Στον Δημήτρη Κούλαλη
Συνάντησα τον Μανιάτη στα «στέκια» του, όπως λέει κι ό ίδιος, κάπου στο Κολωνάκι. Τα όσα είπαμε σ’ εκείνο τον καφέ, εμφάνισαν μπρος στα μάτια μου όχι μόνο τον Γαβαλά, αλλά μια ολόκληρη εποχή.
Μια συζήτηση για το λαϊκό τραγούδι, τη σχέση του με τον κόσμο της εργασίας, τη θέση του στο παρελθόν και σήμερα, την ίδια εν τέλει τη μουσική. Αλλά και για τις προσωπικές ιστορίες όταν τα φώτα της σκηνής σβήνουν, την πολιτική, την Ιστορία και πολλά άλλα.
Γιατί τον Πάνο Γαβαλά; Τι είναι αυτό που σε ώθησε να γράψεις ένα βιβλίο για τον Γαβαλά και όχι για κάποιον άλλο;
Θεωρώ ότι υπάρχει ένα εκκρεμές αίτημα στο επίπεδο της καταγραφής του τρόπου ζωής των μεταπολεμικών λαϊκών τραγουδιστών της πρώτης γραμμής. Άνθρωποι που στάθηκαν παρηγορητικά για πολλές δεκαετίες απέναντι στον κόσμο της εργασίας, στον κόσμο του λαού, τον ταλαιπωρημένο μεταπολεμικό ελληνικό κόσμο.
Η σχέση με τον Γαβαλά -ακόμη περισσότερο, ακόμη πιο υποφωτισμένη περίπτωση του λαϊκού τραγουδιού ο ίδιος- έγινε σχεδόν από συνοικέσιο. Ο φίλος μου ο μαέστρος και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, Θανάσης Πολυκανδριώτης είναι ο άνθρωπος που ουσιαστικά μου είπε ότι τα παιδιά του Πάνου ενδιαφέρονταν για ένα βιβλίο, επιτέλους, που θα μπορούσε να συνοψίσει τον βίο του πατέρα τους.
Κάπως έτσι, έγινε. Αρχικά λοιπόν, ήταν «συνοικέσιο». Βέβαια, δε χρειάστηκε πολύ σπρώξιμο μέσα μου, με την έννοια ότι αγαπούσα τον Πάνο Γαβαλά, και πολύ περισσότερο στην πορεία της έρευνας κατάλαβα πόσο υποφωτισμένη είναι η ζωή και η πορεία του. Πολύ περισσότερο, επειδή τέμνεται από τις ταλαιπωρίες, τις αγωνίες, τις προσδοκίες, τις ελπίδες, τις ανατάξεις όλου του λαού. Είναι πρόσωπο αδιαίρετο σε σχέση με ότι εξελισσόταν γύρω και αυτό ήταν κάτι που με «ιντρίγκαρε» ακόμη περισσότερο.
Για αυτό λοιπόν, τον Πάνο Γαβαλά. Και για έναν ακόμη λόγο: Γιατί ο ίδιος στάθηκε μακριά από τα ΜΜΕ. Κι αυτό επίσης με «ιντρίγκαρε». Οι συνεντεύξεις του Γαβαλά είναι μετρημένες στα δάκτυλα. Δεν υπάρχει, ακόμη, τηλεοπτική του συνέντευξη. Υπάρχει τηλεοπτική του παρουσία, αλλά δεν υπάρχει μαρτυρία του σε οπτικοποιημένη μορφή.
Όλοι όσοι έχουν μιλήσει για τον Πάνο Γαβαλά, σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνεσαι και εσύ, κάνουν λόγο για έναν αντιστάρ μεγάλο λαϊκό βάρδο. Κατά τη γνώμη σου, πρόκειται για κάποια ιδιοτροπία του Γαβαλά, ήταν σνομπ ή φοβικός απέναντι στον Τύπο ή αποτελούσε μια στάση ζωής που συνδεόταν άρρηκτα με την πολιτική του ταυτότητα, όπως την έχεις αναδείξει και επισημάνει και εσύ στο βιβλίο;
Ο Πάνος Γαβαλάς υπήρξε μια περίπτωση καλλιτέχνη και δημιουργού που θεωρούσε και πίστευε, όπως και άλλοι της γενιάς του, ότι αν πρέπει να μιλήσουν, θα μιλήσουν με τη δισκογραφία τους, τα τραγούδια τους, τη φωνή τους, με τον τρόπο που στέκονται μέσα στη νύχτα. Για αυτό ακριβώς είχε αυτή τη στάση απέναντι στα Μέσα. Βεβαίως, άλλοι συνομήλικοί του έδιναν συνεντεύξεις πιο εύκολα. Ο Στέλιος, για παράδειγμα, έχει δώσει αρκετές συνεντεύξεις.
