογιστεί κανείς πως μία μικρή χώρα, που στην πραγματικότητα αποτελούσε το καζίνο και το πορνείο των ΗΠΑ, κατάφερε μέχρι και το 1990 να έχει το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, να διαθέτει επίσης κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 70 και 80 ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ 10% –πράγμα ανήκουστο για λατινοαμερικάνικη χώρα-, καταλαβαίνουμε από αυτά λοιπόν το μέγεθος των κατακτήσεων.
Επίσης, στην Κούβα συναντάμε το υψηλότερο επίπεδο παροχών και παρά τον πολυετή αποκλεισμό της, ένα υψηλότατο επίπεδο τεχνογνωσίας στην παιδεία και την υγεία, σε βαθμό που το ζηλεύουν όχι μόνο οι ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, αλλά και οι ΗΠΑ.
Έχοντας κατά νου αυτά τα επιτεύγματα και χωρίς να αφαιρέσουμε από την εξίσωση τα λάθη και τα προβλήματα που ανακύπτουν, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι κατακτήσεις είναι πάρα πολλές και σοβαρές. Σχετικά με τα προβλήματα που υπάρχουν, η κουβανέζικη κοινωνία είναι ανοιχτή και τα συζητάει.
Μετά το 1990 είναι γνωστό ότι η Κούβα έχασε τους οικονομικούς της εταίρους, βρέθηκε πλήρως αποκλεισμένη, με το ΑΕΠ της να πέφτει κατά 35%. Για να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό, αρκεί να πούμε πως το δικό μας ΑΕΠ, την περίοδο της κρίσης, έπεσε κατά 25%. Η δική τους πτώση δεν έγινε εξαιτίας των δικών τους επιλογών, αλλά επειδή έχασαν τους εμπορικούς τους συνέταιρους, με τις αλλαγές που έγιναν στην Ανατολική Ευρώπη, οι οποίες συνέβαλαν με τη σειρά τους, στον καθολικό εμπορικό αποκλεισμό της Κούβας από τις ΗΠΑ.
Παρά τις δυσκολίες, η Κούβα πορεύεται με τις επιτυχίες, τις αντιφάσεις και τα λάθη της, πάντως σε κάθε περίπτωση πορεύεται, διατηρώντας έτσι την ελευθερία και την αξιοπρέπειά της.
Θα πρέπει να ομολογήσω ότι εμένα με συγκινεί αυτό.
Τα προβλήματα που προέκυψαν στην Κούβα με τους εξωτερικούς οικονομικούς αποκλεισμούς ενδεχομένως να οδήγησαν στο σχηματισμό ορισμένων ενδημικών παθογενειών. Σε ποια σημεία θα εντοπίζατε τα προβλήματα στο παράδειγμα της κουβανικής εμπειρίας;
Θα έλεγα ότι τα σημερινά προβλήματα της Κούβας οφείλονται σε τρεις παράγοντες. Πρώτα θα επισημαίναμε τα προβλήματα που άφησε ως κληρονομιά η νεοαποικιοκρατία, όχι μόνο στην Κούβα, αλλά και σε όλες τις πρώην αποικιοκρατούμενες χώρες.
Έπειτα είναι ο εγκληματικός οικονομικός αποκλεισμός των ΗΠΑ, που σημαίνει ζημιά δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είναι ένας οικονομικός πόλεμος, με οδυνηρές συνέπειες για τον λαό. Τρίτος παράγοντας είναι τα λάθη και τα σφάλματα που έγιναν και γίνονται ακόμη και σήμερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής ανάπτυξης, την εποχή της απομόνωσης.
Δεν θα μπορούσε πάντως να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς λάθη και αστοχίες, θα ήταν απολύτως αντιεπιστημονικό να υποστηρίξει κανείς το αντίθετο, όχι μόνο για την Κούβα, αλλά για οποιαδήποτε χώρα ανεξαρτήτως οικονομικού συστήματος. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 60 κάτω από το βάρος του επαναστατικού ενθουσιασμού προχώρησαν σε μία σειρά από ενέργειες που πίστευαν ότι θα τους πήγαιναν μπροστά. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα. Κινήθηκαν με πιο προσεκτικούς ρυθμούς τις δεκαετίες του 70 και 80, αντλώντας στοιχεία και από τη σοβιετική εμπειρία, πετυχαίνοντας έτσι κάποιους από τους στόχους τους.
