Άννα-Μαρία Αρβανιτίδου
Από τη στιγμή που άνθρωπος άρχισε να έχει συνείδηση μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν ο θάνατος. Ερχόταν αντιμέτωπος με αυτόν καθημερινά. Οι ΗΠΑ κατασκεύασαν κι έθεσαν σε εφαρμογή την ατομική βόμβα που προξένησε ολοκληρωτικές καταστροφές κι έσπειρε τον θάνατο. Η προσπάθεια των Αμερικάνων να νομίσουν ότι αφάνισαν τον φασισμό, τους οδήγησαν ώστε να δημιουργήσουν μια υφήλιο που θα ήταν υποταγμένη στα προϊόντα που παρήγαγε η ίδια κι έτσι η παγκόσμια αγορά στράφηκε προς το μέρος της. Οι αμερικανικές πόλεις γέμισαν πελώρια κτίρια, ουρανοξύστες, μεγάλα μαγαζιά, ξενοδοχεία, πάρτι, φασαρία και οι δρόμοι γέμισαν ανθρώπους ρομπότ που τρέχουν πανικόβλητοι να κερδίσουν το σήμερα.
Σε αυτή την ξέφρενη καθημερινότητα έρχεται να απαντήσει ο Edward Hopper. Αμερικανός ρεαλιστής ζωγράφος που πολλοί χαρακτήρισαν και ρομαντικό γιατί τα έργα του ήταν ο αντικατοπτρισμός της αντίφασης ανάμεσα στο παγκόσμιο και το υποκειμενικό.
Ο Edward Hopper γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1882. Στην εφηβεία κιόλας ξεκίνησε τα ταξίδια του στην Ευρώπη κι ήρθε σε επαφή με Ευρωπαίους ζωγράφους και ποιητές. Ιδιαίτερη αδυναμία έδειξε στους Ισπανούς Ζωγράφους Diego Velasquez και Goya και στον Γάλλο ποιητή Baudelaire. O συνδυασμός αυτών των καλλιτεχνών ήταν το αποτέλεσμα των έργων του. Από τους ζωγράφους πήρε το φως και τις σκιές κι από την ποίηση του Μπωντλαίρ τη μοναξιά.
Ως το 1905 ασχολήθηκε με την εικονογραφία. Το 1906 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ευρώπη κι ήρθε σε επαφή με τη ζεστασιά της Γαλλίας και τις ουσιαστικές ανθρώπινες επαφές. Γυρνώντας πίσω στην Αμερική κατάλαβε πως τόσα χρόνια ζούσε και θα εξακολουθεί να ζει σε μια βιομηχανική χώρα που οι σχέσεις των ανθρώπων είναι απρόσωπες και πως ο μοναδικός στόχος του ανθρώπινου γένους εκεί ήταν η κατανάλωση. Η τρομακτική και σκληρή Αμερική με τη φασαρία και τον απρόσωπο χαρακτήρα της τον οδήγησαν σε άλλα καλλιτεχνικά μονοπάτια.
Δημιούργησε πίνακες εμπνευσμένος από την ύπαιθρο. Κινηματογραφικά σκηνικά από την αμερικανική εξοχή, τις ξεχασμένες ακτές, τα μοτέλ, τα γραφεία, τα ξενοδοχεία, τα αινιγματικά σαλόνια και τα σκοτεινά μπαρ. Οι φιγούρες του, κυρίως γυναίκες είναι σιωπηλές και δεν έχουν καμία επικοινωνιακή διάθεση. Στέκουν εκεί απολαμβάνοντας το τοπίο, τη στιγμή και την ηρεμία. Η ατμόσφαιρα προσφέρει μια αινιγματική ησυχία που φτάνει στα όρια της ανίας. Αυτές τις απρόσωπες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, αυτή την έλλειψη επικοινωνίας και την αντικατάστασή της από την εσωστρέφεια, τη μοναξιά και την αβεβαιότητα, αυτή την εικόνα της Αμερικής του μεσοπολέμου προσπαθεί να δείξει μέσα από τα έργα του.
Η σύζυγός του που φαίνεται να είναι το κύριο μοντέλο του τον συνόδευε στα ταξίδια του. Μαζί συνέλεγαν στιγμές που εικονοποιούνταν στο εργαστήρι του Hopper. Γυναίκες ή ζευγάρια μόνα. Απολαμβάνουν τη μοναξιά και νιώθουν ευάλωτοι μέσα σ’ αυτήν. Σώματα ψυχρά, χωρίς ανάσα, χωρίς ζεστασιά και θέληση για ζωή. Συνυπάρχουν χωρίς να επικοινωνούν. Η έκρηξη του εγώ μέσα από τα εξρπεσιονιστικά του χρόνια θυμίζει την εποχή που ζούμε. Μήπως τα έργα του είναι πιο επίκαιρα από ποτέ; Μήπως το ανθρώπινο γένος του 21ου αιώνα απλά συνυπάρχει χωρίς να επικοινωνεί ουσιαστικά; Μήπως τα τόσα μέσα επικοινωνίας απλά μας απομάκρυναν και χάσαμε την ουσία της επαφής;
Μετά τον θάνατό του, το 1967, η σύζυγός του χάρισε 3,000 έργα του στο Whitney Museum of American Art. Οι συλλογές του και οι εκθέσεις του, σημειώνεται από την ένωση Εθνικών Μουσείων της Γαλλίας, ότι ξεπέρασε σε επισκεψιμότητα εκθέσεις του Πάμπλο Πικάσο ενώ πολλοί κριτικοί τέχνης δεν τον συγκαταλέγουν καν στους κορυφαίους ζωγράφους του 20ού αιώνα.
Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του: