Από τον Γιάννη Μπάκο
Με αφορμή την έστω και καθυστερημένη τροποποίηση του νόμου που προέβλεπε βεβαίωση παραβάσεων από την ΑΕΠΙ, δηλαδή έναν ιδιώτη και όχι μία δημόσια αρχή, έχει ενδιαφέρον να δούμε το θέμα και από μια πλευρά λίγο μυστικιστική και ακραία, αλλά ταυτόχρονα εντός των ηθικών ορίων όλων εκείνων που κερδίζουν χιλιάδες ευρώ από την λειτουργία του οργανισμού.
Εδώ και μια δεκαετία, το ελληνικό τραγούδι έχει μπει στην ατζέντα συζήτησης όλων μας, με ίσους όρους απέναντι στην μουσική εκτός της χώρας μας. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν η εύκολη πρόσβαση σε υλικό μέσω του διαδικτύου και ο σαφής εκσυγχρονισμός των εγχώριων παραγωγών που εξισορρόπησε σε σημαντικό βαθμό την διαφορά επιπέδου των ηχογραφήσεων εντός και εκτός Ελλάδας.
Το κοινό έδωσε μια ευκαιρία στη νέα ελληνική σκηνή, στην αστική ποπ και ροκ μουσική, με κύριο εκφραστή τον Freedom, τον ραδιοφωνικό σταθμό που από το 2008 και για 2-3 χρόνια κατάφερε να γεννήσει μια σκηνή, που σαν έτοιμη από καιρό, αγκαλιάστηκε από το κοινό, αποκτώντας φανατικό πυρήνα.
Οι καλλιτέχνες, τα συγκροτήματα και όσοι αποτέλεσαν μέρος αυτού του «νέου ρεύματος» μπορεί ουσιαστικά να μην αφήσουν βαριά κληρονομιά στις επόμενες γενεές, κατάφεραν όμως να βάλουν και πάλι το ελληνικό τραγούδι σε χιλιάδες σπίτια. Το νεανικό κοινό είδε την ελληνική μουσική με άλλο μάτι, όχι σαν κάτι αναχρονιστικό και παρωχημένο, αλλά σαν μια νέα και ολόφρεσκη πρόταση. Πλέον δεν χρειαζόταν η νεολαία το Αγγλόφωνο τραγούδι σαν όχημα εκσυγχρονισμού της μουσικής, η νέα ελληνική ποπ-ροκ σκηνή μπορούσε να παίξει αυτό τον ρόλο.
Δεν άργησε πολύ αυτό να γίνει και ένα είδος μόδας, με δεκάδες πλέον μαγαζιά να φιλοξενούν νέους καλλιτέχνες και το κοινό είχε την ευκαιρία να δει όλο και περισσότερες συναυλίες, με την κατάσταση να φτάνει στο άλλο άκρο και η προσφορά να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Η μποέμικη προσέγγιση της εναλλακτικής αυτής μουσικής πρότασης, σε συνδυασμό με το αίσθημα ελευθερίας των καλλιτεχνών που πλέον βρήκαν βήμα, δημιούργησαν μια νέα μορφή διασκέδασης, την διασκέδαση της αμεσότητας του καλλιτέχνη και της συμμετοχής του ακροατή.
Η σκηνή είχε αρχίσει να τρίζει από τότε που παραδόθηκε στο κοινό και στο χειροκρότημα και έπαψε να ασχολείται με τον δημιουργικό της χαρακτήρα.
Έπαψαν λοιπόν οι πρωτότυπες συνθέσεις, έπαψαν οι νέες προτάσεις και η νεοελληνική μουσική σκηνή παραδόθηκε στο αναμάσημα των παλαιών επιτυχιών του ελληνικού πενταγράμμου, κοπιάροντας ο ένας τον άλλον.
Αυτοί που συνέχιζαν και συνεχίζουν να γράφουν μουσική, αν δεν είχαν καταφέρει να κάνουν επιτυχία πριν 6-7 χρόνια, είναι αδύνατο να βρουν χώρο για το οτιδήποτε.
Σχήματα που παίζουν διασκευές, κοινό που άφησε στην άκρη την «Μποέμισσα» και πάει στα bars να χορέψει τα ίδια αλλά λιγάκι ανέμπνευστα πειραγμένα και οι δεινόσαυροι δημιουργοί και οι απόγονοι τους να τρίβουν τα χέρια τους.
Νεοπαραδοσιακό, νέα εκδοχή του κρητικού, όλα πλέον είναι στο παιχνίδι με έναν κοινό παρονομαστή: την επανεκτέλεση ή/και διασκευή τραγουδιών του παρελθόντος.
Ευθυγραμμισμένα και τα λεγόμενα «συστημικά» ραδιόφωνα, επιλέγουν με τα ίδια κριτήρια, ουσιαστικά ικανοποιώντας τους «μεγάλους» και θάβοντας τους μικρούς, έχουν αφήσει την προβολή του δημιουργικού μέρους της μουσικής σε ιντερνετικούς διαγωνισμούς και την υποστήριξη των χορηγών τους.
Μου είχε πει ένας φίλος, τυφλωμένος από την ματαιοδοξία για ένα του τραγούδι: «θα το στείλουμε στον «Ψ» σταθμό να το ακούσει και να μας πει πώς θέλει να ολοκληρωθεί η παραγωγή για να παίξει».
Αλήθεια, υπάρχει τόσο μεγάλο έλλειμμα δημιουργίας από τη νέα γενιά καλλιτεχνών ή η υφιστάμενη κατάσταση γεννά εύκολα έσοδα για τους ίδιους και τους ίδιους μέσω του συστήματος διανομής κερδών της ΑΕΠΙ;