Για το βιβλίο των Στ. Καλύβα-Ν. Μαραντζίδη
του Πολυμέρη Βόγλη
O Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος, που για δεκαετίες αποτελούσε θέμα-ταμπού, βρίσκεται, εδώ και αρκετά χρόνια στο επίκεντρο της επιστημονικής αλλά και της ευρύτερης δημόσιας συζήτησης. Καμπή σε αυτήν τη στροφή στη μελέτη του Εμφυλίου αποτέλεσε το 1999, όταν διοργανώθηκαν μια σειρά συνέδρια με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη λήξη του Εμφυλίου.
Αυτή η στροφή συνδυάστηκε με μια ιστοριογραφική διαμάχη που διεξήχθη και στη δημόσια σφαίρα με αποτέλεσμα την ανανέωση του γενικότερου ενδιαφέροντος για την επίμαχη δεκαετία. Όλα αυτά τα χρόνια εκδόθηκαν μια σειρά νέες μελέτες, έγινε ένα πλήθος συνεδρίων, ανοίχθηκαν νέα πεδία έρευνας και συζήτησης και πολλοί νέοι ερευνητές στράφηκαν στη μελέτη του Εμφυλίου.
Όλα αυτά είναι αναμφίβολα καταρχήν θετικά, καθώς, εξαιτίας τους, σήμερα, τόσο ο Εμφύλιος όσο και γενικότερα η δεκαετία του 1940 αποτελούν μια από τις περισσότερο μελετημένες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Ένα ερώτημα, ωστόσο, που τίθεται είναι κατά πόσον ανανεώθηκε η οπτική μέσα από την οποία μελετάται η νέα περίοδος ή –για να το θέσω διαφορετικά– εάν τέθηκαν νέα και διαφορετικά ερωτήματα.
Θα σταθώ, στο άρθρο αυτό, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε τους τελευταίους μήνες, και όχι μόνο έχει σημειώσει μεγάλη εκδοτική επιτυχία, αλλά και συμπυκνώνει μια οπτική που βρέθηκε στο επίκεντρο της διαμάχης: τα Εμφύλια Πάθη. 23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο των Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη (εκδ. Μεταίχμιο).
Καταρχάς, για τους ιστορικούς και για όσους γενικότερα ασχολούνται με τη δεκαετία του 1940, το βιβλίο δεν έρχεται να προσθέσει νέες γνώσεις και στοιχεία. Πολλά από αυτά τα οποία παρουσιάζονται σε αυτό, μπορεί κανείς να τα διαβάσει στο βιβλίο του Ν. Μαραντζίδη Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, 1946-1949 (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2010), στο συλλογικό πόνημα Εμείς οι Έλληνες. Πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας (εκδ. Σκάι, 2008), καθώς και σε επιφυλλίδες που κατά καιρούς οι δύο πολιτικοί επιστήμονες έχουν δημοσιεύσει. Αυτό δεν αποτελεί, βέβαια, πρόβλημα. Οι ίδιοι οι συγγραφείς διευκρινίζουν ότι το βιβλίο δεν αποτελεί μια ακαδημαϊκή μονογραφία, αλλά απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό. Το πρόβλημα είναι ότι το βιβλίο των Σ. Καλύβα και Ν. Μαραντζίδη δείχνει πως, παρά τον πλούτο της έρευνας των τελευταίων ετών, αναπαράγει παλαιά ερωτήματα και προσεγγίσεις.
Μια νέα οπτική;
Το ερώτημα που διατρέχει βιβλίο των Σ. Καλύβα και Ν. Μαραντζίδη, αλλά δεν τίθεται, είναι: Ποιος και γιατί προκάλεσε τον Εμφύλιο. Η απάντηση, ωστόσο, υπάρχει: η Αριστερά, η οποία ήθελε να πάρει την εξουσία με τη βία. Γι’ αυτό το λόγο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ αποτυπώνονται στο βιβλίο με τα πιο μελανά χρώματα και ο ρόλος τους στις πολιτικές εξελίξεις παρουσιάζεται καταστροφικός. Ήθελαν, σε πρώτη φάση, να κυριαρχήσουν στην κατεχόμενη Ελλάδα με την πειθώ και συχνότερα με τη βία, ώστε στη συνέχεια να καταλάβουν την εξουσία με νόμιμο τρόπο ή, εάν αυτό δεν ήταν δυνατόν, με τη βία. Η μαζικότητα της συμμετοχής στο ΕΑΜ οφείλεται στο ότι επέβαλε το «μονοπώλιο της ισχύος του» και «πολλοί έγιναν μέλη του είτε προσδοκώντας οφέλη ή από φόβο» (σ. 162)
Τα «οφέλη» δεν διευκρινίζεται ποια θα ήταν: Μήπως οι χιλιάδες άνδρες και γυναίκες προσχώρησαν στο ΕΑΜ επειδή ήθελαν περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και να ξεφύγουν από την ενδημική φτώχεια που μάστιζε την πλειονότητα του πληθυσμού στην ύπαιθρο και τις πόλεις εκείνη την εποχή; Αλλά, κατά τους συγγραφείς, το βασικό όπλο κυριαρχίας του ΕΑΜ ήταν η βία και ο φόβος γι’ αυτό και μας προειδοποιούν ότι «όποιος υπερασπίζεται το εαμικό κράτος, ακόμα κι αν έχει καλές προθέσεις (sic), στην ουσία υπερασπίζεται τον ολοκληρωτισμό εν τη γενέσει του» (σ. 274).
