Το άρτι βραβευθέν με όσκαρ καλύτερης ταινίας «Spotlight: Όλα στο Φως» παρουσιάζει δραματοποιημένη την αληθινή ιστορία της ειδικής ερευνητικής ομάδας “Spotlight” της εφημερίδας “Βοston Globe”, η οποία το 2001-02 αποκάλυψε όχι μόνο το εκτεταμένο φαινόμενο παιδεραστών ιερέων στην Αρχιεπισκοπή της Βοστώνης, αλλά και τη θεσμική συγκάλυψή του από την Καθολική Εκκλησία, με την απλή χορήγηση αδειών και εναλλαγή ενοριών στους ιερείς που αποδεδειγμένα είχαν επιδοθεί σε αυτού του είδους τις αποτρόπαιες πράξεις και την εξωδικαστική μυστική διευθέτηση των σκανδάλων με τους γονείς των θυμάτων έναντι κάποιας μικρής αποζημίωσης. Αντί δηλαδή να γίνονται προσπάθειες καταπολέμησης του φαινομένου, αυτό διαιωνιζόταν προκειμένου να διατηρηθεί η έξωθεν καλή εικόνα της εκκλησίας και να προστατευθεί από τα σκάνδαλα. Και τα θύματα αυτής της διαιώνισης ήταν μικρά παιδιά.
Η συγκυρία φέρνει την ταινία να προβάλλεται στη χώρα μας τις μέρες που δημοσιογράφοι διώκονται ποινικά για κακουργήματα ως μέλη κυκλώματος εκβιαστών. Είναι προφανής η αντίστιξη ανάμεσα στους δημοσιογράφους λαμόγια και σε ό,τι αντιπροσωπεύουν οι δημοσιογράφοι του Spotlight στην ταινία (και ευελπιστώ και στην πραγματικότητα). Προφανής και αληθής, αλλά όχι επαρκής. Γιατί η διαφορά προθέσεων δεν είναι η μόνη ειδοποιός διαφορά που μπορεί να εντοπιστεί ανάμεσα σε αυτό το είδος της δημοσιογραφίας και στη δημοσιογραφία που κατά κανόνα ασκείται στη χώρα μας. Δεν είναι το μόνο υπαρκτό δίπολο το καλοί – κακοί ή το τίμιοι – άτιμοι. Υπάρχει και το δίπολο εκτεταμένη έρευνα – εντυπωσιοθηρική ξεπέτα. Το κυρίαρχο ήθος που διαπνέει τo “Spotlight” είναι το ήθος της μακροχρόνιας, μεθοδικής, δαιδαλώδους, τρομακτικής δουλειάς που απαιτείται για να βγάλει μια δημοσιογραφική έρευνα καρπούς.
Πρόκειται δηλαδή για το ήθος τής εις βάθος μελέτης ενός προβλήματος, σε πλήρη αντίθεση με το κυρίαρχο ήθος της εποχής, το ήθος δηλαδή της δημοσιογραφικής και σοσιαλμιντιακής παπαρολογίας επί παντός του επιστητού για τα δεκαπέντε δευτερόλεπτα που το κάθε θέμα βρίσκεται στην επικαιρότητα, μέχρι να έρθει στη θέση του το επόμενο καυτό θέμα. Ο νέος αρχισυντάκτης της Boston Globe ρωτάει τον επικεφαλής του Spotlight πόσον καιρό κάνουν να αποφασίσουν με ποιο θέμα αξίζει να ασχοληθούν. Γύρω στο δίμηνο, του απαντάει αυτός. Δίμηνο για να αποφασίσουν, πολλοί μήνες για να το εξερευνήσουν. Δεν είναι απλά αφοσιωμένοι