του Νικήτα Φεσσά
H νέα ταινία του σκηνοθέτη του Gomorra, Matteo Garrone, είναι μια μικρή σπουδή πάνω στη βία, την τοξική αρρενωπότητα, και πάνω στο πώς οι πιο ευαίσθητοι και αδύναμοι σε αυτή τη ζωή πρέπει να προσαρμοστούν αν θέλουν να επιβιώσουν σε έναν σκληρό, άδικο, ‘dog-eat-dog’ (ή homo homini lupus, για να μεταχειριστώ ένα – ακόμα – σπισιστικό ρητό) κόσμο.
Βασισμένο σε ένα απίστευτο πραγματικό περιστατικό που συνέβη στην Ιταλία της δεκαετίας του ’80 (το ίδιο περιστατικό έγινε σπλάτερ ταινία τρόμου που θα κυκλοφορήσει αργότερα φέτος), το Dogman αφηγείται την ιστορία ενός γλυκού, καλόψυχου και υποταγμένου καλλωπιστή σκύλων σε μια μικρή, σχεδόν άδεια, ρημαγμένη παραθαλάσσια πόλη της Ν. Ιταλίας (συγκεκριμένα βόρεια της Νάπολης).
Ο Μαρτσέλο αγαπά τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου, και τη μικρή του κόρη. Παράλληλα αναπτύσσει μια παράξενη σχέση με τον τοπικό τραμπούκο, τον κτηνώδη Σιμόνε, και οι δυο τους κάνουν μικροκλοπές. Ο Μαρτσέλο αποζητά τη φιλία και την αναγνώριση του γείτονα. Ο μπρούτος Σιμόνε σχεδόν τον ‘αποπλανεί’ διαβολικά, με το να του δείξει έστω και ελάχιστο, ψεύτικο ενδιαφέρον ως ‘φίλος’. Τελικά όμως τον ξεγελά, με αποτέλεσμα ο ανθρωπάκος να καταλήξει στη φυλακή. Όταν ο Μαρτσέλο βγαίνει έξω μετά από έναν χρόνο είναι φαινομενικά ο ίδιος, αλλά εντός του έχει αλλάξει, δεν είναι πια τόσο πειθήνιος, και θέλει να πάρει εκδίκηση, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να ‘δαγκώσει’ το κακό ‘αφεντικό’ του.
Βρίσκοντας τον ουμανισμό στα μικρά και ταπεινά (η σκηνή που ο πρωταγωνιστής επιστρέφει για να σώσει ένα σκυλάκι που οι άσπονδοι ‘φίλοι’/συνεργοί του έχουν καταδικάσει σε απάνθρωπο θάνατο), αλλά και σε ασυνήθιστα, σκοτεινά, και βρόμικα μέρη, η ταινία του Garrone, με τη θεματολογία, την αίσθηση αυθεντικότητας, και τους ημι-ερασιτέχνες ηθοποιούς, συνδυάζει την παράδοση του κοινωνικού (νεο)ρεαλισμού (βλ. Ροσελίνι, Ντε Σίκα) της πατρίδας του σκηνοθέτη με τους κώδικες του νουάρ[1]: φαταλισμός, ντετερμινισμός, νύχτα και βροχή, ημιεγκαταλελειμμένα κτίρια και μη-τόποι, φωτεινές πινακίδες νεον, εχθρικός περίγυρος, μικροαπατεώνες του υποκόσμου, μικρά και μεγάλα ψάρια (εδώ: σκυλιά), ο παροιμιώδης ‘underdog’ (για να κάνω ένα ακόμα λογοπαίγνιο με τον τίτλο) που δεν είναι εντελώς αθώος αλλά πιάνεται κορόιδο, και τελικά πληρώνει δυσανάλογο κόστος.
H βία στον Garrone (που ξεκίνησε από ζωγράφος) είναι σχεδόν λυρική/ποιητική, και διανθίζεται από μικρές πινελιές καλοδεχούμενου χιούμορ (κυρίως στην αρχή). Ο Μαρτσέλο, ένα κλοτσοσκούφι, προσπαθεί διαρκώς να εξημερώσει με καλοπιάσματα το λυσσασμένο ανθρώπινο Ροτβάιλερ που είναι ο Σιμόνε, και στο οποίο αρνείται να κάνει ‘ευθανασία’, αν και του δίνεται η ευκαιρία πάνω από μια φορά.
Η ιστορία θυμίζει την ταινία του Garrone, O Tαριχευτής (L’ imbaslamatore, 2002). Προσωπικά μου θύμισε και τον Μαχαιροβγάλτη, του Γιάννη Οικονομίδη. Σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης αρνήθηκε ότι πρόκειται για άλλη μια μπανάλ αλληγορία συγκεκριμένα για τη φασιστική Ιταλία, ή τη σημερινή της κατάσταση, με Σαλβίνι, κλπ.
Ρεσιτάλ ερμηνείας από τον πρωταγωνιστή Μarcello Fonte (έφυγε με το σχετικό βραβείο από τις Κάννες), με τη σχεδόν καθαγιασμένη φιγούρα του (ένα είδος Αγ. Φραγκίσκου, που ήταν γνωστός για την αγάπη του για όλα τα πλάσματα, και είναι προστάτης των ζώων — παρεμπιπτόντως η ζωή του έχει γίνει διάσημη ταινία από τον Ροσελίνι) και το εξπρεσιονιστικό πρόσωπο και το σουλούπι του που θυμίζουν μια διασταύρωση Ρομπέρτο Μπενίνι και Μπάστερ Κίτον. Πολύ καλός όμως και ο Edoardo Pesce ως Σιμόνε, που πραγματικά μεταμορφώθηκε για τον ρόλο. Οι δυο τους κάνουν ένα ζευγάρι βγαλμένο από τις βωβές ταινίες του Τσάπλιν. Χωρίς την αιματηρή βία, το Dogman θα μπορούσε επίσης να γίνει μια ωραία μικρού μήκους της Pixar (όχι τυχαία, o Garrone περιγράφει τις ταινίες του, ακόμη και τις πιο βίαιες, ως ‘παραμύθια’).
Όμορφη και ατμοσφαιρική η κινηματογράφηση του Nicolai Brüel.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία
[1] Και του γουέστερν, κατά δήλωση του σκηνοθέτη.