Ο Γαβαλάς, ωστόσο, εκτός του ότι θεωρούσε ότι η αξία του καλλιτέχνη είναι ακριβώς αυτό το οποίο παρουσιάζει, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τα Μέσα, υπό την έννοια ότι έβλεπε καχύποπτα τον μηχανισμό που σιγά σιγά γιγαντωνόταν γύρω του και ερχόταν να βάλει στην άκρη την καλλιτεχνική δημιουργία και αξία, ώστε να κυριαρχεί εκείνος. Τι εννοώ; Απ’ τα τέλη του ’60, ήδη, είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένας μηχανισμός στη νύχτα και στη δισκογραφία, παράλληλος με την καλλιτεχνική πορεία τού κάθε δημιουργού. Ήταν ο πρώιμος μηχανισμός των δημοσίων σχέσεων, της προώθησης καλλιτεχνών, των πληρωμένων άρθρων. Υπήρχαν το ’60 αυτά. Ας μην τα εξιδανικεύουμε. Υπήρχαν λαϊκά περιοδικά που εκβίαζαν την προβολή των καλλιτεχνών και την ανάδειξή τους ή που είχαν λόγο ακόμη και για το ίδιο το πρόγραμμα. Όλα αυτά ο Γαβαλάς τα είδε από την πρώτη στιγμή, τα είδε με μια τεράστια αρνητική στάση. Σε αυτό, φυσικά, βρίσκει κανείς και μια εμβρυακή πολιτική στάση. Μια στάση που λέει ότι εγώ δε θέλω τον μηχανισμό που διαμορφώνεται γύρω μου, δε με αφορά. Αυτό, βέβαια, είχε κόστος.
Δηλαδή;
Όταν όλοι υποκύπτουν σε αυτόν τον μηχανισμό, όταν αυτό γίνεται κομμάτι πια της νύχτας, και μιλώ για το μιντιακό κατεστημένο περισσότερο και όχι τόσο για τις μεγάλες εφημερίδες, μιλώ για το παρασύστημα που διαμορφώθηκε το ’60 και γιγαντώθηκε τη δεκαετία του ’70, εκ των πραγμάτων στοιχίζει στον καλλιτέχνη και ειδικά στον Γαβαλά, ο οποίος από το 1965 φεύγει και από τις μεγάλες εταιρείες-έχουμε τη ρήξη και με την Columbia- διπλή ρήξη. Οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη θα τον είχαν «θάψει». Φαντάσου όμως, πόσο μεγάλη ήταν η καλλιτεχνική του αξία που το κοινό του δεν απομακρύνθηκε ποτέ από εκείνον.
Άρα λοιπόν, μιας και ανέφερες την Columbia, μιλάμε για εκείνον τον «αθόρυβο επαναστάτη», όπως τον χαρακτηρίζεις στην εισαγωγή, που πήρε το «όπλο» του και μπόρεσε να βγει «καθαρός» αφήνοντας ως μοναδικό κληροδότημά του τη δουλειά του;
Νομίζω τα κατάφερε. Δεν πιστεύω στην αξιωματική της καθαρότητας. Θεωρώ ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο μεικτά γύρω μας και οι στάσεις των ανθρώπων και οι συμπεριφορές. Μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι στάθηκε με μια τεράστια αξιοπρέπεια στον χώρο αυτό. Κάτι που φαίνεται από το γεγονός ότι δεν κατάπιε όλη αυτή την ιστορία των δισκογραφικών και την προσπάθειά τους να εκμεταλλευτούν την πνευματική περιουσία που παρήγαγαν οι καλλιτέχνες. Κι άλλοι έκαναν ρήξεις. Ο Γαβαλάς όμως το πήγε μέχρι τέλους. Κι όταν μιλάμε για Columbia το ’60, μιλάμε όχι απλά για μια εταιρεία, αλλά για τον μεγαλύτερο πολιτιστικό πόλο της εποχής που κατεύθυνε και διαμόρφωνε το ελληνικό τραγούδι. Αυτή του η μοναχική στάση και η αξιοπρέπεια είναι κάτι που εμένα προσωπικά με συγκινεί.
Ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο εντοπίζει κανείς διάσπαρτο μέσα στο βιβλίο, είναι η αρτιότητα των ορχηστρών που πλαισιώνουν τον Γαβαλά, η έμφαση στον ήχο, αλλά και ο σεβασμός στο επάγγελμα του μουσικού. Από πού πηγάζει αυτή του η στάση απέναντι στους μουσικούς συνεργάτες του;
Για τον Γαβαλά η ορχήστρα του, οι συνεργάτες του δηλαδή, από τη Ρία Κούρτη και τον Κοινούση μέχρι τον Πολυκανδριώτη και τον Καράμπελα, όλες αυτές οι τεράστιες ορχήστρες του ’60 και του ’70, ήταν η οικογένειά του. Ήταν οι άνθρωποι με τους οποίος στεκόταν στην ίδια ακριβώς γραμμή. Βγαίνανε μαζί, τρώγανε μαζί, πήγαιναν εκδρομές μαζί. Για αυτό και αντιμετώπιζε και τα αφεντικά της εποχής από την μεριά των συνεργατών του κι όχι από τη μεριά των αφεντικών. Δεν είναι λίγες οι φορές, περιγράφεται τέτοιο περιστατικό στο βιβλίο, που απειλούσε ότι θα φύγει από μαγαζιά γιατί δεν ήταν εντάξει τα ζητήματα με τους συνεργάτες του. Υπήρξε περιστατικό που πλήρωνε ο ίδιος συνεργάτη του ενώ δεν το αποκάλυπτε ότι είναι ο ίδιος, επειδή δεν τον πλήρωνε το αφεντικό. Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις αλληλεγγύης και σεβασμού στο λαϊκό τραγούδι.
Όπως;
Μανώλης Χιώτης. Είναι μια κατεξοχήν τέτοια περίπτωση. Εδώ, θα σου πω σύντομη ιστορία πάνω σ’ αυτό. Κάποτε, όταν τελείωσε το πρόγραμμά του, κι αφού είχε συμφωνηθεί με τον ιδιοκτήτη όταν τελειώνουν να τρώνε στο μαγαζί, έφεραν σε εκείνον και στη Λίντα μπριζόλα, ενώ στους υπόλοιπους συνεργάτες του φακές. Έκανε τότε μεγάλο καβγά στον ιδιοκτήτη, λέγοντάς του ότι η φακή τη νύχτα είναι σαν να καταπίνεις σίδερο, «θέλω να βγάλεις μπριζόλα και για τους υπόλοιπους».
Τις ίδιες αρχές είχε και ο Γαβαλάς. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε σχεδόν πάντα τις ίδιες ορχήστρες. Το γεγονός ότι είχε μια στιβαρή, συμπαγή ορχήστρα δείχνει ότι ήταν σαν στρατός. Κι είναι ένα παλιό ήθος αυτό. Σχεδόν σπάνιο.
Παρατηρώντας κανείς την πορεία του διαπιστώνει ότι έχει να κάνει με ένα κατ’ εξοχήν παράδειγμα λαϊκού καλλιτέχνη. Απ’ τον μεροκαματιάρη της Καισαριανής στα μεγάλα πάλκα της Αθήνας. Σ’ όλη αυτή την πορεία, ποια η σημασία της γειτονιάς στη μετέπειτα εξέλιξή του;
Ο Γαβαλάς ανήκει σ’ αυτούς τους δημιουργούς καλλιτέχνες που δεν ξέχασαν ποτέ από πού ξεκίνησαν. Το θεωρώ ιερό και σπάνιο. Ανήκει επίσης σ’ αυτούς τους καλλιτέχνες που μπόρεσαν με δυσκολία, αλλά με θριαμβευτικό τρόπο, να μεταπηδήσουν απ’ αυτό που λέμε ερασιτεχνικό κύκλωμα μουσικών της γειτονιάς στο κεντρικό στερέωμα, δηλαδή στο κεντρικό κύκλωμα της νύχτας – ήδη απ’ τη δεκαετία του ’40 μιλάμε τώρα- και από εκεί στις μεγάλες πίστες της δεκαετίας του ’70 που, εν πολλοίς, άρχισαν να αλλοιώνουν και να μετασχηματίζουν το ίδιο το λαϊκό τραγούδι.
