Να εμποδίσουν την κατάθεση κομβικών μαρτύρων που διαθέτουν κρίσιμα επιβαρυντικά στοιχεία από πρώτο χέρι για τον ρόλο της Frontex στις παράνομες επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο προσπαθούν οι ευρωομάδες της Δεξιάς, των Φιλελευθέρων και της Ακροδεξιάς που συμμετέχουν στην Ομάδα Εργασίας για τον Ελεγχο της Frontex, όπως καταγγέλλει η ευρωομάδα της Αριστεράς.
Σήμερα τα μέλη της Ομάδας Εργασίας αποφασίζουν αν θα καλέσουν για κατάθεση τις νομικές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προσέφυγαν στα μέσα Μαΐου κατά της Frontex στο Δικαστήριο της Ε.Ε., εκπροσωπώντας μια γυναίκα πρόσφυγα και έναν ασυνόδευτο ανήλικο που επαναπροωθήθηκαν από τις ελληνικές αρχές στην Τουρκία –τρεις φορές τον τελευταίο χρόνο η γυναίκα και δύο ο ανήλικος–, ενώ είχαν επαναπροωθηθεί και παλαιότερα, συνολικά πέντε φορές ο καθένας.
Η ευρωομάδα της Αριστεράς καταγγέλλει ότι την περασμένη εβδομάδα οι πολιτικές ομάδες που συγκροτούν πλειοψηφία στην Ομάδα Εργασίας μπλόκαραν κάθε κίνηση να προσκληθούν να καταθέσουν οι οργανώσεις Front-Lex, Progress Lawyers Network και Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και εκφράζει ανησυχία για απόπειρα παρεμπόδισης του έργου της Ομάδας Εργασίας προκειμένου να συγκαλυφθούν άλλη μια φορά η αμφιλεγόμενη δράση της Frontex στα ελληνοτουρκικά σύνορα και οι ευθύνες του διευθυντή της Φαμπρίς Λετζέρι.
Η ευρωβουλευτής της Αριστεράς Κλέαρ Ντάλι αποκάλυψε στην Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών ότι η πλειοψηφία της Ομάδας Εργασίας προσπαθεί να εμποδίσει την κατάθεση και άλλων κομβικών μαρτύρων, όπως είναι οι οργανώσεις Sea Watch και Border Violence Monitoring Network, που παρακολουθούν στενά την κατάσταση στο Αιγαίο και καταγράφουν συστηματικά υποθέσεις επαναπροώθησης.
«Ολοι αυτοί έχουν πληροφορίες από πρώτο χέρι, αλλά ορισμένοι στην Ομάδα Εργασίας μπλόκαραν την πρόσκληση στους ανθρώπους αυτούς να παρουσιαστούν για να τις καταθέσουν. Η δικαιολογία ήταν ότι δεν υπάρχει αρκετός χρόνος. Ομως η Επιτροπή έχει ακούσει μαρτυρίες που δεν ήταν από πρώτο χέρι σχετικά με τον ρόλο της Frontex. Το μόνο συμπέρασμα είναι ότι παρεμποδίζεται το έργο της Ομάδας σε μια προσπάθεια να προστατευθεί ο διευθυντής της Frontex και η υπηρεσία με κάθε κόστος. Για να κάνει σωστά τη δουλειά της η Ομάδα, πρέπει να ακουστούν όλα τα στοιχεία», σημείωσε η κυρία Ντέιλι. Και έκανε έκκληση σε οποιονδήποτε έχει στοιχεία να τα στείλει μέσω ιμέιλ στην Ομάδα Εργασίας.
Υπέρ της κατάθεσης των νομικών οργανώσεων τάσσονται επίσης οι ευρωομάδες των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων. Οι ευρωβουλευτές της Αριστεράς που συμμετέχουν στην Ομάδα Εργασίας, Κορνίλια Ερνστ και Σίρα Χέγκο, χαιρέτισαν την προσφυγή στο Δικαστήριο της Ε.Ε. και ευχαρίστησαν τις οργανώσεις. «Είναι εξαιρετικά σημαντικό να λογοδοτήσουν η Frontex και ο διευθυντής της για τον ρόλο τους σε σοβαρές, συστηματικές και εκτεταμένες παραβιάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως και για την υποχρέωσή τους να ενημερώνουν το Ευρωκοινοβούλιο με ειλικρίνεια και διαφάνεια», σημείωσε η κ. Ερνστ σε δήλωσή της.
Πρώτη νομική κίνηση
Η προσφυγή στο Δικαστήριο της Ε.Ε. αποτελεί την πρώτη νομική κίνηση κατά της Frontex στα 17 χρόνια λειτουργίας της υπηρεσίας. Η προσφυγή γίνεται σε συνέχεια εξώδικου που είχε στείλει τον Φεβρουάριο η Front-Lex στον διευθυντή της Frontex, ζητώντας του να τερματίσει ή να αναστείλει την παρουσία της Frontex στην Ελλάδα, όπως προβλέπει ρητά ο κανονισμός της σε περιπτώσεις σοβαρών και συστηματικών παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Πρόσφατα η Frontex αναγκάστηκε να αναστείλει την παρουσία της στην Ουγγαρία, καθώς η κυβέρνηση Ορμπαν έχει νομιμοποιήσει τις επαναπροωθήσεις, γεγονός που παραβιάζει το ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως έκρινε το Δικαστήριο της Ε.Ε.
Οι οργανώσεις αναφέρουν ότι η απάντηση του κ. Λετζέρι ήταν γενικόλογη και μη στοιχειοθετημένη και δείχνει προφανώς ότι δεν εξετάζει την αναστολή της παρουσίας της Frontex στην Ελλάδα. Αντιθέτως, όπως δείχνουν οι στενές επαφές του κ. Λετζέρι με την ελληνική κυβέρνηση, στα σχέδια βρίσκεται η ενίσχυση της παρουσίας της Frontex στη χώρα μας, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προχώρησε σε προσωρινή νομιμοποίηση των επαναπροωθήσεων τον Μάρτιο του 2020 με τη διαβόητη απόφαση του ΚΥΣΕΑ και τη συνακόλουθη ΠΝΠ, ενώ όλα δείχνουν ότι και στη συνέχεια οι άτυπες επαναπροωθήσεις υπήρξαν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης.
«Η Ελλάδα εμπλέκεται σε μια κρατική πολιτική συστηματικών και εκτεταμένων επιθέσεων εναντίον άμαχου πληθυσμού και είναι υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, για μαζικές απελάσεις και άλλες απάνθρωπες πράξεις. […] Η προσφυγή δείχνει ότι η Frontex αποτελεί παράγοντα που διευκολύνει και νομιμοποιεί μια παράνομη πολιτική συστηματικών και εκτεταμένων επιθέσεων εναντίον άμαχων πληθυσμών, την οποία εισήγαγαν οι ελληνικές αρχές τον Μάρτιο του 2020. Η επιχειρησιακή και οικονομική συμβολή της Frontex, όπως και η βοήθεια και η στήριξη στην εφαρμογή μιας παράνομης κρατικής πολιτικής, είναι αναγκαία για τη συνέχιση αυτών των παράνομων πρακτικών», αναφέρει η προσφυγή των οργανώσεων στο Δικαστήριο της Ε.Ε.
Στις 50 πυκνογραμμένες σελίδες της προσφυγής παρουσιάζεται αναλυτικά το ιστορικό των επιχειρήσεων επαναπροώθησης της γυναίκας και του ασυνόδευτου ανηλίκου τον τελευταίο χρόνο και συνοδεύεται από μαρτυρίες, οπτικό υλικό και άλλα στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει και δημοσιοποιήσει οργανώσεις, όπως η Agean Boat Report. Παρουσιάζονται επίσης αναλυτικά τα περιστατικά εμπλοκής της Frontex σε επαναπροωθήσεις και καταγράφονται λεπτομερώς οι μεθοδεύσεις του διευθυντή της υπηρεσίας και του διοικητικού συμβουλίου προκειμένου να συγκαλυφθούν οι παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων και να βγει λάδι η υπηρεσία.