Εκ των υστέρων διαπίστωσαν ότι εκτός από τα θετικά, υπήρχαν και αρνητικά στοιχεία, γεγονός που οδήγησε την Κούβα σε νέα προβλήματα στα τέλη του 80, κάτι άλλωστε που αναγνώρισε και ο ίδιος ο Κάστρο στην περίφημη ομιλία του το 1987 -20 χρόνια από τον θάνατο του Τσε-, όπου έθεσε προς συζήτηση τις αστοχίες που είχαν γίνει και τόνισε την ανάγκη εκστρατείας με στόχο τη διόρθωση των όποιων οικονομικών και πολιτικών σφαλμάτων της προηγούμενης περιόδου.
Και ενώ είχαν αρχίσει την προσπάθεια αυτή, έρχεται η ανατροπή της κατάστασης στην Ανατολική Ευρώπη και έτσι χάνουν τους εμπορικούς τους εταίρους, μία απρόσμενη εξέλιξη που οδήγησε και στην υιοθέτηση μίας διαφορετικής στάσης ως προς την αντιμετώπιση των καίριων ζητημάτων που ταλάνιζαν την Κούβα.
Παρά τις εξουθενωτικές αντικειμενικές δυσκολίες, ένα στοιχείο που διαπνέει την κουβανική πραγματικότητα ακόμη και σήμερα, είναι ο στενός δεσμός της ηγεσίας με τον λαό. Αυτός ο δεσμός φαίνεται εντονότερα στις αρχές του 90, τότε που η Κούβα δεν διέθετε ηλεκτρικό ρεύμα, παρά λίγες ώρες τη μέρα, όταν δεν υπήρχαν ανταλλακτικά για τα λεωφορεία, για τα αυτοκίνητα ή ακόμα και για τα ψυγεία, εξαιτίας του πλήρους αποκλεισμού.
Ακόμα λοιπόν και κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν υπήρξε καμία μαζική κίνηση ενάντια στο επαναστατικό καθεστώς, ούτε κάποιο πραξικόπημα. Αντίθετα η κυβέρνηση πήρε μέτρα για να εντατικοποιήσει τη συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων, μέσα από τις λαϊκές συνελεύσεις, στις γειτονιές και στους χώρους εργασίας.
Έτσι, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η γνώμη και η συμμετοχή του λαού στις δημοκρατικές διαδικασίες, αποτέλεσε ένα στοιχείο που συνέβαλε στη διατήρηση της συνοχής της κουβανικής κοινωνίας. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι συμφωνούν όλοι οι Κουβανοί ή ότι όλοι οι Κουβανοί είναι ευχαριστημένοι με το καθεστώς. Θα ήταν αφελές να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο.
Προφανώς και καμία κατάσταση δεν είναι ιδανική. Υπάρχει πάντα ένα μεγάλο φάσμα απόψεων. Πάντως η μεγάλη πλειοψηφία του λαού συμμετέχει ενεργά μέσω χιλιάδων συνελεύσεων, στη λήψη των αποφάσεων, κάτι που φάνηκε και κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος που οδήγησε στη ψήφιση του τελευταίου Συντάγματος.
Τα τελευταία χρόνια, η Κούβα ακολουθεί μία πρακτική ελεγχόμενου και περιορισμένου ανοίγματος στον καπιταλισμό. Είναι μία οικονομική αναγκαιότητα, γιατί όντας μία μικρή χώρα που πορεύεται μόνη της, χρειάζεται να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη πολιτική, με όλους τους κινδύνους που ενέχει για την κοινωνία της.
Φιντέλ Κάστρο και Τσε Γκεβάρα. Τι σηματοδοτεί η ζωή και ο θάνατός τους για τον λαϊκό αγώνα; Θεωρείτε ότι κλείνει οριστικά ένας κύκλος; Ο κύκλος των τελευταίων μεγάλων επαναστατών; Και εντέλει η αρχική σπίθα της επανάστασης είναι πάντοτε απόρροια του πάθους μίας χούφτας ανθρώπων που ονειρεύονται και πετυχαίνουν το «απραγματοποίητο» για λογαριασμό των άβουλων μαζών;
Είναι πρόσωπα που σηματοδοτούν με κορυφαίο τρόπο τις επαναστάσεις του 20ο, αλλά ο Κάστρο είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Έφτασε στον 21ο και νομίζω ότι η συνολική του συμβολή, χωρίς κανένας να έχει το αλάθητο, ήταν πάρα πολύ σημαντική. Προσωπικά, τον θεωρώ τη σημαντικότερη επαναστατική μορφή μετά τον Λένιν.
