Επικαιρότητα

Δυστύχημα στο δρόμο για την επανάσταση

By Δημήτρης Κούλαλης

September 01, 2016

Από τον Δημήτρη Κούλαλη

Η πραγματική στόχευση της δημοσιογραφίας -θα έπρεπε να- είναι να δώσει φωνή σε εκείνους που δεν έχουν. Παράλληλα,  θέτοντας τα δικά της ερωτήματα για λογαριασμό του λαού, βρισκόμενη απέναντι στα διάφορα συμφέροντα και την εξουσία, να καταφέρει να αφυπνίσει την κριτική σκέψη, να προβληματίσει και να παρακινήσει τους πολίτες να οργανωθούν και να διεκδικήσουν μια καλύτερη κοινωνία.

Δυστυχώς, όμως, στις μέρες μας, το συγκεκριμένο είδος δημοσιογραφίας σπανίζει.  Οι λιγοστές εξαιρέσεις, αντιμάχονται  ένα «μιντιακό»  κατεστημένο που προάγει το  ρατσισμό και το σεξισμό, προπαγανδίζει και μέσα απ’ την ψευδαίσθηση της «αντικειμενικής» και «πλήρους» ενημέρωσης  παράγει έναν σύγχρονο ολοκληρωτισμό.

Αλλά, ας μην επεκταθούμε περαιτέρω στο ρόλο των ΜΜΕ, των αντηχείων του νεοφιλελευθερισμού και της «πλουραλιστικής μονοφωνίας». Ας μιλήσουμε για ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά ζητήματα, μια μάστιγα που μας  απασχολεί δεκαετίες τώρα: τα τροχαία ατυχήματα- δυστυχήματα.

Πρόκειται για ένα θέμα που, παρότι άπτεται της επικαιρότητας, πάλι εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η ενδελεχής διερεύνησή του πηγαίνει πάντα στις δημοσιογραφικές καλένδες. Λίγοι άνθρωποι, φερειπείν, γνωρίζουν ότι κάθε χρόνο στη χώρα μας εξαφανίζεται από τα «τροχαία» μια επαρχιακή κωμόπολη  ή ότι μέσα σε μια διετία οι θάνατοι στην άσφαλτο ισούνται με τις απώλειες των Αμερικάνων στο Ιράκ καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής.

Τα στοιχεία της Τροχαίας, αδιάψευστοι μάρτυρες των «εγκλημάτων» που διαπράττονται κάθε χρόνο στην ελληνική επικράτεια, αναφέρουν ότι, μόνο το 2015, σημειώθηκαν 11.517 [<2014] ατυχήματα, έχοντας ως απολογισμό: 12.872 ελαφρά τραυματισμένους, 1.068 βαριά τραυματισμένους και 789 νεκρούς. Ως κύρια αίτια εμφανίζονται η κίνηση στο αντίθετο ρεύμα και η υπερβολική ταχύτητα, ενώ, άλλες μελέτες, τονίζουν ότι η κατανάλωση αλκοόλ συνεπικουρεί στην αύξηση της «μακάβριας λίστας» των θυμάτων.

Κι εδώ, ερχόμαστε να θέσουμε το εξής απλό ερώτημα: Τις πταίει

Αναντίλεκτα, είναι μεγάλες  οι ευθύνες της Πολιτείας και των μεγαλοεργολάβων που πληρώθηκαν με μυθώδη ποσά,  για την κακή κατάσταση πολλών οδικών δικτύων της χώρας. Προσέτι δε, οι ελαστικοί νόμοι υποδαυλίζουν την (όποια) προσπάθεια αντιμετώπισης του ζητήματος. Ωστόσο, πέραν του προφανούς, δηλαδή της επικινδυνότητας των δρόμων και της ελαστικότητας των νόμων, υπάρχει και μια άλλη διάσταση που συντελεί στη συνέχιση του φαινομένου. Μιλάμε φυσικά, για τη συμπεριφορά των Ελλήνων οδηγών.

Είναι αλήθεια ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας διαπνέεται από ένα αίσθημα αυταρχισμού, το οποίο μεταφράζεται στο τιμόνι σε μια τραμπούκικη και αλαζονική συμπεριφορά που επιβάλλει το «νόμο» της  παντοιοτρόπως.