Η βία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά των Ελλήνων αντιπάλων του πρωταγωνιστεί στις σελίδες του βιβλίου. Κανένας, νομίζω, δεν αμφισβητεί ότι υπήρξαν πολλές και αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις στη διάρκεια της Κατοχής. Διαβάζοντας όμως τα Εμφύλια Πάθη ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι δεν επρόκειτο περί εμφυλίων συγκρούσεων, που διαδραματίζονταν στο πλαίσιο της Κατοχής, αλλά περί ενός μονόπλευρου εμφυλίου πολέμου του ΕΛΑΣ κατά των αντιπάλων του. Έτσι διαβάζει μια αναλυτική καταγραφή, που υπερβαίνει τις τρεις σελίδες (σ. 200-203) για τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ κατά των αντιπάλων του στη Μακεδονία, αλλά τίποτα για τις επιθέσεις που δέχτηκε ο ΕΛΑΣ.
Όσο εντυπωσιακό και εάν φαίνεται, οι συγγραφείς αποσιωπούν τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Ειδικής Ασφάλειας, του Εθνικού Αγροτικού Συνδέσμου Αντικομμουνιστικής Δράσεως ή των ομάδων του Σούμπερτ, του Δάγκουλα, του Κυλινδρέα, του Βήχου, του Πούλου κ.ά. Δεν θα διαβάσει για τη συμμετοχή τους όχι μόνο σε κοινές επιχειρήσεις όλων αυτών με τους Ναζί κατά του ΕΛΑΣ αλλά ούτε για τη συμμετοχή τους στα γερμανικά αντίποινα κατά αμάχων (Πύργοι, Μεσόβουνο, Βλάστη, Γιαννιτσά, Χορτιάτης, κ.ά.) και στα διαβόητα μπλόκα που αιματοκύλισαν την Αθήνα το καλοκαίρι του 1944. Η αναφορά τους είναι απαραίτητη, όχι βέβαια για λόγους «ισορροπίας» αλλά για να γίνει αντιληπτή τόσο η αλληλεξάρτηση της βίας των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών, και κατά συνέπεια η σχέση εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και εμφύλιας σύγκρουσης όσο και η κλιμάκωση της εμφύλιας βίας μετά την απελευθέρωση της χώρας.
Καλά, θα διερωτηθεί ο αναγνώστης, μόνο κατά των Ελλήνων πολεμούσε το ΕΑΜ; Και η Αντίσταση, ο αγώνας κατά των κατακτητών; Η Αντίσταση απασχολεί τους συγγραφείς μόνο σε μία από τις 23 ερωτήσεις που απαρτίζουν το βιβλίο. Άλλωστε, κατά τους συγγραφείς, η συνεισφορά της Αντίστασης ήταν αξιόλογη μόνο σε συμβολικό επίπεδο, ενώ ο ένοπλος αγώνας για την απελευθέρωση της χώρας αποτιμάται αρνητικά αφού «πολλές ζημιές στις υποδομές προκλήθηκαν από την ίδια την Αντίσταση […] ενίσχυσε τη συνεργασία με τους κατακτητές […] υπονόμευσε την πολιτική και οικονομική ανόρθωση της χώρας και δηλητηρίασε την πολιτική ζωή για δεκαετίες» (σ. 130-131).
