…και πως το ένα ζει μέσω του άλλου.
Από τον Νίκο Παπανικολάου και τον Αλέξανδρο Νίκα
Η πρώτη φορά που τους είχα δει ήταν το 2009 πάλι σε Ejekt Festival, όταν αυτό γινόταν στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού. Σε ένα lineup που είχε Starsailor (αλήθεια που να είναι αυτά τα παιδιά;), Pixies και White Lies (επίσης στις αρχές τους). Οι Editors, τότε, είχαν παίξει μπροστά σε ένα κοινό μικρό, σαφώς μυημένο βέβαια, ωστόσο είχαν αυτή την αύρα που προσέδιδε πως αυτά τα παιδιά από το Stafford θα γίνουν μεγάλη μπάντα.
Από το 2002 που ξεκίνησαν, όμως, μέχρι και σήμερα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Οι Editors από το τραχύ και άγριο The Back Room έφτασαν στο εκλεπτυσμένο In Dream και παράλληλα γίνανε ένα από τα πιο αγαπημένα ονόματα του ελληνικού κοινού, με κάθε τους εμφάνιση να γίνεται sold out, δείγμα του πόσο έχουν γιγαντωθεί με τον καιρό και μάλιστα σε μία χώρα που ραδιοφωνικά τους αγνοεί από το In This Light And On This Evening και πριν. Άλλωστε αυτή είναι μία μοίρα που έχουν ουκ ολίγες μπάντες στα ελληνικά ραδιόφωνα. Πως όμως οι Editors έφτασαν από μία παρέα στο Stafford να γίνουν ένα από τα πιο επιτυχημένα γκρουπ της indie post punk μουσικής;
Τα μέλη της μπάντας γνωρίστηκαν όταν σπούδαζαν μουσική τεχνολογία στο Πανεπιστήμιο του Staffordshire. Εκεί κατάλαβαν πως λάτρευαν τη μουσική, όχι όμως και τον τομέα που είχαν επιλέξει να σπουδάσουν. Ήταν ακριβώς η στιγμή που αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία μπάντα και να αρχίσουν να ερμηνεύουν πέριξ του Stafford. Υιοθέτησαν το όνομα Pilot, όνομα που κράτησαν προσωρινά, αφού συνειδητοποίησαν πως ήταν ήδη πιασμένα από μία σκοτσέζικη μπάντα της δεκαετία του ’70. Θα ονομαστούν The Pride και υπό αυτή την ονομασία θα κυκλοφορήσουν ένα promo με δύο κομμάτια, τα Come Share The View και Forest Fire. Αργότερα θα αντικαταστήσουν τον Geraint Owen με τον Ed Lay και θα αλλάξουν, πάλι, την ονομασία τους από The Pride σε Snowfield. Το καλοκαίρι του 2003 θα κυκλοφορήσουν μόνοι τους ένα demo EP το οποίο θα περιέχει έξι κομμάτια, ενώ θα μετακομίσουν από το Stafford στο Birmingham.
Εκεί θα αρχίσουν να κάνουν δουλειές του ποδαριού προκειμένου να καλύψουν τα έξοδα τους, ενώ θα δίνουν συναυλίες σε τοπικά μαγαζιά. Με τον τρόπο αυτό ο κόσμος θα τους μάθει και θα αρχίσει να μιλάει για εκείνους καθιστώντας ως μία “διάσημη” μπάντα που δεν είχε δισκογραφική. Δεν πήρε πολύ χρόνο για την Kitchenware να τους ανακαλύψει και να υπογράψει μαζί τους, αυτή τη φορά υπό την ονομασία Editors, η οποία έμελλε να είναι και η ονομασία με την οποία θα γίνουν παγκοσμίως γνωστοί. Το 2005 θα περιοδεύσουν με τους Puressence και θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τους single με την Kitchenware, το Bullets, το οποίο θα κάνει ευρύτερα γνωστό ο Zane Lowe χαρακτηρίζοντας το ως το single της εβδομάδας. Τον Απρίλιο θα κυκλοφορήσουν το Munich, με το οποίο θα μπουν στο Top 25, ενώ θα ακολουθήσει η κυκλοφορία του Blood, το οποίο την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του πούλησε σχεδόν 2500 αντίτυπα. Τον Ιούλιο του 2005 θα κυκλοφορήσουν το πρώτο τους άλμπουμ, The Back Room, το οποίο πήρε εξαιρετικές κριτικές και είχε μεγάλη ανταπόκριση από τον κόσμο. Η ολοένα και αυξανόμενη δημοτικότητα τους οδήγησε τους Franz Ferdinand να τους προτείνουν να είναι support της ευρωπαϊκή τους περιοδεία. Στη συνέχεια θα αρχίσουν να εμφανίζονται στο T In The Park, V 2006, Isle Of Wight Festival ενώ θα είναι και υποψήφιοι για το Mercury Prize.