Η γειτονιά δεν έφυγε μέσα από τον Γαβαλά, παρότι ο Γαβαλάς μετακόμισε σχετικά νωρίς.
Κι αυτό οφείλεται σε συγκεκριμένους παράγοντες: Αρχικά, το μουσικό του αποτέλεσμα, ήταν αποτέλεσμα του συγχρωτισμού του και της σύμπλευσής του με τους συνομηλίκους του, με κυρίαρχο πρόσωπο τον Νίκο Μεϊμάρη, τον συνθέτη των «Γλάρων», που είναι ο άνθρωπος με τον οποίο άρχισαν να παίζουν στις μικρές ταβέρνες της περιοχής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εποχή που διαμορφώνεται σαν μουσικός είναι η εποχή που δεν παραιτείται απ’ το γεγονός ότι κάνει πάρα πολλές δουλειές για να ζήσει. Σχεδόν δεν κοιμόταν ο Γαβαλάς πριν περάσει οριστικά στη μουσική, μετά το ’56. Η ζωή του εκείνη την περίοδο είναι αφιερωμένη στο μεροκάματο. Είναι ένας επινοητικός βιοπαλαιστής ο Πάνος Γαβαλάς.
Αυτά, δεν τα ξέχασε ο Γαβαλάς, ποτέ! Ποτέ δεν ξέχασε το γεγονός ότι ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε στο Βατραχονήσι, ήταν απ’ τα νησιά, δούλεψε σ’ όλες αυτές τις δουλειές που έκανε, από τσαγκάρης μέχρι ψαράς, και σκάρωσε όλους αυτούς τους μουσικούς ήχους μες στις γειτονιές αυτές, πριν μεταπηδήσει στα κέντρα.
ΕΑΜ…
Η περίπτωση Γαβαλά αποδεικνύει, χωρίς κανένα κομματικό πρόσημο, τι γιγαντιαίο κίνημα και τι γιγαντιαία περίπτωση υπήρξε για τον 20ο αιώνα το ΕΑΜ. Το ΕΑΜ υπήρξε το παράδειγμα της άλλης ζωής. Αυτή είναι η επιτυχία του ΕΑΜ. Κι αυτό πρέπει να ξαναβρεί η Αριστερά, για να μιλήσουμε και λίγο για το σήμερα. Δηλαδή, το ΕΑΜ, όταν οι άλλοι ήταν στο Κάιρο, έκανε συσσίτια. Αυτό για μένα είναι το κλειδί τού πώς πείθεις τον κόσμο.
Μόνο αν η Αριστερά και το λαϊκό κίνημα φτιάξουν το άλλο παράδειγμα, θα μπορούν να μιλήσουν με ηγεμονικούς όρους.
Ο Γαβαλάς μπήκε στην ΕΠΟΝ Γούβας για τον πιο προφανή λόγο: Γιατί μπήκε όλη η γενιά του. Θα μου πεις, βέβαια, μπήκε όλη η γενιά του απ’ τη στιγμή που υπήρχαν και δωσίλογοι; Όχι. Μπήκε, όμως, η πλειοψηφία των παιδιών των λαϊκών συνοικιών. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Στο ΕΑΜ μπήκε.
Ο Γαβαλάς υπήρξε ένα ανήσυχο πνεύμα. Κι εδώ, επιστρέφουμε στο προηγούμενο. Πρωτογενώς, είχε μια ταξική ματιά στα πράγματα. Ήταν άνθρωπος του μεροκάματου. Τον ενδιέφεραν οι συνεργάτες του, να ζει την οικογένειά του. Με αυτόματο τρόπο εναντιώθηκε στον χιτλεροφασισμό. Δε λέω βέβαια ότι ήταν αυτόματο για όλους. Πολλοί, δε μίλησαν. Πολλοί, υποτάχτηκαν. Πολλοί μπήκαν στα Τάγματα Ασφαλείας, πάλι λαϊκά παιδιά μπήκαν κι εκεί. Στις γειτονιές του Γαβαλά, όμως, το ΕΑΜ ήταν το παράδειγμα της άλλης ζωής.
