Ονειρεύομαι την εποχή που η ελευθερία είναι βίωμα κι όχι λέξη
Για κάθε άνθρωπο του παρόντος και του μέλλοντος, για μια εποχή όπου ονειρεύομαι να επικρατεί δικαιοσύνη και ελευθερία, μια εποχή με τις πληγές του σήμερα γιατρεμένες, για εμάς και για σας, ονειρεύομαι.
Για μια εποχή όπου αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν, μια εποχή ισονομίας χωρίς σύγχρονους δούλους, χωρίς αρχηγούς και βαρόνους, χωρίς κροίσους και πολιτικούς αντιπρόσωπους που αποφασίζουν για σένα χωρίς εσένα, μια εποχή που ο άνθρωπος, ΕΣΥ ο άνθρωπος κι όχι κάποιος αόριστος ορισμός που σου πλασάρουν,μα συγκεκριμένα ΕΣΥ είσαι στο επίκεντρο, ΕΣΥ απολαμβάνεις τη ζωή και δε δουλεύεις για κανέναν άλλον, για χάρη καμιάς ιδέας, κανενός κόμματος, στο όνομα καμιάς πατρίδας και κανενός ισοζυγίου πληρωμών, για κανένα αόρατο δάνειο και καμία ανακεφαλαιοποίηση καμιάς τράπεζας, μόνο δημιουργείς και αναπνέεις για σένα, στο σήμερα, στο τώρα.
Στην εποχή όπου ο άνθρωπος είναι ίσος με τον κάθε άλλον άνθρωπο, όπως ήταν πριν η θρησκεία μας αποξενώσει, πριν η φυλή μας κατηγοριοποιήσει και πριν η πολιτική μας διαχωρίσει, όπως ήταν πριν αρχίσουμε να δοξάζουμε τις ετικέτες που βάζαμε στα κορμιά μας για να ταιριάξουμε σε κάποια αγέλη, για να τακτοποιηθούμε με στοίχιση και τάξη, για να λογιζόμαστε οργανωμένοι.
Για την εποχή που όλοι στέκονται γυμνοί μπροστά σε μία αναγεννημένη μητέρα φύση και κατανοούν την ασημαντότητά τους, τότε που συνειδητοποιούν ότι ο κόσμος δεν είναι και ποτέ δεν ήταν δικός τους για να τον εξουσιάσουν ή να θέσουν αυθαίρετα περιορισμούς στις ζωές των άλλων, μόνο ευλαβικά και αρμονικά ζουν κάτω απ’το φτερό του, απολαμβάνοντας όσα τους δώθηκαν χωρίς να ζητάνε περισσότερα για τους εαυτούς τους ή λιγότερα για τους άλλους.
Μια εποχή που δεν υπάρχουν ακόλουθοι και ηγέτες να χύνουν ποταμούς αίματος για λίγες στιγμές εξουσίας ενός κόκκου άμμου όπως είναι η γη στο γαλαξιακό στερέωμα, μια εποχή που δεν υπάρχουν φασίστες στη γειτονιά να δολοφονούν επειδή ανήκεις σε άλλο πολιτικό χώρο, δεν υπάρχουν κυράδες να χλευάζουν επειδή είσαι ομοφυλόφιλος και να απαγορεύουν στα εγγόνια τους τα πολλά «πάρε-δώσε», δεν υπάρχουν επαναστάτες που θέλουν να γίνουν εξουσία στη θέση της εξουσίας για να αλλάξουν όχι τη ζωή σου, μα μονάχα χρώμα στα σκοινιά και τα μαστίγια, για να σου προσφέρουν όχι ελευθερία μα τους δικούς τους περιορισμούς και νόμους από τις αναπαυτικές καρέκλες της ηγεσίας.
Οραματίζομαι μια εποχή που η θρησκεία δεν έχει Θεό κι ο Θεός δεν έχει θρησκεία, μια εποχή που η πίστη δε διαχωρίζει, μα ενώνει και προστατεύει, δε σκοτώνει, δε διακατέχεται από μισαλλοδοξία, δε πνίγει παιδιά στις θάλασσες, δεν ανάβει χρυσά κεριά και αφήνει κόσμο να πεινάει και να κρυώνει έξω από τις εκκλησίες, δε βομβαρδίζει σπίτια στο όνομά της, δεν απαιτεί σεβασμό χωρίς να δίδει πρώτη, δε στιγματίζει την ελευθερία του καθενός χωρίζοντάς τους ανθρώπους σε πιστούς και άπιστους, σε φυσιολογικούς και σε «διαφορετικούς», σε άξιους και σε ανάξιους.
