του Νικήτα Φεσσά
Στο Dunkirk ο Christopher Nolan καταπιάνεται για πρώτη φορά με το είδος της πολεμικής ταινίας, ενώ παράλληλα αγγίζει με τόλμη ένα ευαίσθητο θέμα για τους συμπατριώτες του, τον απόηχο μιας σχεδόν ολοκληρωτικά καταστροφικής ήττας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και με τάιμινγκ στον απόηχο του πρόσφατου Brexit. Το αποτέλεσμα: ένα στιβαρό, καλοφτιαγμένο και καλοκουρδισμένο, μινιμαλιστικό/ελλειπτικό αντιπολεμικό έπος –το καλύτερο από τη Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν–, γεμάτο αφόρητο σασπένς που θα ζήλευαν πολλά θρίλερ, και σκηνές που προκαλούν δέος.
Πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες του Νόλαν, που αυτή τη φορά αποφεύγει τα συνήθη στραβοπατήματά του (φλυαρία, ή και φανφαρονισμοί στο σενάριο και τους διαλόγους, μια εύκολη ψευτοπνευματικότητα και μεγάλα φιλοσοφικά θέματα που αντιμετωπίζονται μάλλον με hip απλοϊκότητα—βλ. Inception, και το πιο πρόσφατο Interstellar).
Αρχικά στόχος του σκηνοθέτη – που εδώ τελεί και χρέη σεναριογράφου- ήταν το Dunkirk να μην έχει καθόλου διάλογο, και αυτό είναι εμφανές και στην τελική μορφή που πήρε η ταινία, η οποία θυμίζει περισσότερο οπτική συμφωνία που θα έκανε τον Eisenstein υπερήφανο. Ιδιοφυής η χρήση των σιωπών, τις οποίες διακόπτουν εκκωφαντικές ριπές που σου παγώνουν το αίμα. Και φυσικά το τρομερό score του Hans Zimmer, τέλεια εναρμονισμένο με τις εικόνες στην οθόνη, θυμίζοντας αλλού κραυγές και αλλού χτύπους της καρδιάς.
Χωρίς να παρέχει σχεδόν καμιά πληροφορία σε σχέση με το ιστορικό ‘φόντο’ της ιστορίας (κρίσιμα, ο αρχετυπικός Εχθρός δεν κατονομάζεται ποτέ, και παραμένει εν πολλοίς μια αόρατη απειλή και σκιά, σαν τον καρχαρία στο Jaws), ο Νόλαν σε ρίχνει στη μέση της μάχης, προσφέροντας μια ωμή εμπειρία. Παράλληλα, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης παίζει, όπως το συνηθίζει, με την έννοια του χρόνου, ‘‘σπάζοντας’’ και ξανακολλώντας με μαεστρία και θαυμαστή αυτοπεποίθηση τρία διαφορετικά timelines. Ο πόλεμος και η μάχη κινηματογραφούνται (από τον Hoyte Van Hoytema του Interstellar) παραδοσιακά, τουτέστιν χωρίς το συνήθη ψηφιακό θόρυβο από CGI, με το γνωστό ‘κλινικό’ στυλ-σήμα κατατεθέν του Νόλαν, σαν αφαιρετικό ταμπλό που παραπέμπει σε ταινίες του David Lean, με κάμερες IMAX 70mm που αναδεικνύουν το μνημειώδες του τοπίου και των στοιχείων της Φύσης, και με φορμάτ και αναλογία κάδρου που ‘τιμούν’ τις εντυπωσιακές αερομαχίες, και που ωστόσο εναλλάσσονται με φορμάτ και αναλογία εικόνας που αποδίδουν το κλειστοφοβικό κλίμα μέσα στα πλοία και τις βάρκες όπου οι άνδρες περιμένουν ανά πάσα στιγμή να βυθιστούν από τορπίλες υποβρυχίων, ή από βόμβες και ριπές από αέρος.
Τέλος, ενώ δεν αποφεύγει εντελώς τους συναισθηματισμούς (βρίσκεται βέβαια αρκετά μακριά από ταινίες όπως το Pearl Harbor και το Titanic) και ένα ημι-προπαγανδιστικό τέλος, έστω, χωρίς τις γνωστές κορώνες, το Dunkirk καταφέρνει να κριτικάρει με λεπτό τρόπο το ‘ιερό τέρας’ ονόματι Τσώρτσιλ, δείχνοντας τον τραγικό αντίκτυπο των αποφάσεων που θυσίαζαν εκατοντάδες χιλιάδες νεαρούς άνδρες (για ματιές στην ίδια ιστορία από την πλευρά του Τσώρτσιλ βλέπε τα δύο biopics που βγαίνουν φέτος στις αίθουσες), και υπογραμμίζοντας την μπαναλιτέ του πολέμου, και την τερατώδη τυχαιότητα ενός βίαιου θανάτου απέναντι στον οποίο είναι όλοι ίσοι.
Στα συν, το ότι ο σκηνοθέτης καταφέρνει να τα κάνει όλα αυτά σε διάρκεια πολύ μικρότερη από ό,τι του χρειάζεται συνήθως.
Ουδέν Nεώτερον από το Mέτωπο του Νόλαν, λοιπόν; Hard(l)y.
Βαθμολογία 4.5/5
Ευχαριστούμε το Σινέ Λιλά για τη φιλοξενία