Στο βιβλίο αναφέρεσαι και στη συμμετοχή του στα Δεκεμβριανά…
Συμμετείχε, ναι. Γρήγορα αποστασιοποιήθηκε, βέβαια, στη μετέπειτα έκβαση του Εμφυλίου. Παρακολουθούσε ωστόσο τα τεκταινόμενα. Έδωσε βάση στη μουσική του, έλεγε μια φράση που τη θεωρώ συγκινητική: «Ανήκω σ’ όλους»· είναι σοβαρό αυτό, πρέπει να το δούμε.
Ποτέ, όμως, ξαναλέω, δεν ξέχασε από πού ξεκίνησε, παρότι δεν το υπενθύμιζε και ποτέ δεν το εξαγόρασε. Όταν μπήκε στην ΕΠΟΝ, δεν μπήκε σε έναν εξωραϊστικό σύλλογο γραμματοσήμων. Μπήκε σε περίοδο ναζιστικής Κατοχής. Σε περίοδο που καραδοκούσαν οι Χίτες και οι Ταγματασφαλίτες. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και θυμίζω, γιατί έχει σημασία, με τεράστιο πια πρόβλημα υγείας, με καρκίνο στον λάρυγγα δέχτηκε να πάει στη μεγάλη συναυλία της ΚΝΕ, το ’86, στο ΣΕΦ, για το κοινωνικό- λαϊκό τραγούδι· ο γιος του, του είχε πει: «Μην πας, ρε πατέρα, είσαι χάλια». Για να του απαντήσει ο Γαβαλάς: «Πρέπει να πάω». Kαι πήγε κι είπε το Σιγανοψιχάλισμα. Είναι μια ιδιαίτερη στιγμή αυτή για τις νεότερες γενιές.
Ο Γαβαλάς και η Κούρτη μεγαλουργούν σε μια Ελλάδα καμίνι ιστορικής πόλωσης. Σε μια Ελλάδα όπου οι πολυκατοικίες οικοδομούν το νέο συλλογικό υποκείμενο, ενώ τα τραύματα της φτώχειας, της Κατοχής και του Εμφυλίου παραμένουν εμφανή. Αυτός ο κοινωνικός καμβάς πώς αποκρυσταλλώνεται στο ιδιαίτερο γαβαλικό κοινό;
Καταρχάς, επέμεινα στη δισκογραφία της νύχτας καθώς θεωρώ τη νύχτα παρακολούθημα της μέρας. Η νύχτα αντανακλά εν πολλοίς πού πάει η κοινωνία. Έχω τη γνώμη ότι ο Γαβαλάς με τη στάση του και τα τραγούδια του συνέβαλε στο να διευρυνθεί- να ανοίξει το κοινό. Άρα, η απεύθυνση να είναι πιο μαζική. Επειδή είχε αυτό το ύφος και αυτόν τον βελούδινο τόνο στη φωνή συνέβαλε στην προσέλκυση πιο μεσαίων στρωμάτων, τα οποία όμως εκ των πραγμάτων, αφού όλη η κοινωνία άλλαζε, αναζητούσαν με τη σειρά τους τις νέες εστίες διασκέδασης.
Απ’ τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η παλιά μικρομεσαία ταβέρνα ή το παλιό μικρομεσαίο κοσμικό κέντρο τύπου «Τζίμης ο Χοντρός» κ.ά. αρχίζει να διευρύνεται και να γίνεται πίστα. Με αποκορύφωμα το ’70 βέβαια, που ‘χουμε τη «Νεράιδα» κι όλα τα άλλα, στα πλαίσια μιας γενικότερης αλλαγής στη νύχτα.
Ο Γαβαλάς συνέβαλε στο να διευρυνθεί το κοινό. Είχε ένα καινούριο, μουσικόφιλο κοινό μεσαίων στρωμάτων που αναζητούσε το λαϊκό τραγούδι σε μια, αν θέλεις, πιο εκλεπτυσμένη μορφή του. Δεν υπήρξε ο ίδιος φορέας αποκλεισμού για τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα που έτσι κι αλλιώς τον ακολουθούσαν ή άκουγαν τα τραγούδια του. Ήταν για όλους.