Ονειρεύομαι την εποχή που η ελευθερία είναι βίωμα κι όχι λέξη.
Κι είναι αστείο που ο συνάνθρωπός μου στο σήμερα δεν αντιλαμβάνεται την ελευθερία που ονειρεύομαι μονάχα νομίζει πως την κατέχει ήδη και την αξιοποιεί στο έπακρό της, εθελοτυφλεί πιστεύοντας πως επειδή είναι ελεύθερος να αγοράζει ρούχα και κινητά είναι και πνευματικά ελεύθερος, μα αυτό δεν είναι παρά μια πλαναίσθηση.
Μη μπορώντας να διαχωρίσει την μία ελευθερία από την άλλη, τη γνήσια από την κάλπικη, την ουσιαστική από την ανούσια, τσιμπάει το δόλωμα και νιώθει ευτυχισμένος μη βλέποντας τις αλυσίδες που φοράει το μυαλό του και έτσι ορίζει ως φυσιολογικό το ψεύτικο, κι όποιος παραστρατήσει από την πεπατημένη του κρεμά την ταμπέλα του παράλογου.
Νομίζει ο συνάνθρωπός μου πως είναι ελεύθερος επειδή μια στο τόσο του δίνουν κάποιοι άνθρωποι (;) που δε γνωρίζει, κάτι που δεν αποφάσισε ο ίδιος, το «δικαίωμα» να επιλέξει το νέο δικτάτορα που θα ορίσει τη ζωή του ενώ εκείνος παραμένει στον ίδιο βούρκο που ήταν και πριν, νομίζει πως είναι ελεύθερος να γίνει ότι θέλει στη ζωή του αλλά συνεχίζει να μένει σε σπίτι χωρίς θέρμανση, νιώθει ελεύθερος να ταξιδέψει όλο τον κόσμο επειδή έχει διαβατήριο μα μένει στο ίδιο μέρος και πορεύεται λέγοντας «μέχρι εκεί που φτάνει το χέρι μου», ε να σου κοπεί το χέρι! Αν ήσουν ελεύθερος, φίλε μου αν ήσουν αληθινά ελεύθερος το χέρι σου θα έφτανε μέχρι εκεί που θα ήθελες, μέχρι το Θεό και τ’αστέρια, μέχρι εκεί που θα σου έφτανε ο αέρας στα πνευμόνια για να περπατήσεις, μέχρι εκεί που θα άντεχε το κορμί σου να σε κουβαλήσει, και σε ρωτώ, τί ήρθες να κάνεις εδώ, τί ζητάς; Να δουλεύεις; Να πληρώνεις; Να κλείνεσαι στα 50 τετραγωνικά του σπιτιού σου όταν υπάρχει ένα κοσμικό θαύμα έξω από το παράθυρο σου;
Mα σου είπανε πως είναι συνετό να κοιτάς τον τοίχο σου τα βράδια μετά τη δουλειά αντί να εξερευνάς, σου είπαν ότι τόσα χρήματα αξίζει η εργασία σου και δε φτάνουν για να ζήσεις όπως ονειρεύονται οι τρελοί σαν εμένα, δώστε μου τότε μια δουλειά για να μπορώ να ζήσω όπως θέλω λες, μα δεν έχουν για σένα, δε θέλουν να σου δώσουν γιατί εσύ πρέπει να δουλεύεις για να ζήσουν τη ζωή που ονειρεύεσαι κάποιοι άλλοι στις πλάτες τις δικές σου, με τον ιδρώτα τον δικό σου, στο όνομα της πατρίδας, στο όνομα της θρησκείας, στο όνομα του κόμματος υποδουλώνεσαι μονάχος σου, σου είπανε να κάθεσαι στα αυγά σου αντί να ζεις και εσύ είσαι ικανοποιημένος που ψήφισες τον νέο σου σωτήρα και όλα αυτά θα αλλάξουν αύριο, αύριο θα’ναι καλύτερα.