Νομίζω αυτό αποδεικνύεται με όσα πέτυχε υπό την ηγεσία του μία μικρή χώρα όπως η Κούβα. Η Κούβα κατάφερε να αντέξει την ιμπεριαλιστική περικύκλωση, ακόμα και μετά το 1990. Αυτό από μόνο του είναι ένα «θαύμα» αν το σκεφτούμε. Εκπληκτικό.
Ωστόσο, νέες μορφές θα αναδειχθούν. Η ανθρωπότητα θα αναδείξει στο μέλλον τους νέους ηγέτες της. Οι ηγέτες, άλλωστε, είναι προϊόντα των καιρών τους, ας μην υπερβάλουμε στον ρόλο τους.
Λατινική Αμερική, το πεδίο δράσης μεγάλων επαναστατικών δυνάμεων, αλλά και ο τόπος εκείνος στον οποίο φυτρώνουν σαν δηλητηριώδη μανιτάρια κάθε λογής δικτατορίες. Γνωρίζω επίσης, ότι τρέφετε μία ιδιαίτερη αγάπη για τις λατινοαμερικάνικες χώρες, η οποία σας έχει βοηθήσει να εξετάσετε τα προβλήματα των χωρών αυτών με εμβρίθεια. Θα χαρακτηρίζατε την πορεία τους στον χρόνο ως μία άλλη αιματοβαμμένη οδύσσεια;
Όντως τρέφω μία ιδιαίτερη αγάπη για τις λατινοαμερικάνικες χώρες. Είμαι και εγώ παιδί της γενιάς του 80. Θυμάμαι να είμαι φοιτητής εκείνη την περίοδο και να συζητάμε για πράγματα που αφορούσαν κυρίως τη Λατινική Αμερική, όπως για τη δικτατορία στη Χιλή μετά τη δολοφονία του Αλιέντε, για την κουβανική επανάσταση, για τον Τσε Γκεβάρα, για τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Μιλούσαμε επίσης για λογοτεχνία, με το θέμα της συζήτησης να περιστρέφεται γύρω από τον Πάμπλο Νερούδα και τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και τόσους άλλους. Αγαπώ άλλωστε πολύ τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία.
Η Λατινική Αμερική ακόμη και σήμερα είναι ένα εργαστήρι. Έχει την εξής ιδιομορφία: είναι αρκετά φτωχή για να είναι κοντά στον Τρίτο Κόσμο, ενώ διακρίνεται και για την ευρωπαϊκή της κουλτούρα. Έχει επίσης και μία επαναστατική παράδοση, την οποία συναντάμε και στις μέρες μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, έχουμε τις κυβερνήσεις των Τσάβες και Μοράλες, άλλες κυβερνήσεις λίγο πολύ προοδευτικές, αλλά και πιο μετριοπαθείς εκδοχές τους ακόμα, που ναι μεν δεν μετασχημάτισαν επαναστατικά τις χώρες τους, ωστόσο αμφισβήτησαν ξεκάθαρα την αμερικανική επικυριαρχία. Αμφισβήτησαν επιπλέον και την ίδια την επικυριαρχία της ολιγαρχίας στο εσωτερικό τους.
Μπορεί τα εν λόγω εγχειρήματα να μην ολοκληρώθηκαν, και παράλληλα στην εποχή μας να βλέπουμε την συντηρητική αντεπίθεση, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ωριμάσει στη σκέψη των λαών, η συνείδηση για πιο βαθιές και επαναστατικές αλλαγές. Βέβαια, αυτό μένει να αποδειχθεί. Δεν μπορούμε και να το αποκλείσουμε πάντως.
Οι άνθρωποι έχουμε τη τάση να μετράμε με το υποδεκάμετρο της πενταετίας και της δεκαετίας, η Ιστορία όμως μετριέται σε άλλα μεγέθη, με μεγαλύτερη απόσταση από τα γεγονότα. Με δεδομένο ότι η Λατινική Αμερική έχει κοινή γλώσσα και μία αίσθηση κοινής εθνικής κοινότητας, αυτό επιδρά καθοριστικά στις όποιες αλλαγές και το επαναστατικό υπόδειγμα μπορεί να «ξεφυτρώσει» πιο γρήγορα από ό,τι θα συνέβαινε σε άλλες περιοχές του πλανήτη.