Θα είχαμε την ιστορική νομιμοποίηση να ισχυριστούμε ότι μαζί με τον Χιώτη εισήγαγαν το λαϊκό τραγούδι στα σαλόνια των κυριάρχων οικονομικά στρωμάτων;
Κοίτα, αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα τώρα. Μια κουβέντα που δεν τελειώνει ποτέ, γιατί, αν απαντήσω σχηματικά, θα σου πω ναι, παρόλα αυτά, όμως, πρέπει πάντα να αναζητούμε τους όρους με τους οποίους το έκαναν. Ποια ήταν αυτά τα ανώτερα στρώματα. Είναι μια κουβέντα αυτή, ένας ολόκληρος διάλογος. Για μένα σίγουρα έπαιξαν ρόλο στο να κατοχυρωθεί με έναν πιο ευρύ τρόπο το λαϊκό τραγούδι. Να γίνει δηλαδή, πιο διαταξικό.
Η περίοδος της Χούντας πώς βρίσκει τον Γαβαλά;
Κοίταξε, έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολα για όλους. Η Χούντα δεν έπαιξε μόνο βάρβαρο ρόλο σ’ αυτό που λέμε δικαιώματα και ελευθερίες, αλλά κατακρεούργησε τα χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού, κάτι που το πλήρωνε χρόνια το δημοτικό τραγούδι, την οικειοποίησή του από τους δικτάτορες. Αντίστοιχα, ελαφροποιήθηκε και το μαζικό, λαϊκό τραγούδι. Αυτό συμβαίνει την περίοδο της Χούντας. Την περίοδο που έχουμε τις μεγάλες πίστες, που μπαίνουν στη μέση στα κέντρα οι μαέστροι και τον έλεγχο πλέον δεν τον έχουν οι μπουζουξήδες ή οι τραγουδιστές, πράγμα για το οποίο ο Γαβαλάς φέρει τεράστιες αντιρρήσεις. Ελαφροποιούνται εν ολίγοις τα πράγματα, προστίθενται όργανα κ.ά. Προσοχή, δεν λέω ότι τα έκανε η Χούντα αυτά, αλλά ένα πολιτιστικό γεγονός το βλέπεις πάντα υπό το πρίσμα της πολιτικής πραγματικότητας. Η Χούντα ενθάρρυνε από την άλλη το ελαφρύ λαϊκό τραγούδι. Γιατί δεν μπορεί να είναι το ίδιο το «Κάποια μάνα αναστενάζει» με το «Ο Γιώργος είναι πονηρός». Είναι άλλο τραγούδι το ένα, άλλο τ’ άλλο. Για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε. Ο Γαβαλάς, όπως και οι μεγάλοι τραγουδιστές της πρώτης γραμμής, κατά τη γνώμη μου, μπαίνουν πίσω κι αρχίζουν και χτίζονται νέα λαϊκά πρότυπα. Την περίοδο εκείνη, συγκεκριμένα από το ’72 και έπειτα που κλείνει η εταιρεία, έχει να διαχειριστεί το μεγάλο τραύμα της Sonata. Πρέπει να διαχειριστεί την οικονομική κρίση που του αφήνει. Ενώ ταυτόχρονα με το πρόβλημα υγείας του φεύγει στο εξωτερικό, συνεχίζει στα κέντρα εδώ, βέβαια λίγο πιο έξω, πιο μετατοπισμένα από το κεντρικό σύστημα, το οποίο πλέον διαμορφώνεται με νέους όρους κι από αυτήν την ελαφροποίηση, στην οποία ήταν τελείως απέναντι ο Γαβαλάς.