«H συνενοχή [της Frontex] σε παραβιάσεις στο πεδίο, η αποτυχία της να επιτηρήσει, να αναφέρει και να ερευνήσει τις παραβιάσεις, αποτυχία που είναι δομική και οφείλεται στην αντίληψη που διαπερνά την οργάνωση της υπηρεσίας, όπως επίσης οι νομικές διαστρεβλώσεις όσον αφορά τη διακηρυγμένη δυσκολία της να ερμηνεύσει την εφαρμοζόμενη νομοθεσία, δείχνουν με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την αμείλικτη προσπάθεια να παρέχει νομική προστασία στους Ελληνες ομολόγους της, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται πλήρης ατιμωρησία για την Ελλάδα και για τη Frontex. To γεγονός ότι η Frontex κάνει τα στραβά μάτια στις πιο ξεκάθαρες και αδιαμφισβήτητες παραβιάσεις των ελληνικών αρχών προστατεύει το κράτος από πολιτική κριτική και νομική επιτήρηση», αναφέρει η προσφυγή.
Aπό την πλευρά της Frontex, o εκπρόσωπος της υπηρεσίας Κρις Μπορόφσκι σημείωσε ότι η προσφυγή δεν αποτελεί στην πραγματικότητα νομική υπόθεση. «Πρόκειται για μια ακτιβιστική ατζέντα που προσποιείται τη νομική υπόθεση, με σκοπό να υπονομεύσει την αποφασιστικότητα της Ε.Ε. να προστατεύσει τα σύνορά της». Η ίδια η δήλωση δείχνει ακριβώς ότι στο όνομα της φύλαξης των συνόρων η Frontex είναι διατεθειμένη να παραβλέψει, αν όχι να ενθαρρύνει, σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, αποφεύγοντας μια σοβαρή και αξιόπιστη διαδικασία λογοδοσίας και εξασφαλίζοντας καθεστώς ατιμωρησίας.
Τι θα εξετάσουν οι ευρωβουλευτές
Η Ομάδα Εργασίας για τον Ελεγχο της Frontex συγκροτήθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου στο πλαίσιο της δραστήριας Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωκοινοβουλίου στον απόηχο των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων-βόμβα για εμπλοκή της Frontex σε τουλάχιστον έξι παράνομες επιχειρήσεις επαναπροώθησης του Ελληνικού Λιμενικού στο Αιγαίο και των ανεπαρκών και αντιφατικών εξηγήσεων που έδωσαν ο κ. Λετζέρι και το διοικητικό συμβούλιο της υπηρεσίας, που ανέλαβε να διερευνήσει τις καταγγελίες ύστερα από πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το πόρισμα του διοικητικού συμβουλίου δήλωνε αδυναμία να διαπιστώσει παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων, αναγνώριζε ωστόσο κωλυσιεργία και σοβαρές ελλείψεις στους μηχανισμούς αναφοράς συμβάντων, λογοδοσίας και επιτήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Η Ομάδα Εργασίας του Ευρωκοινοβουλίου ανέλαβε να συγκεντρώσει στοιχεία και να δημοσιοποιήσει σε τέσσερις μήνες τα αποτελέσματα της έρευνάς της σχετικά με παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων στις οποίες συμμετείχε η Frontex ή τις γνώριζε αλλά δεν κινήθηκε για να τις αποτρέψει, όπως την υποχρεώνει ο κανονισμός της και η ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Η έρευνα-παρωδία του διοικητικού συμβουλίου της Frontex
Η αποτυχία να ερευνήσει πειστικά και σοβαρά τις καταγγελίες άνοιξε τον δρόμο για νομικές ενέργειες κατά της Frontex στο Δικαστήριο της Ε.Ε., προκειμένου να υπάρξει λογοδοσία.
Η προσφυγή εξηγεί αναλυτικά γιατί το διοικητικό συμβούλιο της Fronterx δεν είχε τη βούληση να αποκαλύψει την αλήθεια για τις καταγγελλόμενες επαναπροωθήσεις αλλά μάλλον να συσκοτίσει τα πραγματικά περιστατικά και να συγκαλύψει τις ευθύνες της υπηρεσίας και του διευθυντή της. Οπως εξηγεί η προσφυγή, η αποτυχία του διοικητικού συμβουλίου να ερευνήσει πειστικά και σοβαρά τις καταγγελίες άνοιξε τον δρόμο για νομικές ενέργειες κατά της Frontex στο Δικαστήριο της Ε.Ε. ή σε άλλα διεθνή όργανα, προκειμένου να υπάρξει λογοδοσία και απόδοση ευθυνών και συμμόρφωση της υπηρεσίας στη νομοθεσία.
H προσφυγή επισημαίνει μεθοδολογικές αστοχίες που καθιστούν αναξιόπιστο το πόρισμα του Δ.Σ. της Frontex.: «Τα περισσότερα από τα διορισμένα μέλη της Ομάδας Εργασίας της Frontex [που ερεύνησε τις καταγγελίες] ήταν “εναλλασσόμενα” μέλη του διοικητικού συμβουλίου –με εκπροσώπους του Ελληνικού Λιμενικού, δηλαδή του βασικού υπόπτου– και με αστυνομικές δυνάμεις άλλων κρατών-μελών που συμμετείχαν στα περιστατικά που διερευνούνταν.
Η πλειονότητα αυτών των αξιωματικών της αστυνομίας είναι συνοροφύλακες που δεν έχουν καμία επαγγελματική ικανότητα να φέρουν σε πέρας την αποστολή της Ομάδας Εργασίας, δηλαδή να κάνουν ιατροδικαστικού τύπου συγκέντρωση στοιχείων και νομική ανάλυση με βάση το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο και τη νομοθεσία της Ε.Ε., ώστε να αποφασίσουν “τι συνέβη”.
Το επακόλουθο ήταν να απαλειφθούν τελείως από το τελικό πόρισμα περιστατικά σοβαρών παραβιάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που ενισχύονταν από πειστικά στοιχεία. Αυτά τα περιστατικά θεωρήθηκαν ανοιχτά, εκκρεμή ή χαρακτηρίστηκαν “μη επιλύσιμα”, μόνο και μόνο για να “ξεκαθαριστούν” πολύ σύντομα στη συνέχεια από ένα μυστήριο άλλο όργανο ή αξιωματούχο μέσα στην υπηρεσία, που τα “ξεκαθάρισε” θεωρώντας πιθανές τις πιο αδιανόητες λογικές και νομικές εξηγήσεις».
Και καταλογίζει στην έρευνα της Frontex: «εμφανή μεροληψία της Ομάδας Εργασίας του διοικητικού συμβουλίου, απροθυμία να εξετάσει καταγεγραμμένες αναφορές επαναπροωθήσεων που αποκαλύφθηκαν στις ακροάσεις του Ευρωκοινοβουλίου ή περιλαμβάνονταν στην έρευνα του Bellingcat, ανικανότητα συγκέντρωσης και ανάλυσης σχετικών πληροφοριών και στοιχείων, απροθυμία να πάρει θέση μεταξύ αντιφατικών εκδοχών και στην περίπτωση ακόμα που αποδείχτηκαν ανακόλουθες οι εξηγήσεις της Ελλάδας, αποδοχή ως πιθανού του ισχυρισμού των ελληνικών αρχών ότι έγινε ατομική αξιολόγηση των αναγκών των προσφύγων και μεταναστών την ώρα που ρυμουλκούνταν ή επιβιβάζονταν με τη βία σε φουσκωτές σχεδίες life-raft και εγκαταλείπονταν στα τουρκικά ύδατα, όπως και του ισχυρισμού ότι ανάμεσα στα χιλιάδες άτομα που απελάθηκαν μαζικά, “δεν παρουσιάστηκε κανένας να ζητήσει άσυλο ή διεθνή προστασία, αν και τους δόθηκε η ευκαιρία”, γελοία χρήση σε μια διοικητική διαδικασία του κριτηρίου απόδειξης [“πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας”] που εφαρμόζεται σε ποινικές διαδικασίες».