Μόνο να σκεφτούμε τις επιδράσεις που έχει και σήμερα η κουβανική επανάσταση, αρκεί. Η επίδραση αυτή τονώνει τα επαναστατικά και προοδευτικά κινήματα, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική, για αυτό και πιστεύω ότι είναι πιθανό ο νέος κύκλος των επαναστατικών αλλαγών να πλησιάζει.
Η δολοφονία του Σαλβαδόρ Αλιέντε σηματοδότησε το ξεμπρόστιασμα των προσχημάτων και αποκάλυψε για μία ακόμη φορά, τις πραγματικές προθέσεις του ιμπεριαλισμού. Αν είχε παραμείνει ζωντανός, ποια θα ήταν η επίδραση της πολιτικής του;
Με υποθετικά ερωτήματα δε γίνεται ιστορία, αλλά είναι πιθανό τα πράγματα να ήταν πολύ διαφορετικά. Ο Αλιέντε έκανε μία σειρά από βαθιές οικονομικές αλλαγές στην κατεύθυνση της εθνικοποίησης των βασικών τομέων της οικονομίας και της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των φτωχών.
Αυτές οι κινήσεις είχαν χειροπιαστά αποτελέσματα, πολύ θετικά, όμως ο Αλιέντε δίστασε να προβεί σε πολιτικές ριζοσπαστικές αλλαγές στο κράτος, για αυτό κι έγινε ό,τι έγινε τελικά. Επομένως, αν είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του Φιντέλ Κάστρο να πραγματοποιήσει δηλαδή τις συγκεκριμένες απαραίτητες αλλαγές, τότε ίσως να μην είχε επικρατήσει το πραξικόπημα.
Πάντως έτσι κι αλλιώς η σύγκρουση θα ερχόταν. Στην περίπτωση που όμως είχαν γίνει οι αλλαγές, είχε δηλαδή δημιουργηθεί έγκαιρα μία λαϊκή πολιτοφυλακή, κατάλληλα εξοπλισμένη, είχε πραγματοποιηθεί η κάθαρση και ο εκδημοκρατισμός στις ένοπλες δυνάμεις, με την απομάκρυνση των αντιδραστικών στοιχείων, τότε ίσως η νίκη των αντιδραστικών δεν θα ήταν εξασφαλισμένη.
Άρα, ίσως να είχαμε μία σοσιαλιστική Χιλή, που αυτομάτως θα άλλαζε τα πράγματα σε όλη τη Λατινική Αμερική. Θα είχαμε ένα ντόμινο που θα επηρέαζε τον κόσμο, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι εκείνη την περίοδο, 1973-75, υπήρχε και το παράδειγμα της σοσιαλιστικής Κούβας.
Η Χιλή θα μπορούσε να έχει σταθεροποιηθεί, ενώ λίγο αργότερα νίκησε η επανάσταση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα. Υπήρχαν ήδη κι άλλα κινήματα, ακόμα και ένοπλα, στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική, γεγονός που θα έδινε μία διαφορετική δυναμική σε όλη την περιοχή, πλήττοντας τις ΗΠΑ στην “πίσω αυλή τους”, που εκείνη την περίοδο βίωναν το μερίδιό τους από την αιματοχυσία στο Βιετνάμ.
Η ανάδειξη του Μπολσονάρο στη Βραζιλία προβληματίζει δικαιολογημένα όλους τους υγιώς σκεπτόμενους ανθρώπους, ειδικά μάλιστα αφού συνδέεται με παρόμοια ακροδεξιά φαινόμενα στην Ευρώπη και όχι μόνο. Ποια είναι τα αίτια που οδήγησαν στην επικράτησή του και μάλιστα ακολουθώντας όλες τις «νόμιμες οδούς», έχοντας παράλληλα την έμπρακτη στήριξη από τη τοπική και διεθνή ελίτ;
Πέρα από τη στήριξη των ελίτ, είναι κι η απογοήτευση των λαϊκών στρωμάτων από τη διακυβέρνηση του κόμματος των εργαζομένων, PT, το οποίο ναι μεν έκανε κάποιες θετικές μεταρρυθμίσεις, ήταν όμως ανεπαρκείς και εντέλει αφού δεν έδωσε το μοιραίο χτύπημα στο μεγάλο κεφάλαιο, κατέληξε κι αυτό μπλεγμένο στα δίχτυα του μεγάλου κεφαλαίου.