Στο βιβλίο επισημαίνεται η εργαλειοποίηση της εικόνας και της απήχησης του Γαβαλά από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των Απριλιανών…
Ναι, αυτό συνέβαινε, χωρίς βέβαια δική του ευθύνη. Είναι η εικόνα με τα πιάτα. Η Χούντα για να προβάλλει ότι οι μέρες της συνοδεύονται από μία ευμάρεια ταξική- οικονομική, εκμεταλλεύεται πολύ μεγάλους λαϊκούς καλλιτέχνες. Καμία σχέση. Ούτε ο Γαβαλάς ευθύνεται, ούτε κανείς άλλος. Πρόκειται πολύ απλά για μια προσπάθεια οικειοποίησης από την ίδια τη Χούντα ενός πράγματος, το οποίο είχε απήχηση στον κόσμο. Δεν το κάνει τυχαία. Δεν πάει να οικειοποιηθεί κάτι που δεν έχει επίδραση. Υπενθυμίζει ότι ορίστε: «Περνάτε καλά»… Είναι η εργαλειοποίηση του μαζικού θεάματος.
Λίγο πριν το τέλος, έχουμε δει όλα αυτά τα χρόνια δεκάδες αφιερώματα στο λαϊκό τραγούδι και τους κυριότερους εκπροσώπους του. Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά, θα διαπιστώσει ότι τα αφιερώματα για τον Γαβαλά είναι ελάχιστα. Πού το αποδίδεις αυτό;
Αυτό δεν είναι πρόβλημα του Γαβαλά.
Προφανώς.
Είναι πρόβλημα των φορέων που οργανώνουν κάθε φορά κάτι. Η ημιμάθεια κυριαρχεί στην Ελλάδα. Τα στερεότυπα κυριαρχούν στην Ελλάδα. Το λαϊκό τραγούδι επίσης, βρίσκεται υπό διωγμό. Κι απ’ τα μαζικά Μέσα, ακόμη και τώρα. Είναι διωγμένο. Δεν είναι τυχαίο ότι ακούμε πολλές φορές ένα απαξιωτικό, μεταξικό λεξιλόγιο τού τύπου η «μπουζουξού». Το λαϊκό τραγούδι αναγκάζεται να κρύψει το μπουζούκι ξανά για να μην χαρακτηριστεί λαϊκό. Γνωρίζουμε τέτοιες καταστάσεις. Κυριαρχεί και προβάλλεται επίσης ένα άλλο είδος τραγουδιού που είναι πιο σύνθετο, αλλά και πιο απλό στον πυρήνα του. Γιατί το λαϊκό τραγούδι, το δομημένο στη μονοφωνική παράδοση και το μπουζούκι είναι ένα σπουδαίο είδος τραγουδιού. Απέναντί του όμως έχει την τηλεοπτικοποίηση των πάντων που κυριάρχησε για 20- 30 χρόνια.
Κλείνοντας, θα ήθελα να γεμίσω ένα «φλασάκι» με τα καλύτερα κατά τη γνώμη σου τραγούδια του Πάνου Γαβαλά. Ποια θα συμπεριελάμβανες σ’ αυτό;
Θα συμπεριελάμβανα σίγουρα τα μεγάλα του εμβλήματα. Δηλαδή: «Γλάροι», «Σιγανοψιχάλισμα», «Μακριά μου να φύγεις». Αλλά και πιο άγνωστα τραγούδια όπως το «Πόσο μου ‘χεις λείψει». Το «Σταυροδρόμι», επίσης. Το «Φύγε κι άσε με». Τον ύμνο της νύχτας, το «Γλυκέ μου τύραννε». Αλλά και τραγούδια λίγο παρεξηγημένα από τον τρόπο που έχουν ειπωθεί μεταγενέστερα. Το «Λαϊκό τσατσά», ας πούμε, το θεωρώ ένα δραματικό τραγούδι.
Αυτά θα μπορούσα να ξεχωρίσω. Νομίζω πως έχει αρκετό πλούτο ο Γαβαλάς για να διερευνηθεί και να ανακαλυφθεί περαιτέρω, τα τραγούδια του. Ας μην μένουμε μόνο στα προφανή. Το λέω και για τις μελλοντικές γενιές.
Info: To βιβλίο του Δημήτρη Μανιάτη, «Πάνος Γαβαλάς-Μια φωνή όλο φως» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Το Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018, στις 19:00, στην Εργατική Λέσχη Ν. Σμύρνης θα πραγματοποιηθεί συζήτηση με τον συγγραφέα του βιβλίου, ενώ στη συνέχεια θα ακολουθήσει συναυλία αφιέρωμα στον Πάνο Γαβαλά με τους Μ. Τσαϊρέλη, Μ. Δήμα, Γ. Νιάρχο.