Από το Γιάννη Δημογιάννη
Γράφει ο αγαπημένος:
«Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιά κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ…»
Να περπατάς στους δρόμους, που αγάπησες και μίσησες ατέλειωτα. Να προχωράς μέσα στη νύχτα, όταν κατακάθεται η σκόνη των ψυχών. Μόνος με τον εαυτό σου, δίχως να γνωρίζεις κανέναν. Ψάχνοντας την ασήμαντη παρουσία σου σε κάθε γωνιά. Στις διασταυρώσεις, που οι δρόμοι συναντιούνται, συστήνονται, συνομιλούν, πριν καν συναντηθούν οι ζωές και οι διαβάτες. Στους γαλάζιους, στιλπνούς οδοθέτες που αποκαλύπτουν στους περαστικούς, την ταυτότητα, τα μυστικά κάθε δρόμου. Οδός… αριθμός! Μελίχου και Μιλτιάδου, γωνία… Μελανίππου και Κομαιθούς… Τρικλαρίας Αρτέμιδος… Ευρυπύλου… Διόνυσου του Αισυμνήτη.
Οι δρόμοι, τα πρόσωπα τους, οι ζωές, οι νίκες και οι συντριβές. Αραιά και που – όλο και πιο σπάνια, όμως – οι έρωτες, οι αγάπες, οι θυσίες των θνητών! Συνήθως, τυχαίνει να βαδίζουμε αδιάφοροι και βιαστικοί, χαμένοι στις σκιές της σκέψης μας. Άλλοτε, πάλι, κάνουμε μία στιγμιαία παύση, συνοδευμένη με μία «αφελή» απορία, που τις περισσότερες φορές παραμένει αναπάντητη. Όπως τότε, που ήμασταν παιδιά και διψούσαμε να μάθουμε τα πάντα! Τις περισσότερες φορές, βέβαια, παραμένοντας απορροφημένοι στον καθημερινό πυρετό και τη ρουτίνα, ελάχιστοι πια στρέφουν το βλέμμα τους, στις γωνίες των δρόμων. Ελάχιστοι ενδιαφέρονται, αναρωτιούνται. Και ακόμη λιγότεροι ενδίδουν στον πειρασμό ν’ ασχοληθούν με τη ζωή κάποιου άλλου. Η ερώτηση, συνήθως, φαντάζει ανούσια και περιττή.
Κάπως έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε και σε μένα η απορία. Με αφορμή ένα στενάκι, με το κάπως ανοίκειο όνομα του μυθικού, λέει, ήρωα Μελάνιππου. Του ίδιου προσώπου που, για τρία περίπου χρόνια, έβλεπα καθημερινά κρεμασμένο στην πέτρινη μάντρα του σπιτιού, που τότε έμενα. Και να, που τώρα προσέρχομαι στο «δικαστήριο της αγάπης σας», και ξετυλίγω την ανέμη ενός μύθου αρχέγονου που, κάποια μέρα, ήρθε σαν δώρο και στη δικιά μου ζωή, για να μου μάθει πώς ερωτεύτηκαν κάποτε δύο άνθρωποι. Πώς όρισαν τη ζωή τους. Ποιό ήταν, εν τέλει, το μέτρο και το τίμημα της ελευθερίας τους!
Η Πάτρα, κατά πως λέγεται, ήταν μία περιοχή οργιώδους βλάστησης, γι’ αυτό και οι κάτοικοι φυσικό ήταν να λατρεύουν την Άρτεμη, την προστάτιδα των κυνηγών, από κοινού με τον Διόνυσο, τον Αισυμνήτη (ακριβοδίκαιος ηγεμών).
Κάπου εκεί, στον 12 αιώνα π.Χ., οι τρεις δήμοι της περιοχής ενώθηκαν, προς τιμήν της θεάς. Αρόη, Άνθεια και Μεσσάτις ήταν οι τρεις δήμοι της πόλης και, αφού ενώθηκαν σε μία κοινότητα, Τρικλαρία βάφτισαν την Άρτεμη, γιατί, τότε, κλήρους ή κλάρους (βλ. δωρική διάλεκτο) ονόμαζαν τους δήμους στον τόπο μας.
Επιστρέφοντας, πάντως, στα «Αχαϊκά», ο Παυσανίας μάς αφηγείται αυτόν τον έρωτα που πυρπόλησε τις δύο νεανικές ψυχές:
«Λένε πως κάποτε συνέβη να είναι ιέρεια της θεάς η Κομαιθώ, μία εξαιρετικά ωραία παρθένος και πως έτυχε να είναι ερωτευμένος μαζί της ο Μελάνιππος, ο οποίος και στα άλλα ξεπερνούσε τους συνομηλίκους του, ιδιαίτερα όμως στη σωματική ομορφιά».
«Όταν ο Μελάνιππος έκαμε την παρθένο να τον ερωτευθεί εξ ίσου, τη ζήτησε σε γάμο από τον πατέρα της, αλλά όπως συμβαίνει συχνά με τα σκουριασμένα μυαλά των γερόντων, ο πατέρας της Κομαιθούς αρνήθηκε να δώσει την κόρη του, νύφη στον ασεβή βοσκό».