Μοιραίο ήταν να συμβεί αυτό. Άρα το γεγονός αυτό έφερε απογοήτευση σε ένα μεγάλο μέρος του λαού. Ο λαός οδηγήθηκε στην πολιτική απάθεια, στην εκλογική και πολιτική αποχή. Ένα άλλο σημαντικό μέρος του λαού οδηγήθηκε να πιστέψει την προπαγάνδα της ακροδεξιάς και να εναποθέσει τις ελπίδες του στον φτηνό λαϊκισμό.
Πολύ γρήγορα όλο αυτό φάνηκε πως είναι μία απάτη. Τα μέτρα που πήρε δηλαδή ο Μπολσονάρο στο οικονομικό πεδίο εντάσσονται στο πλαίσιο ενίσχυσης των μεγάλων συμφερόντων και στην αφαίρεση των κατακτήσεων των εργαζομένων, με την απελευθέρωση των απολύσεων.
Η φιλολογία του Μπολσονάρο ότι θα εξαλείψει τον σοσιαλισμό μεταφράζεται σε καταστροφή της κοινωνικής προστασίας, της προστασίας της Αμαζονίας, η οποία δίνεται βορά στην εξορυκτική βιομηχανία. Σημαίνει επίσης απολύσεις εργαζομένων τόσο στον Ιδιωτικό όσο και στον Δημόσιο τομέα, ιδιωτικοποιήσεις αεροδρομίων και λιμανιών, μείωση των δαπανών για την παιδεία κατά 30%, παραχώρηση βάσεων στις ΗΠΑ –βάση την οποία είχε κλείσει η προηγούμενη κυβέρνηση-, δολοφονίες συνδικαλιστών και όλων όσων αγωνίζονται για τα δικαιώματα από παρακρατικούς.
Η ιστορική πορεία της Ελλάδας προσιδιάζει με την αντίστοιχη των λατινοαμερικάνικων χωρών, σε πολιτικό, οικονομικό, αλλά ακόμη και σε επίπεδο κοινωνικό. Στις μέρες μας με ποιους τρόπους λαμβάνει χώρα η συγκεκριμένη «συγγένεια»;
Υπάρχουν αντιστοιχίες ανάμεσα στην Ελλάδα και σε κάποιες από τις λατινοαμερικάνικες χώρες, αλλά σίγουρα υπάρχουν και βαθιές διαφορές. Οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές. Είναι παρακινδυνευμένο να το θέσουμε με αυτό τον τρόπο, όσο κι αν μας γοητεύει η κουλτούρα, η εγκαρδιότητα και η νοοτροπία των ανθρώπων αυτών.
Η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικότερα τα δεδομένα, η Ελλάδα είναι μία χώρα μέσου επιπέδου ανάπτυξης, παρά την κατρακύλα της την περίοδο της κρίσης. Οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας, με μερικές χώρες, όπως είναι η Χιλή, να είναι τοποθετημένες στη μέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Ακόμα και αν μιλάμε για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής που παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες με μας, και πάλι οι ιστορικές εμπειρίες είναι αρκετά διαφορετικές. Επομένως, είναι ριψοκίνδυνο να μιλάμε για συγγένειες, έστω κι αν θα μπορούσαμε να θέσουμε στο τραπέζι της συζήτησης, το θέμα της εξάρτησης και των στρατιωτικών βάσεων από τις ΗΠΑ, που πράγματι αποτελεί ένα κοινό χαρακτηριστικό.
Οι διαφορές πάντως, το επισημαίνω ξανά, είναι σημαντικές. Χρειάζεται σε κάθε περίπτωση μία ενδελεχή ανάλυση της πραγματικότητας σε κάθε χώρα, εδώ κι εκεί. Για να γίνω λίγο καυστικός, δεν έχει καμία σχέση η σημερινή ελληνική κυβέρνηση με την κυβέρνηση του Τσάβες ή του Μαδούρο, στη Βενεζουέλα.
Η πολιτική εκείνων εθνικοποίησε το πετρέλαιο, το βασικό πλουτοπαραγωγικό πόρο της χώρας. Έδιωξε επίσης τις αμερικανικές βάσεις, μείωσε κατά 50% τη φτώχεια, έκανε δηλαδή αρκετές και βαθιές κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές αλλαγές.