Ονειρεύομαι συνεχώς ναι. Ονειρεύομαι την εποχή που ο άνθρωπος δεν αρκείται στο να επιβιώνει, μα απαιτεί να ζει. Ονειρεύομαι μέρες που θα μπορείς καθισμένος σε ένα βράχο να κοιτάζεις τη θάλασσα με το μυαλό ανοιχτό και ήρεμο, χωρίς το φορτίο της καθημερινότητας, της ρουτίνας, των λογαριασμών και των περιορισμών, χωρίς το σφίξιμο στο στήθος για τα λεφτά που κουβαλάς στο πορτοφόλι και δε φτάνουν ούτε θα φτάσουν ποτέ, χωρίς το μάτι στο ρολόι, χωρίς ανακούφιση που η μέρα τελείωνει αντί θλίψης που χάθηκε και δε θα ξαναγυρίσει. Χωρίς βάρος και χωρίς φόβο για το αύριο ή το χθες, μονάχα δίψα για ζωή.
Ονειρεύομαι μέρες που μπορείς να αγκαλιάσεις τη γυναίκα σου, το άλλο σου μισό, την αδελφή ψυχή σου και να δωθείτε ο ένας στον άλλον ολοκληρωτικά, είστε δυο κοσμικές οντότητες που γεννηθήκατε σαν μία μαζί με το σύμπαν, τότε που τα πάντα ήταν μια μάζα συγκεντρωμένη σε ένα σημείο, πριν τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, τότε που η ύλη από την οποία αποτελείστε ήταν ένα, κι όταν δημιουργήθηκε η γη μια αρχαία κοσμογονική έλξη σας ένωσε ξανά, ονειρεύομαι ότι μέσα σε αυτό το συμπαντικό θαύμα δε χωράει η δουλειά και οι τράπεζες, δεν νοείται το αίσθημα της ανεπάρκειας και της θλίψης επειδή θέλεις να της προσφέρεις τα αστέρια όλα μα δε μπορείς να τ’αγοράσεις, δεν νοείται το άγχος κι ο φόβος του αύριο να σκοτώνει τον έρωτα σας στο σήμερα, δε νοείται τη στιγμή που γίνεστε πάλι ένα σε μία έκρηξη αδερναλίνης, ντοπαμίνης και κάθε ορμόνης του ερώτα, στο μυαλό σου να πιάνουν χώρο τα έξοδα ή τα δάνεια και να μην της αφιερωθείς ολόκληρος, να μην τη λατρέψεις όπως θα ήθελες.
Ονειρεύομαι την εποχή όπου ειρήνη δε σημαίνει απουσία πολέμου, αλλά γαλήνη, όταν ειρήνη είναι χαρούμενες φωνές παιδιών στην αυλή και στους δρόμους, μια ζεστή κούπα καφέ σε ένα κρύο σούρουπο, να κρατάς το χέρι του συντρόφου σου κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα κάπου στον κόσμο ψυθιρίζοντας τα σχέδιά σου για το μέλλον, είναι το σκυλί που σου γλύφει το χέρι και έρωτας κάτω από σεντόνια με τα παράθυρα ανοιχτά, μέρες που ειρήνη σημαίνει ζωή κι όχι απουσία νεκρών κάτω από γκρεμισμένα σπίτια, όχι πανηγυρισμοί για παιδιά που δε σκοτώθηκαν από σφαίρες και βόμβες.
Ονειρεύομαι τις μέρες που Θεός θα γίνει ο άνθρωπος, τις μέρες που το άδικο δε θα βρίσκει φωλιά και έτσι δε θα υπάρχει ανάγκη για κανέναν άλλον Θεό, παρά μόνο τον άνθρωπο.
Φοβερό δώρο η ζωή που μας χαρίστηκε, μα κρίμα που δεν μας δόθηκε χρόνος κι οξυγόνο ώστε να τη ζήσουμε εμείς στο σήμερα όπως θα έπρεπε, όπως θα άξιζε σε κάθε πλάσμα που περπάτησε πάνω σ’ αυτό το μοναδικό κόσμο, κρίμα που οι περισσότεροι δεν το ζήτησαν ποτέ. Μέσα όμως σε αυτή τη βαρβαρότητα ρουφάω κάθε ψήγμα ελευθερίας και πολιτισμού που δίδει νόημα στην ύπαρξή μας, συνεχίζω να ελπίζω επειδή ζούμε στο σκοτάδι, και το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή.
Από την υποδουλωμένη εποχή του έτους 2016, από έναν ελεύθερο πολιορκημένο, χαιρετίσματα άνθρωποι της ονειρεμένης εποχής του μέλλοντος.
Αυτή ήταν η ζωή που δε μας άφησαν να ζήσουμε.