δημοσιογράφοι. Είναι δημοσιογράφοι που είχαν αυτή την απίστευτη πολυτέλεια να το κάνουν. Που δούλευαν σε μια εφημερίδα που τους το επέτρεπε. “Ιt’s the economy, stupid”, ξανά; Όλα τα ορίζει η οικονομία; Και ναι και όχι. Τις προηγούμενες δεκαετίες που οι ελληνικές εφημερίδες πουλούσαν πολύ, έδωσε αυτή την πολυτέλεια καμία από αυτές; Κι επίσης υπάρχουν δημοσιογράφοι τόσο αφοσιωμένοι ώστε να δουλεύουν μακριά από το φως για μήνες μέχρι να αποκαλύψουν πλήρως ένα θέμα;
Η ταινία είναι έντονα ριζωμένη στη Βοστώνη, όχι δυστυχώς σε τόσο μεγάλο βαθμό με τις εικόνες του σκηνοθέτη Τομ ΜακΚάρθι, όσο με τα λόγια του ως σεναριογράφου (το πρωτότυπο σενάριο ήταν το μόνο άλλο όσκαρ που κέρδισε η ταινία). Η Βοστώνη παρουσιάζεται σαν ένα μεγάλο χωριό, υπάρχει μια αίσθηση εντοπιότητας και σιωπηρής συνενοχής όλων, με γνώμονα το καλό της πόλης. «Αν χρειάζεται ένα χωριό για να μεγαλώσει ένα παιδί, τότε χρειάζεται κι ένα χωριό για να το κακοποιήσει». Ο αρχισυντάκτης επιμένει να στρέφει την έρευνα στη σωστή κατεύθυνση: στη συστημικότητα του φαινομένου και όχι στην σκανδαλογική περιπτωσιολογία. Όσο αλήθεια κι αν είναι πως οι άνθρωποι δίνουν σάρκα και υπόσταση στους θεσμούς, όταν το πρόβλημα είναι συστημικό τότε οι πρακτικές θα αναπαραχθούν ακόμη και αν τιμωρηθούν τα υπεύθυνα πρόσωπα.
Παρά τα φαινόμενα, νομίζω ότι η ταινία ασχολείται πολύ λιγότερο με το συγκεκριμένο θέμα το οποίο ερευνούν οι δημοσιογράφοι. Θα μπορούσαν να ψάχνουν κάποιο άλλο θέμα διαφθοράς και θα είχαμε στην καρδιά του το ίδιο έργο. Ναι, υπάρχουν κάποιες συζητήσεις με θύματα (ή «επιζώντες», όπως όποιος παρακολούθησε την τελετή των όσκαρ θα διαπίστωσε ότι είναι ο νέος όρος που χρησιμοποιείται για κάθε είδους σεξουαλική βία που ασκείται και σε ενηλίκους).
Αλλά το “Spotlight” είναι μια ταινία για τη δημοσιογραφική έρευνα πολύ περισσότερο από ό,τι είναι για το θέμα που ερευνάται. Υπάρχει πάντως μια εντελώς αξιοσημείωτη φράση ενός παιδεραστή ιερέα: «Πρέπει να καταλάβετε ότι δεν αντλούσα καμιά ηδονή από αυτό». Είναι άρα στο μυαλό του περίπου αθώος. Η απόλυτη διαστρέβλωση των πάντων: αντί η αμαρτία και το κακό να έγκεινται στην επίπτωση που έχουν οι πράξεις σου στα θύματα, στα παιδιά, διδάχτηκες ότι αμαρτία είναι η ηδονή. Θα ήσουν δηλαδή αμαρτωλός αν είχες σεξ που ευχαριστιόσουν με συναινούντα ενήλικο – θεωρείς ότι δεν είσαι κι ας κακοποίησες παιδιά, επειδή πιστεύεις ότι δεν το ευχαριστήθηκες.
