Με άρθρο τους οι New York Times συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής και των προγραμμάτων εμβολιασμών σε ΗΠΑ και ΕΕ. Ο Paul Krugman σημειώνει πως ναι μεν οι ΗΠΑ έχουν πολλά να κερδίσουν μελετώντας τα προγράμματα περίθαλψης της γηραιάς ηπείρου, οι ηγέτες της ΕΕ όμως παρουσιάζουν χαρακτηριστική αναποτελεσματικότητα όσων αφορά τον εμβολιασμό του πληθυσμού. Σύμφωνα με τον Krogman παρατηρούνται αγκυλώσεις που έχουν κύρια αιτία όχι την ασφάλεια των σκευασμάτων και την προστασία των πολιτών αλλά την ανησυχία των ηγετών των κρατών μελών αναφορικά με την κριτική που θα μπορούσε να τους ασκηθεί για δαπάνες ή κακούς χειρισμούς στη σύναψη συμβάσεων προμηθειών και συναφών θεμάτων. Ο Αμερικανός δημοσιογράφος χαρακτηρίζει τις προσπάθειες της ΕΕ “καχεκτικές” και κάνει αναφορές στις φοβίες των Ευρωπαίων ως τον ορισμό του “Πουριτανισμού”.
Όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είναι αντίθετοι σε εσφαλμένους κινδύνους.
- Από τον Paul Krugman – NEW YORK TIMES
- Μετάφραση: Δώρα Βλάσση
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν να μάθουν πολλά από τις επιτυχίες της πολιτικής της Ευρώπης, ιδίως σε ό,τι αφορά την υγειονομική περίθαλψη. Κάθε πλούσιο ευρωπαϊκό κράτος παρέχει καθολική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ενώ δαπανεί πολύ λιγότερα συγκριτικά με εμάς, μολονότι το σύστημά μας αφήνει ανασφάλιστα δεκάδες χιλιάδες άτομα. Και όλα συνηγορούν ότι η γενική ποιότητα της περίθαλψης είναι πολύ καλή· παραδείγματος χάρη, το προσδόκιμο ζωής των Γάλλων είναι, κατά μέσο όρο, τέσσερα έτη παραπάνω απ’ ό,τι των Αμερικανών.
Ωστόσο, στην κρίσιμη αυτή στιγμή στην ιστορία της νόσου Covid-19, ενώ τα νέα εμβόλια προσφέρουν επιτέλους μια ρεαλιστική προοπτική επιστροφής στην κανονικότητα, η πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από το ένα λάθος πίσω απ’ το άλλο. Τα εμβολιαστικά όπλα καθυστέρησαν να ξεκινήσουν: Με προσαρμογή στον πληθυσμό, η Βρετανία και οι ΗΠΑ έχουν χορηγήσει περίπου τρεις φορές περισσότερες δόσεις από τη Γαλλία ή τη Γερμανία. Και οι χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να καθυστερούν, με την ταχύτητα της χορήγησης εμβολίων να είναι κάτω από το μισό συγκριτικά με τη δική μας.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το εμβολιαστικό φιάσκο της Ευρώπης θα καταλήξει στην πρόκληση χιλιάδων αναίτιων θανάτων. Και το θέμα είναι ότι τα πολιτικά λάθη της ηπείρου δεν μοιάζουν με μεμονωμένα περιστατικά, με ορισμένες κακές αποφάσεις που πάρθηκαν από μερικούς κακούς ηγέτες. Αντιθέτως, φαίνεται ότι οι αποτυχίες αντικατοπτρίζουν θεμελιώδη ελαττώματα των θεσμών και των προσεγγίσεων της ηπείρου — περιλαμβανομένης της ίδιας γραφειοκρατικής και πνευματικής δυσκαμψίας που επιδείνωσε περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε την κρίση της Ευρωζώνης δέκα χρόνια πριν.
Οι λεπτομέρειες της ευρωπαϊκής αποτυχίας είναι περίπλοκες. Ο κοινός παρονομαστής, όμως, φαίνεται πως είναι το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν απέφυγαν απλώς τον κίνδυνο, αλλά ήταν αντίθετοι σε εσφαλμένους κινδύνους. Η πιθανότητα να καταλήξουν να πληρώσουν πάρα πολλά στις φαρμακευτικές εταιρείες, ή να ανακαλύψουν ότι έδωσαν χρήματα για εμβόλια που είτε αποδείχτηκαν αναποτελεσματικά είτε ότι είχαν επικίνδυνες ανεπιθύμητες ενέργειες, φαίνεται ότι τους ανησύχησε βαθιά.
Έτσι, ελαχιστοποίησαν αυτούς τους κινδύνους μέσω καθυστέρησης στις συμβάσεις προμηθειών, παζαρέματος στις τιμές και άρνησης να χορηγήσουν απαλλαγή ευθυνών. Η ανησυχία τους για τον κίνδυνο του ενδεχόμενου πολλοί Ευρωπαίοι να νοσήσουν ή να πεθάνουν εξαιτίας της ιδιαίτερα αργής διάθεσης των εμβολίων μάλλον ήταν μικρότερη.