Χρειάζεται, άραγε, εδώ, να υπενθυμίσουμε ότι πολλά σαμποτάζ έγιναν μετά από εντολή των Βρετανών συμμάχων; Ή τις πυρπολήσεις και τη λεηλασία χωριών, τα αντίποινα από τους Ναζί αλλά και τις εκτεταμένες καταστροφές σε λιμάνια, γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές, κλπ. που τα γερμανικά στρατεύματα προκάλεσαν κατά την αποχώρησή τους; Ή, το πιο σημαντικό, η Αντίσταση με την κινητοποίηση χιλιάδων απλών ανθρώπων στις πόλεις και την ύπαιθρο, με την καλλιέργεια του πατριωτισμού, της αλληλεγγύης και του οράματος της κοινωνικής δικαιοσύνης, υπερασπίστηκε την ελληνική κοινωνία απέναντι στη βία της κατοχικής εξουσίας. Αλλά αυτά για τους συγγραφείς δεν είναι αξιομνημόνευτα, καθώς δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμφύλιας βίας. Εκ των υστέρων, λοιπόν, φαίνεται ότι η Αντίσταση μάλλον έβλαψε παρά ωφέλησε τη χώρα· με άλλα λόγια, θα ήταν προτιμότερο η ελληνική κοινωνία να μην είχε πάρει τα όπλα ενάντια στους κατακτητές και να είχε υποκύψει στην κατοχική εξουσία.
Οι «καλοί»
Για την άλλη πλευρά, τους πάσης φύσεως αντιπάλους του ΕΜΑ-ΕΛΑΣ, οι συγγραφείς επιφυλάσσουν μια σαφέστατα ευνοϊκότερη αντιμετώπιση καθώς έσωσαν την Ελλάδα από τον ολοκληρωτισμό. Μέσα από ευφάνταστες διατυπώσεις και ευφημισμούς επιδιώκεται να αμβλυνθεί η αρνητική επίδραση που άσκησαν στις εξελίξεις της δεκαετίας του 1940 και τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτό περιλαμβάνει και έναν από τους πιο αρνητικούς πρωταγωνιστές της δεκαετίας, το Στέμμα. Πληροφορούμαστε ότι ο Γεώργιος «δεν ήταν αμέτοχος» στην επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, ενώ αργότερα «συνέχισε εξόριστος τον αγώνα εναντίον του Άξονα» και έκανε «κινήσεις εθνικής ενότητας», οι οποίες δυστυχώς προσέκρουσαν στη δυσπιστία προς το πρόσωπό του (σ. 77).
Οι Βρετανοί πιστώνονται δύο πράγματα. Πρώτον, τον ένοπλο εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Οι συγγραφείς, αβάσιμα ισχυρίζονται, ότι χωρίς βρετανική βοήθεια «είναι αμφίβολο αν ο ένοπλος αντιστασιακός αγώνας θα είχε πάρει τις διαστάσεις που πήρε» (σ. 131), ενώ είναι γνωστό από πολλές μελέτες ότι η στρατιωτική βοήθεια προς τους αντάρτες ήταν περιορισμένη και ότι, τουλάχιστον για τον ΕΛΑΣ, πολύ πιο σημαντική για την ανάπτυξή του ήταν η παράδοση του ιταλικού οπλισμού. Δεύτερον, τη διάσωση του καθεστώτος. Η στρατιωτική επέμβαση των Βρετανών στα Δεκεμβριανά βαφτίζεται «ενεργή εμπλοκή των Βρετανών στο ελληνικό έδαφος» (σ. 364) και ο κυρίαρχος ρόλος τους στην ελληνική πολιτική ζωή μετονομάζεται σε «έντονη δραστηριότητα για το σχηματισμό κεντρο-αριστερής κυβέρνησης».
Με ανάλογο τρόπο η αμερικανική επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας και η επιβολή καθεστώτος περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας ονομάζεται «συστηματική πίεση» και «στενή επιτήρηση» (σ. 380, 383). Γενικότερα, οι συγγραφείς πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ μεταπολεμικά δεν ήθελαν να γίνουν παγκόσμια ηγεμονική δύναμη αλλά απλά να βοηθήσουν κράτη, όπως η Ελλάδα, «προκειμένου να μπορέσουν να αντισταθούν στον σοβιετικό επεκτατισμό» (σ. 382)
Οι συγγραφείς δικαιολογούν και τις παραστρατιωτικές ομάδες που είχαν εξαπολύσει τη «λευκή τρομοκρατία» κατά της Αριστεράς ισχυριζόμενοι ότι «απόκτησαν ημιεπίσημη αναγνώριση προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι οπλισμένοι κομμουνιστές στην ύπαιθρο» — ασχέτως εάν το 1945 δεν υπήρχαν ένοπλες αριστερές ομάδες. Ακόμα και η ευνοϊκή μεταχείριση των ταγματασφαλιτών μετά την Απελευθέρωση δικαιολογείται, γιατί το κράτος, διαβάζουμε, δεν είχε «ούτε την πολυτέλεια αλλά ούτε και την επιθυμία να σπαταλήσει ανθρώπινους πόρους που του ήταν απαραίτητοι» (σ. 183).