Ο Μελάνιππος όμως και η αγαπημένη του ιέρεια Κομαιθώ δεν έκαναν πίσω, μετά την απόρριψη του γέροντα πατέρα. Αντιθέτως, αυτή του η άρνηση αποδείχθηκε αρκετή, για να φουντώσει ακόμη περισσότερο τη φλόγα της αγάπης τους. Και όταν ο έρωτάς τους κατακρίθηκε και χλευάστηκε ως ανήθικος, παράνομος και ανοίκειος, τότε οι δύο ερωτευμένοι έκαναν την φλόγα πυρκαγιά, και παραδόθηκαν στην πυρκαγιά, δίχως τον παραμικρό φόβο:
Αποφάσισαν να σπιτώσουν τον έρωτά τους σε τόπο ιερό, και μάλιστα μέσα σε μία «εκκλησία», που σε εκείνη την εποχή λατρευόταν η Άρτεμις, ως θεά της αγνότητας και της παρθενίας!!
Και αφηγείται ο Παυσανίας: «Και φάνηκε από ό, τι συνέβη στην περίπτωση του Μελάνιππου, αλλά και σε πολλές άλλες, πως ο έρωτας είναι ικανός και τα νόμιμα των ανθρώπων να συγχύσει και τις τιμές των θεών να ανατρέψει»
«Μέσα στο ιερό της Άρτεμης (!), η Κομαιθώ και ο Μελάνιππος ικανοποίησαν το πάθος του έρωτά τους… Γιατί συνέβη στο εξής το ζεύγος αυτό να χρησιμοποιεί το ιερό ως νυφικό θάλαμο, ενώ τους ανθρώπους άρχισε να τους φθείρει η οργή της Άρτεμης με το να μην αποδίδει η γη κανένα καρπό, αλλά και αρρώστιες ασυνήθιστες να πέσουν και θάνατοι να σημειωθούν απ’ αυτές περισσότεροι παρά πριν».
«Τότε η πόλη κατέφυγε στο μαντείο των Δελφών, και η Πυθία κατηγόρησε το Μελάνιππο και την Κομαιθώ ∙ και ήρθε χρησμός κι αυτούς τους δυο να θυσιάσουν στην Άρτεμη, αλλά και κάθε χρόνο να θυσιάζουν στη θεά ένα νέο και μια νέα παρθένο που θα υπερτερούσαν στην ομορφιά».
«Εξαιτίας δε της θυσίας αυτής, ο ποταμός κοντά στο ιερό της Τρικλαρίας ονομάστηκε Αμείλιχος ∙ πριν δεν είχε κανένα όνομα. Όσοι νέοι και παρθένες χάνονταν – χωρίς κανένα φταίξιμο απέναντι της θεάς, αλλά εξ αιτίας του Μελάνιππου και της Κομαιθούς – και οι ίδιοι ήταν αξιολύπητοι για ό, τι πάθαιναν, αλλά και οι δικοί τους…
Και ολοκληρώνοντας την διήγησή του, ο Παυσανίας αφήνει στους μεταγενέστερους εραστές την δικιά του «αναρχική» παρακαταθήκη:
«Για το Μελάνιππο όμως και την Κομαιθώ προσωπικά δεν πιστεύω πως έπαθαν καμιά συμφορά, γιατί το μόνο που ισοφαρίζει σε αξία την ανθρώπινη ζωή είναι το να πετύχει κανείς στον έρωτα».
Αν τώρα αναρωτηθείτε πώς κατάφερε η Πάτρα να λυτρωθεί από την κατάρα της Άρτεμης και πώς ο ποταμός Αμείλιχος «καθαγιάστηκε» και ονομάστηκε Μείλιχος – δηλαδή πράος, καλοσυνάτος, όπως ακριβώς λέγεται έως τις μέρες μας – την απορία μάς λύνει ξανά ο μεγάλος περιηγητής, παραμυθάς.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Ευρύπυλος – γιος του Θεσσαλού βασιλιά Ευαίμονα – κατέφθασε μια μέρα στη θάλασσα της Αχαϊκής γης, κοντά στην αμμουδιά της Αρόης, ζητώντας εξιλέωση για τις δικές του ανόσιες πράξεις, που τον είχαν οδηγήσει στην παραφροσύνη.
Και αυτό συνέβη, γιατί ο Θεσσαλός πρίγκιπας – όταν η Τροία κυριεύτηκε και λαφυραγωγήθηκε από τους Έλληνες – ενέδωσε στον πειρασμό της υλοφροσύνης και, παρασυρμένος από την απληστία του, σύλησε μία ιερή λάρνακα. Σκεύος θαυμαστό – έργο περίτεχνο του Ηφαίστου – αλλά, πρωτίστως, δώρο που είχε προσφέρει ο Δίας στον Δάρδανο, τον ιδρυτή της Τροίας.
Αυτό, όμως, που ούτε καν πέρασε από το νου του Ευρύπυλου ήταν πως μέσα στη λάρνακα παρέμενε προστατευμένο από τα μάτια των ασεβών, το άγαλμα του θεού Διονύσου του Αισυμνήτη. Του ακριβοδίκαιου, δηλαδή, ηγεμόνα – αυτού που χωρίζει τα δίκαια από τα άδικα. Και το συγκεκριμένο επτασφράγιστο μυστικό το γνώριζε σαν θησαυρό ανεκτίμητο, μόνον ο βασιλιάς Δάρδανος. Πέραν αυτού, ουδείς άλλος δεν είχε το δικαίωμα να παραβιάσει την ιερή λάρνακα. Γιατί, αν τυχόν γινόταν μια τέτοια αποτρόπαιη πράξη, τότε οι «δαίμονες» θα ξέφευγαν από τις ανθρώπινες δυνάμεις, ακριβώς όπως είχε συμβεί και με το κουτί της Πανδώρας.
Ο Ευρύπυλος, πάντως, τυφλωμένος από την απληστία, δε δίστασε ν’ ανοίξει τη λάρνακα και, για την αλαζονεία του αυτή, τιμωρήθηκε από τον Ηγεμόνα Διόνυσο, χάνοντας τα λογικά του.
Αυτή η ανόσια πράξη, όπως μαρτυρεί ο Παυσανίας, προκάλεσε «το ανοιξιάτικο θρασομάνημα», την εκδίκηση με άλλα λόγια της φύσης σε βάρος του υβριστή. Γι’ αυτό και ο Θεσσαλός πολέμαρχος, «τον περισσότερο καιρό ήταν τρελός, και λίγα μόνο διαστήματα συνέρχονταν».
Ανίκανος να λυτρωθεί μόνος του από τις τύψεις, ο Ευρύπυλος κατέφυγε ικέτης στο μαντείο των Δελφών και ο χρησμός της ιέρειας ήταν σαφής: «Όπου βρει ανθρώπους να κάνουν θυσία ασυνήθιστη, εκεί να αποθέσει τη λάρνακα και εκεί να εγκατασταθεί και ο ίδιος».
Γι’ αυτό και γιος του Θεσσαλού βασιλιά ξενιτεύτηκε, μέχρι που ο άνεμος προσάραξε τα πλοία του στη θάλασσα κοντά στην Αρόη. Όταν όμως αποβιβάστηκε στην Αχαϊκή γη, βρήκε ένα όμορφο νέο και μία όμορφη παρθένα, φερμένους για θυσία στο βωμό της Τρικλαρίας Άρτεμης. Κοντά στις όχθες του ποταμού που αρχικά λεγόταν Αμείλιχος – δηλαδή σκληρός, ανελέητος – επειδή εκεί, σύμφωνα με τους θρύλους, γίνονταν κάθε χρόνο ανθρωποθυσίες.
Εξάλλου, ο Νόμος ο υπερκόσμιος και το θέλημα της Άρτεμης, που λατρευόταν σαν θεά της αγνότητας, όριζαν ρητά να είναι παρθένος η ιέρεια, που ορκίστηκε να υπηρετεί την Τρικλαρία. Τουλάχιστον μέχρι την ώρα που η ιέρεια θα παντρευόταν, νόμο που δεν σεβάστηκαν, ευτυχώς ή δυστυχώς, οι δύο εραστές… Και χρειάστηκε να έρθει ο ανόσιος βασιλιάς στην πόλη της ανόσιας θυσίας – στις γειτονιές που σπίτωσαν τον έρωτα των ασεβών – προκειμένου να σβήσει η μανία και η κατάρα της θεάς, από τη μετάνοια του Θεσσαλού βασιλιά. Αυτού του άπληστου, του αλαζόνα και ανόσιου άρχοντα, που ζήτησε έλεος από τη θεά, και τον Διόνυσο, τον ακριβοδίκαιο Ηγεμόνα ∙ κάπου εκεί, κοντά στις όχθες που θυσιάστηκαν οι δύο εραστές.
Κάπως έτσι αποκαλύπτεται μία αλήθεια, βαθειά ριζωμένη στο DNA των προγόνων μας. Η απληστία, το πάθος για εξουσία, η αλαζονεία του ισχυρού, η ασέβεια μετρούσαν σαν αποτρόπαιες πράξεις που μόλυναν την ψυχή.
Ο κόσμος των αρχαίων Ελλήνων, «ο μικρός, ο μέγας», δεν υστερούσε πουθενά… «Πάντα πλήρη θεών» – «όλα είναι γεμάτα από την παρουσία των θεών» – για να προστρέξω στα λόγια του Θαλή του Μιλήσιου.
Γιατί σε αυτόν τον μακρινό κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί να ένιωθε μετέωρος κι ευάλωτος απέναντι στο κοσμικό χάος, αλλά αν μη τι άλλο σκεφτόταν, ερωτευόταν, πονούσε, αγωνιούσε, αλλά κυρίως δεν έχανε την ελπίδα του!
Την πίστη του στον Ορθό Λόγο και το Ωραίο. Την αγάπη του προς την Ελευθερία και τον Ανθρωπισμό
Σε όσους ξόρκισαν το φόβο του Θανάτου