Από τη Ρεβέκκα Κακολύρη
Το κόστος
Με ξεγέλασε η ζωή.
Την είχα τόσο αγαπήσει που πίστεψα σ’ έναν άλλον κόσμο.
Πίστεψα τόσο πολύ, που πριν γίνω πουλί τιμώρησα εγώ η ίδια την ψυχή μου.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά, και όσο κι αν προσπαθώ δεν υπάρχει τίποτα που να τα ξανακάνει όλα ίδια, έτοιμα να πετάξουν, έτοιμα να διδαχθούν.
Πίστεψα σ’ έναν άλλον κόσμο τόσο πολύ που ήταν αδύνατο να μην υπήρχε.
Τον φίλησα στα χείλη σαν εραστή, απ’ τους φθηνούς μα από κείνους με μεγάλη καρδιά. Εγκλωβίστηκα στο βλέμμα του και όλα ζωγραφισμένα σαν μια μεγάλη αγκαλιά που αλλάζει τη θωριά της. Δεν πίστεψα μόνον εγώ σε εκείνον, πίστεψε κι αυτός σε μένα.
Ερωτεύτηκα την επιμονή που διέθετε, καθώς ήταν αποφασισμένος να νικήσει και την ατέρμονη υπομονή του καθώς οι άνθρωποι τον έσερναν στο χώμα. Ερωτεύτηκα την αγνότητα και το φως που τον περίλουζε, δεν παρεξηγούσε τους ανθρώπους, μονάχα στα μάτια τους κοιτούσε και τους έδειχνε την αλήθεια. Αυτός δεν ερωτεύτηκε την επιμονή (παρορμητική και απρόσμενα ερωτευμένη καθώς ήμουν), την υπομονή (που αρνιόμουν να δεχτώ). Ερωτεύτηκε μονάχα το πέρασμά μου. Ωσάν πέρασμα αετού π’αλάργεψε και έσπασε τα σύνορα.
Δεν υπήρχαν σύνορα.
Τόσο ψηλά υπήρξε που σαν σταγόνα από βροχή θα έσκαγε στον κόσμο μας και θα τον άλλαζε για πάντα.
Έχω όμως κάτι σπασμένα φτερά και ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος κόσμος με χωράει.
Ένας στρατός μολύβια
Γέμισε η καρδιά μου με το μεγάλο μακρινό θόρυβο του αύριο. Τ’ αδράχτι σαν άγγιγμα κι όμως με κοίμισε. Και δεν υπάρχει τίποτα που να “μεινε στ” αλήθεια, τίποτα που δε θα αρνιόταν τον ερχομό της αγαπημένης. Ένα μολύβι που περιμένει τ’ αναπόφευκτο, τα δουλεμένα χέρια του παλικαριού να υφάνουν στο πέρασμα αιθέρα.
Μα δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα που να “χει μείνει ζωντανό σ” αυτά τα μέρη. Και δεν υπάρχει τίποτα, ούτε δάση, ούτε θάλασσες. Ούτε σκόνη, ούτε συνθήματα στον γκρίζο τοίχο του παλιού εργοστασίου.
Ούτε χέρια πια που να νογάνε ένα μολύβι.
Είμαι ένα μολύβι, καθισμένο στη μόνη σκονισμένη γωνία του σπιτιού , πίσω απ’ τα ξύλα που καίνε. Και μη νομίζεις πως δεν είμαι ευτυχισμένο. Φτιάχνω τον δικό μου κόσμο. Έχω έναν δικό μου ήλιο που κάθε απόγευμα όταν η οικογένεια μαζεύεται στο σαλόνι, υψώνεται και καίει. Μα είναι ο δικός μου ήλιος και δεν φοβάμαι να σου πω πως το πιστεύω.
Και τελικά, τι νομίζεις;
Τι είμαστε εμείς;
Καθισμένοι πίσω απ’ τα ξύλα, υγρά και μουχλιασμένα, περνώντας τις φλόγες για θεό.
Ανάθεμα, καμιά φορά σκιάζομαι αφού πιστεύοντας πως είναι κάτι σπουδαίο, οι δικοί μας πέφτουν στη φωτιά και χάνονται για πάντα.
Απ’ το δικό τους ψέμα.
Τι νομίζεις;
Τι είμαστε τελικά, για πόσο ακόμα;
Τι νομίζεις;
Μια στρατιά μολύβια είμαστε, οδηγημένοι απ’ το ίδιο μας το κεφάλι.
(Τα παραπάνω κείμενα ανήκουν σε μια βιογραφική, ποιητική συλλογή καθώς είναι αποσπάσματα του ανέκδοτου βιβλίου μου με τίτλο »Παιδί της Άνοιξης»)
* H Ρεβέκκα Κακολύρη σχεδόν πατά τα δεκαέξι χρόνια. Είναι ευγνώμων που ακόμη υπάρχουν άνθρωποι που παλεύουν να κρατήσουν ζωντανές την τέχνη και την επιστήμη, μα πάνω από όλα είναι ευγνώμων που υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ακόμα στους ανθρώπους. Στο παρελθόν δύο ποιήματά της είχαν δημοσιευτεί στο περιοδικό, το «Εσύ» και το «Δεν» χάρις τον δάσκαλο και συνοδοιπόρο της στη ζωή Μιχάλη Κούτρα, αφού επέμενε να τα στείλει. Αυτή τη φορά στέλνει δύο ποιητικά κείμενα μονάχα για έναν σκοπό. Πιστεύει πως τούτος ο κόσμος μπορεί να γίνει ο κόσμος του Λάσκαρη, του Καβάφη, του Καρυωτάκη. Γι αυτό το λόγο κάθε μικρή ή μεγάλη πράξη που κάνουμε (αν και δεν υπάρχει »μικρή» πράξη όταν την κάνεις με αγάπη) μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Πολλοί άνθρωποι της έχουν »καρφώσει» την ετικέτα ονειροπόλα. Ας είναι … Επιμένει σε έναν καλύτερο κόσμο και θα επιμένει για όσο η πνοή της ακόμα ταξιδεύει.