Ένας από τους ήρωες στην ταινία είναι ο δημοσιογράφος Μπεν Μπράντλι Τζούνιορ, ο γιος δηλαδή του θρυλικού αρχισυντάκτη της “Washington Post”, Μπεν Μπράνλτι, που υποδύθηκε ο Τζέισον Ρόμπαρντς στο «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου». Έτσι και το “Spotlight” είναι πρώτου βαθμού απόγονος της πολύ μεγάλης ταινίας του Άλαν Τζέι Πάκιουλα. Το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» είναι μια ταινία που σε καλεί να την ξαναβλέπεις κάθε λίγα χρόνια. Θα συμβεί το ίδιο και με το “Spotlight”; Ποιός ξέρει. Αλλά σε αυτού του είδους τις ταινίες, αν όχι και σε όλων των ειδών τις ταινίες, ο άγγελος κρύβεται στις λεπτομέρειες: ο ήχος των πλήκτρων της γραφομηχανής και του τέλεξ, οι καφέδες που πίνει ο Ντάστιν Χόφμαν όταν επιτέλους κάποια μάρτυρας ανοίγει το στόμα της, το χτύπημα των δαχτύλων του Ρόμπαρντς σε ένα γραφείο από χαρά, όταν το ρεπορτάζ είναι πλήρες, κλπ κλπ. Αν λοιπόν θέλει να δει κανείς μια ταινία για την ερευνητική δημοσιογραφία ας δει αυτή. Αν θέλει να δει μια ταινία για τη συγκάλυψη των σεξουαλικών σκανδάλων της Καθολικής Εκκλησίας ας δει τη «Μυστική Λέσχη» του Πάμπλο Λαραϊν. Αλλά τελικά το να συγκρίνουμε ταινίες με άλλες, μπορεί να μας βοηθά να τις αξιολογούμε, δεν απαντά όμως από μόνο του στο αν αξίζει να τις δούμε. Και τις ταινίες πας να τις δεις για να σε ικανοποιήσουν την πρώτη φορά που θα τις δεις. Η παραμονή τους στο μυαλό σου και η διαρκής επιστροφή σε αυτές είναι μπόνους, είναι αυτό που διαφοροποιεί μεν την ήρα από το στάρι, είναι το ιδεατό επιπλέον, αλλά δεν είναι το καταρχάς ζητούμενο. Οπότε, για να μην την αδικήσω κι άλλο, κι ας μην είναι η καλύτερη αμερικάνικη ταινία της χρονιάς, κι ας μην είναι η καλύτερη ταινία για δημοσιογραφικές έρευνες, κι ας μην είναι η καλύτερη ταινία για τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τη συγκάλυψη της καθολικής εκκλησίας, το Spotlight είναι μια καλή ταινία.
Όταν στο τέλος της ταινίας πέσουν στοιχεία με ιερείς που ασέλγησαν σε διάφορα μέρη της Αμερικής και του κόσμου, σε κάνει να σκέφτεσαι πόσο μηδενικά φαινόμενα παιδεραστίας έρχονται στο φως στην ελληνική εκκλησία. Εδώ δεν υπήρξαν ποτέ τέτοιου είδους παπάδες, εδώ επειδή δεν υπάρχει όρκος αγαμίας κι επειδή γενικά η Ορθοδοξία είναι πολύ πιο ανθρώπινο δόγμα από τον Καθολικισμό, παπάς να αγγίξει παιδάκι δε βρέθηκε. Ή πάντως δεν βρέθηκε δημοσιογραφική έρευνα να ρίξει φως. Είμαστε τυχεροί που είμαστε Έλληνες. Είμαστε ευλογημένοι που είμαστε Ορθόδοξοι.
Και θα κλείσω με μια άσχετη σκέψη, με αφορμή μια ατάκα από την ταινία. Όταν αρχίσουν να ανακαλύπτουν και οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι την έκταση του προβλήματος, θα αρχίσουν ταυτόχρονα να αναρωτιούνται πώς δεν είχαν πάρει χαμπάρι τίποτα. «Τον περισσότερο καιρό κινούμαστε στο σκοτάδι. Όταν ανάψει κάποιο φως, αρχίζει η αλληλοκατηγορία», θα τους πει ο αρχισυντάκτης. Σκεφτόμουν πως αν μη τι άλλο, η μεγάλη προσφυγική κρίση εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, δίπλα μας, ενώπιόν μας. Η δικαιολογία του σκοταδιού δεν υπάρχει. Όλα γίνονται στο φως. Ή τα βλέπουμε και κάνουμε ό,τι μπορούμε, ή απλά δεν αντέχουμε και προτιμάμε να κλείνουμε τα μάτια.
elculture.gr