του Νικήτα Φεσσά
Μετά το σπαρακτικό Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ, ο μετρ του κοινωνικού ρεαλισμού Κεν Λόουτς (βλ. το θρυλικό Kes) επιστρέφει με ένα εξίσου επώδυνα επίκαιρο φιλμ-φωτογραφία ακριβείας που αποτυπώνει την πίεση που δέχονται σήμερα χιλιάδες οικογένειες όταν τα μέλη τους εξαναγκάζονται να αποδεχτούν τις λεγόμενες ‘‘ευέλικτες’’ μορφές εργασίας, όπου βλέπεις το ρεπό με το κιάλι ακόμα κι αν ψοφολογάς.
Είναι ένας ανελέητος κόσμος, με μερικές ανάσες ανθρωπιάς και άφατης αλληλεγγύης εκεί που δεν το περιμένεις (π.χ. σε μια στάση λεωφορείου), ή από αυτούς που δεν το περιμένεις (π.χ. ηλικιωμένους ασθενείς που δεν βγαίνουν ποτέ από το σπίτι).
Παράλληλα, και αναπάντεχα, το Δυστυχώς Απουσιάζατε συνδέεται με την άλλη μεγάλη ταινία του μήνα, τον Ιρλανδό. Στην τελευταία, ο πανίσχυρος αρχισυνδικαλιστής (πραγματική προσωπικότητα), Τζίμι Χόφα, αν και διεφθαρμένος, τονίζει στις θυελλώδεις ομιλίες του την παραγνωρισμένη αξία των φορτηγατζήδων, χάρη στους οποίους φτάνουν κάθε μέρα όλα τα αγαθά στην πόρτα μας.
Πέντε δεκαετίες και μια Θάτσερ αργότερα, η ταινία του Λόουτς πραγματεύεται τις συνέπειες μιας απορυθμισμένης αγοράς, όπου χρησιμοποιούνται ευφημισμοί όπως ‘‘θα έχεις μεγαλύτερη ελευθερία/θα είσαι αφεντικό του εαυτού σου’’ (βλ. και Uber, Airbnb, κ.ο.κ. ), εννοώντας ότι, κάνοντας περίπου την ίδια δουλειά με αυτή που περιγράφει ο Χόφα, αλλά με τα συνδικάτα διαλυμένα ή παροπλισμένα, αν πάθεις το οτιδήποτε θα πρέπει να κόψεις το λαιμό σου, καθώς είσαι εντελώς ξεκρέμαστος από κάθε άποψη, δεν θα σε καλύψει κανείς, και από πίσω περιμένουν στρατιές απελπισμένων που είναι πρόθυμοι να κάνουν ακόμα μεγαλύτερες υποχωρήσεις στις απάνθρωπες απαιτήσεις της εργοδοσίας μπροστά στην προοπτική να πεινάσουν τα παιδιά τους.
Λίγο πριν από τις βρετανικές εκλογές, και εν μέσω της επιπρόσθετης αβεβαιότητας που προκαλεί το επερχόμενο Brexit, ο Λόουτς επιμένει πολιτικά, αλλά εστιάζοντας πάντα στον άνθρωπο που, ελλείψει θεσμών, και με τις κατακτήσεις δεκαετιών να έχουν πάει προ πολλού περίπατο, συνθλίβεται ανάμεσα σε εξοντωτικά ωράρια, κυνικούς τραμπούκους προϊσταμένους, και χρέη που τρέχουν.
Στην παρούσα φάση ο Λόουτς βλέπει αχτίδες σωτηρίας όχι σε μεγαλόστομες ρητορικές, αλλά στην αξιοπρέπεια του κοινού ανθρώπου, αυτού που στα αγγλικά ονομάζεται ‘‘common decency’’, και που, π.χ., οι Τόρις στην Αγγλία έχουν απωλέσει εντυπωσιακά. Ο διάλογος της πρωταγωνίστριας — η οποία εργάζεται ατελείωτες ώρες ως νοσηλεύτρια κατ’ οίκον, αλλά διατηρεί την ανθρωπιά και την ενσυναίσθησή της — με μια γυναίκα της προηγούμενης γενιάς που απορεί με το πώς έφτασαν εδώ τα πράγματα, και θυμάται όταν οι άνθρωποι στήριζαν τους αγώνες για εργασιακά δικαιώματα, είναι σύντομος αλλά περνάει το μήνυμα: χωρίς αλληλεγγύη, οι εργαζόμενοι είναι χαμένοι.
Πολύ καλές οι ερμηνείες, ειδικά από τη μικρή και τον έφηβο ηθοποιό που υποδύονται τα δυο παιδιά της οικογένειας.
Βαθμολογία 4/5
Ευχαριστούμε τον κινηματογράφο Όσκαρ για τη φιλοξενία