Ήγουν, για τους λάτρεις της ταχύτητας και της επιθετικής οδήγησης, το αμάξι σημαίνει εξουσία και κύρος. Έτσι, όσο πιο ακριβό και ταχύ είναι, τόσο πιο πολύ ανεβαίνει στην ιεραρχία ο κάτοχός του.  Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, το αυτοκίνητο μετατρέπεται σε φονικό όπλο.  Ο οδηγός, νιώθει ότι ανήκει σε ένα «ανώτερο» είδος· οι δρόμοι του ανήκουν, ο άλλος είναι κόπανος και το εμπόδιο μπροστά του δεν τον νοιάζει αν είναι άνθρωπος ή αντικείμενο, αρκεί να εξαφανιστεί.  Η πνευματική του αμβλυωπία, τού υπαγορεύει ότι ο μόνος τρόπος για να  «ισχυροποιήσει»  τη θέση του στον κόσμο είναι συντρίβοντας τον αδύναμο, εν προκειμένω τον πεζό ή τον απέναντι οδηγό.

Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό, ότι η οδική μας συμπεριφορά συνδέεται άρρηκτα με την εν γένει κοσμοαντίληψή μας. Είναι τα απόνερα του νεοπλουτισμού, του φρενήρη καταναλωτισμού και του «κτητικού ατομικισμού» των προηγούμενων δεκαετιών,  αλλά και το ξέσπασμα μιας «αποπροσανατολισμένης»  επιθετικότητας, ως απότοκο της μνημονιακής εξαετίας, που διαπλάθουν τέτοιους  χαρακτήρες. Η φτώχεια και η ταξική ανισότητα άλλωστε , δεν σημαίνουν αυτόματα και αντίσταση. Τουναντίον, συχνά εντείνουν την εγγενή ραθυμία, τη βαρβαρότητα προς τους «από κάτω» και την εξοικείωση με την ανελευθερία.

Για αυτό, δεν είναι να απορεί κανείς που πλείστοι όσοι, καθημερινά, μέμφονται θεούς και δαίμονες για τα δεινά τους , έχοντας  υιοθετήσει την λογική της ανάθεσης, γίνονται μαζάνθρωποι και δεν λαμβάνουν καμία πρωτοβουλία.

Κι όμως! Αν σταματούσαμε να ζούμε βυθισμένοι στη μακαριότητά μας, αν κοιτάζαμε τις βαθύτερες ρίζες τέτοιων φαινομένων, ξεκινώντας απ’ τα «μικρά»:  τη δημιουργία, για παράδειγμα, ενός μετώπου δράσης για την αντιμετώπιση των τροχαίων ατυχημάτων – απέναντι στην ασυδοσία· ίσως να μπορούσαμε αργότερα να διεκδικήσουμε το μεγάλο στόχο, μια πιο συμβιωτική κοινωνία. Μακριά από τους «γύπες» των αγορών, υπερβαίνοντας κάθε σχέση εκμετάλλευσης.

Ζούμε σε περίεργους καιρούς, όπου το χτες είναι ένας ξένος και μακρινός πλανήτης και το μέλλον φαντάζει ως η συνέχιση του ρευστού παρόντος. Τα συνθήματα και οι βεβαιότητες  που, μέχρι πρότινος, αποτελούσαν τον κώδικα επικοινωνίας των φορέων διεκδίκησης με την κοινωνία, πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε νέους δρόμους που θα προτείνουν τρόπους διαφυγής από το ζόφο των ημερών μας.

Είναι αναγκαίο όσο ποτέ να δημιουργήσουμε εκείνο το κίνημα «από τα κάτω» που θα «αντιμάχεται την άνιση κατανομή της επισφάλειας και την τεχνοκρατική περιστολή της δημοκρατίας»*.

Ίσως, ο στόχος μοιάζει δυσεπίτευκτος. Αξίζει, όμως, να το παλέψουμε.

Εξάλλου, όπως έγραψε πρόσφατα και ο δημοσιογράφος- αναλυτής Κρις Χέτζες, «η επανάσταση είναι προ των πυλών».

*«Απ- αλλοτρίωση», Τζούντιθ Μπάτλερ- Αθηνά Αθανασίου, Τόπος, 2016