Το 2007 θα κυκλοφορήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους, An End Has A Start, το οποίο είχε ακόμη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία από το The Back Room αφού κατάφερε να φτάσει στην κορυφή των βρετανικών charts, πουλώντας 60000 αντίτυπα την πρώτη βδομάδα κυκλοφορίας του. Η επιτυχία αυτή θα τους οδηγήσει να παίξουν στο Glastonbury Festival αλλά και σε άλλα μεγάλα φεστιβάλ όπως τα Oxegen, Lowlands και Pukkelpop. Θα είναι υποψήφιοι για Brit Award στην κατηγορία του καλύτερου βρετανικού γκρουπ, ενώ θα ανακηρυχθούν ως η δεύτερη μεγαλύτερη βρετανική μπάντα των 00s μετά τους Arctic Monkeys. Παράλληλα θα παίξουν support στην Ευρωπαϊκή περιοδεία των REM. Μετά και το τέλος αυτής, ο Tom Smith θα ανακοινώσει πως οι Editors θα ακολουθήσουν μία νέα κατεύθυνση στο επόμενο άλμπουμ τους, κυνηγώντας ένα νέο και πιο τραχύ ήχο.
Μέχρι και το τέλος του 2008, οι Editors θα έχουν ετοιμάσει περισσότερα από 18 κομμάτια για το νέο τους άλμπουμ, κομμάτια τα οποία θα απείχαν κατά πολύ από όλα τα προηγούμενα. Θα μπουν στο στούντιο για να αρχίσουν τις ηχογραφήσεις και θα ανακοινώσουν πως ο ήχος του νέου τους άλμπουμ θα είναι πιο ηλεκτρονικός από ποτέ, λέγοντας μάλιστα πως τα κομμάτια θυμίζουν αρκετά το theme του Terminator. Τον Ιούνιο του 2009 θα ανακοινώσουν πως ο τίτλος του νέου άλμπουμ θα είναι In This Light And On This Evening και πως βασικές τους επιρροές σε αυτό υπήρξαν οι U2, οι Killers, οι Depeche Mode και οι Erasure, καθώς τους βοήθησαν να αναπτύξουν πιο συνθετικά στοιχεία στο άλμπουμ αυτό. Θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2009 και θα βρεθεί, και αυτό, στην πρώτη θέση των βρετανικών charts, ενώ το single Papillon θα τους χαρίσει την ίδια επιτυχία και σε χώρες εκτός της Μεγάλης Βρετανίας. Θα ακολουθήσουν οι κυκλοφορίες και των υπολοίπων singles, των You Don’t Know Love, Last Day, Eat Raw Meat = Blood Drool ενώ θα συμμετάσχουν και στο soundtrack του New Moon με το απανταχού αγαπημένο αλλά σπάνια εκτελεσμένο live κομμάτι τους με τίτλο No Sound But The Wind.
