Στις 28 Μάρτη του 1969 ο Γιώργος Σεφέρης με μαγνητοφωνημένο μήνυμά του που στέλνει κρυφά και μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, εκφράζεται ανοιχτά κατά του δικτατορικού καθεστώτος της χούντας των συνταγματαρχών. Την ίδια δήλωση διένειμε στον ελληνικό και ξένο τύπο. Η ―για πρώτη φορά δημόσια― τοποθέτηση του γνωστού παγκοσμίως ποιητή (το 1963 έχει τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας) εναντίον της χούντας προκάλεσε αίσθηση.
Η Μαρώ Σεφέρη διηγείται: “Τη δήλωση κατά της δικατορίας τη σκεφτότανε από πολύ καιρό. Όταν μάλιστα ήμασταν στο Πρίνστον είχε αποφασίσει να την κάνει από εκεί, αλλά μετά μετάνιωσε. “Όχι”, λέει, “δεν θα την κάνω στο εξωτερικό, θα πάω πίσω και θα την κάνω στην πατρίδα μου”. Όταν γυρίσαμε εδώ, είχε ήδη αρχίσει κάποια κίνηση κατά της χούντας με πρωτοβουλία του Γιάγκου Πεσμαζόγλου. Να συγκεντρωθούν κάποιοι λογοτέχνες και να κάνουν μια κοινή δήλωση. Ήρθε ο Πεσμαζόγλου με έναν φίλο Αμερικάνο και του ζήτησαν να κάνει τη δήλωση που θα την υπέγραφαν και οι άλλοι. Ο Γιώργος αντέδρασε. “Δεν δέχομαι”, είπε, “αν κάνω δήλωση, θα την κάνω μόνος μου”. Έτσι έγραψε το γνωστό κείμενο αναλαμβάνοντας μόνος του όλη την ευθύνη. Ο Πεσμαζόγλου βοήθησε πολύ στο να το στείλει έξω και να γίνει γνωστό. Εγώ πήρα πολλά αντίγραφα, τα έβαλα σε φακέλους και πήγα και τα μοίρασα σε όλες τις εφημερίδες εκτός από την “Εστία”. Ο Σεφέρης είχε καθήσει στου “Ζώναρς” και με περίμενε. Όταν τέλειωσα το μοίρασμα, πήγα τον βρήκα και φύγαμε αμέσως για τους Δελφούς μαζί με τον Ιταλό εκδότη Έντζο Κρέα. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα πολλοί φοβόνταν να μας πλησιάσουν. (…) Λίγες μέρες μετά, ήρθε στο σπίτι ένας απ’ αυτούς τους μυστικούς της χούντας με τα καπέλα και τα μαύρα γυαλιά και ρώτησε τον Σεφέρη γιατί έκανε τη δήλωση. “Άκουσε να δεις”, του λέει, “εγώ ήμουνα έξω κι όμως γύρισα στον τόπο μου κι έκανα τη δήλωση στην Ελλάδα. Δεν κρύφτηκα από κανέναν, την έστειλα σ’ όλες τις εφημερίδες, και τις ξένες και τις ελληνικές. Αν θέλετε, πιάστε με”. Εκείνος του έκανε και μερικές άλλες ερωτήσεις και σηκώθηκε κι έφυγε. Λίγο αργότερα όμως, ο Πιπινέλης μας πήρε τα διαβατήρια για να μη μπορούμε να ταξιδέψουμε κι αυτό μας έφερε πολλές δυσκολίες.”
[ΜΑΡΩ ΣΕΦΕΡΗ: “ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ” (συνομιλία με τον Α. Φωστιέρη και τον Θ. Νιάρχο, περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 53, Μάρτης – Απρίλης 1986) – πηγή: λογομνήμων…]
Ο Σεφέρης συνεργαζόταν επ’ αμοιβή με το BBC από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν υπηρετούσε ως σύμβουλος στην Πρεσβεία της Ελλάδας στο Λονδίνο («Η εκπομπή μου στο ραδιόφωνο πληρώθηκε 58 λίρες. Σπάνια ήμουν τόσο περήφανος για χρήματα που κέρδισα» είχε γράψει στο ημερολόγιό του). Ποιήματα του Σεφέρη ακούστηκαν πολλές φορές από τα μικρόφωνα του BBC και κατά τη διάρκεια της εφταετούς δικατορίας στην Ελλάδα.
Η δήλωση της 28 Μάρτη:
«Πάει καιρός. Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου ―δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία― έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά, τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα:
Κλείνουν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας, και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκάμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δεν λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανέναν απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω: μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
28 Μαρτίου 1969.»
Ο τίτλος της ανάρτησης είναι στίχοι του Σεφέρη, από το ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄:
Από βλακεία
Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ! Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;
Αθήνα, καλοκαίρι — Princeton N. J., Χριστούγεννα 1968