Το ερώτημα, βέβαια, τι κράτος οικοδομήθηκε μεταπολεμικά με τους ένοπλους συνεργάτες των Γερμανών ώστε να του είναι «απαραίτητοι» δεν τίθεται. Για τους συγγραφείς, τα πάντα μπορούν να δικαιολογηθούν στη λογική της αντιμετώπισης της διαρκούς κομμουνιστικής απειλής, που αναγορεύεται, εν τέλει, σε βασικό άξονα της ιστορικής και πολιτικής τους προσέγγισης τους.
Άλλωστε, το βασικό επιχείρημά τους είναι ότι το ΚΚΕ σε καμιά στιγμή μετά την Απελευθέρωση δεν εγκατέλειψε τον στόχο της βίαιης κατάληψης της εξουσίας: αναζητούσε απλώς μια δικαιολογία για να περάσει στην στρατιωτική σύγκρουση και όταν εξασφάλισε τη βοήθεια από τους «ξένους συντρόφους» (για να υιοθετήσω την ορολογία των συγγραφέων), «έγινε δυνατή η κήρυξη του Εμφυλίου από την πλευρά του ΚΚΕ» (σ. 439). Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα είναι αρκετά παλαιό και πολύ φτωχό, ιδιαίτερα εάν λάβει κανείς υπόψη την άνθηση της ιστορικής έρευνας των τελευταίων ετών, για την κατανόηση ενός τόσο σύνθετου ιστορικού φαινομένου, όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι γενικά και ο ελληνικός Εμφύλιος συγκριμένα.
Η συμβολή των «Εμφυλίων Παθών»
Εάν τα Εμφύλια Πάθη προσθέτουν στην ιστοριογραφία κάτι καινούργιο, αυτό είναι η διαιρετική τομή που εισάγουν ανάμεσα στους «αριστερούς ιστορικούς» και … τους «ιστορικούς». Τόσο στο κείμενο όσο και στα βιβλιογραφικά σημειώματα, που κλείνουν τα επιμέρους κεφάλαια, οι μελετητές της δεκαετίας του 1940 χωρίζονται ανάμεσα σε «ιστορικούς» (που προσδιορίζονται ως «οξυδερκείς», με «σημαντικό έργο», «βιβλία αναφοράς», «εξαιρετικές μελέτες» κλπ.) και σε «αριστερούς ιστορικούς» ή σε ιστορικούς με «αριστερή οπτική». Με βάση αυτή τη διαιρετική τομή οι «αριστεροί ιστορικοί» είναι κακοί ιστορικοί, οι οποίοι δεν κάνουν επιστημονική έρευνα, δεν τεκμηριώνουν την επιχειρηματολογία τους και είναι μεροληπτικοί.
Ως γνωστόν, μόνον οι αριστερές πολιτικές ιδέες έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν τη σκέψη και την κρίση των ιστορικών. Έτσι, εμμέσως αλλά σαφέστατα, οι ίδιοι οι συγγραφείς αναβιβάζουν εαυτόν –και όσους συμμερίζονται τις απόψεις τους—σε (ουδέτερους, κανονικούς, πραγματικούς κ.ο.κ.) επιστήμονες, σε αντίθεση με τους (αριστερούς) ψευδοεπιστήμονες.
Η διάκριση μεταξύ «ιστορικών» και «αριστερών ιστορικών» μπορεί να αναδίδει άρωμα περασμένων εποχών αλλά είναι δηλωτική της οπτικής μέσα από την οποία οι Στ. Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης προσεγγίζουν τη επίμαχη δεκαετία αλλά και της συμβολής του βιβλίου τους στη δημόσια ιστορία. Αυτή η συμβολή δεν είναι αμελητέα: η δεξιά παράταξη έχει μια (όχι τόσο) νέα αφήγηση για τη δεκαετία του 1940.
Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και καταφέρνει να συνδυάζει αμφότερες ιδιότητες: είναι και «αριστερός ιστορικός» (σ. 64) και «ιστορικός» (σ. 478)
Για τα «Εμφύλια Πάθη» του Στ. Καλύβα και του Μαραντζίδη στις «Αναγνώσεις» της Αυγής έχει δημοσιευθεί, λίγο παλιότερα, η κριτική του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλη «Η σύγχρονη ιστοριολογία του ακραίου κέντρου».