Τον Νοέμβριο του 2010, ο Tom Smith θα ανακοινώσει πως οι Editors δουλεύουν πάνω στο νέο τους άλμπουμ και πως ο ήχος δε θα είναι ίδιος με αυτόν του In This Light And On This Evening. Ο Tom Smith θα τον χαρακτηρίσει ηλεκτρονικό ωστόσο θα θυμίζει αρκετά και τον ήχο των πρώιμων Editors, αφού θεωρούσε απελευθερωτικό το να μην μοιάζουν τα άλμπουμ μεταξύ τους. Τον Απρίλιο του 2012, ο Chris Urbanowicz θα αποχωρήσει από τη μπάντα θέλοντας να ακολουθήσει διαφορετικές μουσικές κατευθύνσεις. Οι Editors θα κυκλοφορήσουν το τέταρτο άλμπουμ τους, The Weight Of Your Love, το οποίο θα τα πάει περίφημα εμπορικά ενώ και τα singles που προέκυψαν από το άλμπουμ αυτό, όπως τα Sugar, A Ton Of Love, Two Hearted Spider, Nothing, Formadheyde και The Phonebook, έχουν πλέον χαρακτηριστεί ως κλασικά από τους απανταχού fans της μπάντας. Τον Οκτώβριο του 2014, ο Tom Smith θα αποκαλύψει πως οι Editors είχαν ξεκινήσει ήδη να γράφουν κομμάτια για το επόμενο τους άλμπουμ.
Τον Απρίλιο του 2015 θα αποκαλύψουν το πρώτο κομμάτι από το άλμπουμ αυτό, το No Harm, το οποίο διέθεσαν και προς free download, ενώ το Μάιο της ίδια χρονιάς θα αποκάλυπταν και το βίντεο που το συνοδεύει, σκηνοθετημένο από τον Rahi Rezvani, ο οποίος εν τέλει θα αναλάμβανε όλα τα βίντεο που θα προέκυπταν από το άλμπουμ αυτό. Το No Harm θα διαδεχθεί το Marching Orders, το οποίο θα κυκλοφορούσε δύο μήνες μετά, ενώ τον Ιούλιο του 2015 οι Editors θα αποκάλυπταν και επίσημα πως το νέο τους άλμπουμ θα είχε τον τίτλο In Dream και θα ήταν το άλμπουμ που θα περιλάμβανε το πρώτο ντουέτο της μπάντας, το The Law, στο οποίο συμμετείχε η Rachel Goswell των Slowdive. Το In Dream θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο του 2015 και θα δώσει πολλές εμπορικές επιτυχίες στους Editors με κομμάτια όπως τα No Harm, All The Kings, Ocean Of Night, Life Is A Fear και Marching Orders μεταξύ άλλων.
Αναμφίβολα, εδώ και 15 χρόνια, οι Editors αποτελούν ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο κεφάλαιο στην indie μουσική σκηνή. Η επιρροή που τους έχουν ασκήσει μπάντες όπως οι Echo And The Bunnymen, οι Joy Division, οι Walkmen, οι Elbow, οι Interpol και οι REM τους έχουν οδηγήσει στο να δημιουργήσουν έναν ήχο χαρακτηριστικό, ο οποίος πατάει πάνω στις επιρροές του αλλά ταυτόχρονα θέλει να πειραματιστεί και να εξελιχθεί όπως συμβαίνει σχεδόν με κάθε πράγμα στη ζωή μας, δείγμα πως η μουσική των Editors είναι γεμάτη ζωή ακόμη κι αν το σκοτάδι είναι σχεδόν μέσα σε κάθε στίχο τους. Είναι το σημείο συνάντησης των πιο δραματικών, αγωνιών σκέψεων με την απόλυτη γαλήνη, μέσα σε ατμοσφαιρικά διαμάντια που κρύβουν ταυτόχρονα τραγική ειρωνεία και κάθαρση.
Και η ουσία της μαγείας τους κρύβεται σε αυτά τα λόγια του Tom Smith. Το σκοτάδι είναι αλληλένδετο με το φως. Και το αντίστροφο.
“To us, it’s interesting if it has a darkness. Whatever that is. On the lyric side of things, if I was singing about dancefloors or happier or rosier things, it wouldn’t ring true for me. I don’t know why that is. People quite often say, ‘oh, you write these sad lyrics but you’re not a sad person’ – and I’m not… I don’t think you need to be sad to write a sad song, everybody has a dark side.”