Οι πολιτικές αυτές ούτε κατά διάνοια μπορούν να συγκριθούν με της ελληνικής κυβέρνησης, με την έννοια ότι η πολιτική της αντιστοιχεί στην παραμονή μας στο ΝΑΤΟ, με την παράλληλη ενίσχυση του ρόλου μας σε αυτό, σε απόλυτη συστοιχία δηλαδή με τα κελεύσματα των ΗΠΑ και της σύναψης σχέσεων με το Ισραήλ.
Η ελληνική πολιτική είναι πολιτική υποταγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αντίθετα η πολιτική του Τσάβες ήταν προσπάθεια κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας, μία πράξη που το κόστος της μεταφράστηκε σε επιχειρήσεις ανατροπής του μέσω πραξικοπήματος, υποκινούμενου από τις ΗΠΑ, ενώ εμείς αντίθετα είμαστε τα αγαπημένα τους παιδιά.
Πώς σχολιάζετε τα αποτελέσματα των εκλογών και τί σηματοδοτούν αυτές, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη; Παρατηρούμε μία ανησυχητική παγίωση της ακροδεξιάς δυναμικής σε πολλές χώρες. Σύμφωνα με τα αισθητήριά σας, πώς βλέπετε να διαμορφώνεται η πολιτική κατάσταση στη χώρα μας στο εγγύς μέλλον, έπειτα κι από τις τελευταίες εξελίξεις; Η ελληνική κοινωνία φαίνεται μέσα στην αβεβαιότητά της, να επιδεικνύει τα συντηρητικά και αντιδραστικά της αντανακλαστικά για ακόμα μία φορά.
Νομίζω πως οι εκλογές ανέδειξαν μια συντηρητική στροφή στην ελληνική κοινωνία. Την κύρια ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη φέρει η απερχόμενη κυβέρνηση γιατί καπηλεύτηκε τις ιδέες και τα οράματα της Αριστεράς προκειμένου να εφαρμόσει μια παραλλαγή μνημονιακής πολιτικής σε όφελος της ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού.
Θεωρώ επίσης ότι στις εκλογές επιβεβαιώθηκε η ανεπάρκεια και τα αδιέξοδα των κομμάτων της Αριστεράς, τα οποία έχασαν χιλιάδες ψήφους. Θα έλεγα μάλιστα ότι η ανεπάρκεια των αριστερών κομμάτων και το πολιτικό κενό που αφήνουν, συνέβαλλαν αντικειμενικά στη συντηρητική στροφή.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι, σε όλη την Ευρώπη, η συντηρητική στροφή και η άνοδος της ακροδεξιάς εκφράζουν και υπηρετούν τις ρεβανσιστικές διαθέσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου το οποίο προσπαθεί να ξεριζώσει κάθε εργατική, λαϊκή, κοινωνική, δημοκρατική κατάκτηση των λαών των τελευταίων εκατό χρόνων. Πρόκειται όμως για ιστορικά παροδική στροφή που βασίζεται στην απουσία επαναστατικών κομμάτων και ριζοσπαστικών κινημάτων. Είμαι αισιόδοξος ότι οι λαοί θα βγάλουν τα συμπεράσματά τους, έστω αργά και βασανιστικά.
Σε ότι αφορά τη χώρα μας, κατά την άποψή μου προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη συγκρότησης μιας μετωπικής, ενωτικής, εναλλακτικής πρότασης διεξόδου που θα συμβάλλει: 1. στην οργάνωση ενωτικών λαϊκών αγώνων ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα, όποια κυβέρνηση και αν αναδειχθεί. 2. θα αποτελέσει τη μόνη πραγματική αντιπολίτευση και θα δημιουργήσει τις βάσεις για μια μελλοντική εναλλακτική διακυβέρνηση από το λαό για το λαό. Ένα μετωπικό πρόγραμμα σύγκλισης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων θα πρέπει να περιλαμβάνει:
Α. τη μονομερή διαγραφή του χρέους
Β. την απελευθέρωση – αποδέσμευση από το ευρώ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
Γ. την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας.
Δ. τη ριζική αναδιανομή του πλούτου σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων, την κατάργηση όλης της μνημονιακής νομοθεσίας, την αναστύλωση και διεύρυνση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων
Ε. τον ριζικό, εκ βάθρων εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος και του κράτους.
Μια τέτοια πρόταση μπορεί να ξαναδώσει ελπίδα στο λαό, να τον βγάλει από το τέλμα και το αδιέξοδο του νέου δικομματισμού.