Η ανάγνωση του παραμυθιού για τις καχεκτικές εμβολιαστικές προσπάθειες της Ευρώπης μου θύμισε τον ορισμό του Πουριτανισμού από τον H.L. Mencken ως «ο φόβος που σε στοιχειώνει ότι κάποιος, κάπου, μπορεί να είναι ευτυχισμένος». Οι Ευρωκράτες φαίνεται να στοιχειώνονται κατά παρόμοιο τρόπο από τον φόβο ότι κάποιος, κάπου — είτε πρόκειται για φαρμακευτικές εταιρείες είτε για εργαζομένους στον δημόσιο τομέα της Ελλάδας — ενδέχεται να μην τιμωρηθεί για κάτι.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, αυτή η στάση οδήγησε στην επιβολή σκληρών, καταστροφικών πολιτικών λιτότητας στα κράτη-οφειλέτες, για να μην παραλείψουν κάπως να πληρώσουν ένα επαρκές τίμημα για προηγούμενη οικονομική ανευθυνότητα. Αυτή τη φορά σήμαινε εστίαση στη διεξαγωγή σκληρών διαπραγματεύσεων με φαρμακευτικές εταιρείες, ακόμη κι αν το αποτέλεσμα ήταν μια πιθανώς θανατηφόρα καθυστέρηση, για να μην υπάρξει κανένας υπαινιγμός κερδοσκοπίας.
Περιττό να λεχθεί ότι στην Αμερική έχει υιοθετηθεί μια πιο χαλαρή στάση όσον αφορά την εταιρική κερδοσκοπία — πολλές φορές υπερβολικά χαλαρή. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, αυτό απέβη σε καλό δεδομένου ότι δεν κάναμε αιματηρή οικονομία σε περίοδο υγειονομικής κρίσης.
Η Ευρώπη έχει και άλλα προβλήματα. Ο εμβολιασμός καθυστέρησε λόγω προσπαθειών να ακολουθηθεί κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, κάτι που δεν θα πείραζε αν η Ευρώπη προσομοίαζε στο ελάχιστο ενοποιημένη κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν ισχύει· αντιθέτως, οι εθνικές κυβερνήσεις έθεσαν σε αναμονή φαρμακευτικά συμβόλαια μέχρι την επίτευξη συναίνεσης.
Επιπλέον, η αγορά των εμβολίων δεν αποτελεί το τέλος της ιστορίας· πρέπει, επίσης, να εμβολιαστούν οι πολίτες. Και τίποτα στην Ευρώπη δεν συγκρίνεται με την εθνική κατανομή και την ώθηση του εμβολιασμού που έχουν αποκτήσει ταχύτατα δυναμική απ’ όταν ανήλθε στην εξουσία η κυβέρνηση Biden.
Τέλος, η Ευρώπη αποδεικνύεται ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα με ευρεία εχθρική στάση απέναντι στην επιστήμη. Βεβαίως, αυτό ισχύει και για την Αμερική — όμως, αυτή των Ευρωπαίων διαφέρει, με τρόπους που βλάπτουν σημαντικά.
Στην Αμερική, το μεγαλύτερο ποσοστό — όχι, όμως, το σύνολό του —εχθρικής στάσης απέναντι στην επιστήμη έρχεται από τη δεξιά, ιδίως τη θρησκευτική δεξιά. Είμαστε ένα έθνος γεμάτο πολέμιους της εξελικτικής θεωρίας, αρνητές της κλιματικής αλλαγής και, πιο πρόσφατα, αρνητές του κορονοϊού —μορφές άρνησης της επιστήμης που είναι λιγότερο συνήθεις στην Ευρώπη. Όμως, λοιπές αντιεπιστημονικές προσεγγίσεις, που τοποθετούνται δυσκολότερα στο φάσμα αριστεράς-δεξιάς, δυστυχώς διαδίδονται.
Η διστακτικότητα για τη λήψη εμβολίου κατά του κορονοϊού, ακόμη κι αν είναι διαθέσιμο, είναι σχεδόν άγνωστη εδώ, αλλά το αντιεμβολιαστικό αίσθημα φαίνεται πως είναι ανησυχητικά διαδεδομένο στην Ευρώπη, ιδίως στη Γαλλία.
Όλα αυτά τα προβλήματα κλιμακώθηκαν αυτή την εβδομάδα, όταν πολλά ευρωπαϊκά κράτη ανέστειλαν τη χρήση του εμβολίου της AstraZeneca βάσει πιθανώς ψευδών στοιχείων ότι κάποιοι παραλήπτες ενδέχεται να εμφανίσουν θρομβώσεις αίματος. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πάλι είχαν εμμονή με εσφαλμένους κινδύνους — ακόμη και αν υπάρχουν ανεπιθύμητες ενέργειες, είναι βέβαιο ότι ωχριούν σε σύγκριση με τη ζημιά στην εμβολιαστική εκστρατεία. Και για ακόμη μία φορά η Ευρώπη δεν κατάφερε να συντονίσει: η Γερμανία ανέστειλε τα εμβόλια της AstraZeneca, και άλλες χώρες έσπευσαν να ακολουθήσουν από φόβο μήπως κατηγορηθούν σε περίπτωση που κάτι πήγαινε λάθος (πέραν των θανάτων ανθρώπων επειδή δεν έλαβαν τις δόσεις τους).
Όπως αναφέρθηκε, το πιο ανησυχητικό όσον αφορά όλο αυτό το φιάσκο είναι ότι δεν μπορούν να αποδοθούν ευθύνες μόνο σε μερικούς κακούς ηγέτες. Αντιθέτως, φαίνεται ότι αντικατοπτρίζει θεμελιώδη ελαττώματα των θεσμών και των προσεγγίσεων. Το ευρωπαϊκό εγχείρημα αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα.