Του Γιάννη Μπρούζου
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα. Η μονολογούσα της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου. Ή μήπως ο ίδιος ο Ποιητής; Σε ποιον μιλάει. Σε έναν “νέο”, λέει η εισαγωγή. Έναν νέο που δεν ξέρουμε από που ήρθε, και ποιος είναι. Μήπως είναι ο δίδυμος αδερφός του νοητικού πειράματος του Άλμπερτ Αϊνστάιν; Αυτός που έφυγε μια μέρα με ένα διαστημόπλοιο που ταξίδευε τόσο γρήγορα όσο το φως. Αυτός που δεν πήγε απλά μέχρι το φεγγάρι αλλά ταξίδεψε πολλά έτη φωτός μακριά. Αυτός που γύρισε. Για να βρει τον δίδυμο αδερφό του στην Γη, γερασμένο. Από τα βάσανα; Από την αδράνεια; Ενώ ο ίδιος, νέος, φρέσκος, ούτε κατάλαβε πως πέρασε η ζωή απο πάνω του. Γιατί ο χρόνος στο ταξίδι του κυλούσε πιο αργά, λέει η θεωρία της Σχετικότητας και…
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο, τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη τόσο θετική σάν μεταφυσική πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ’ ἡ φθορά του
Ο δίδυμος αδερφός, που στο ταξίδι του το σύμπαν όλο είδε. Γύρισε. Αλλά…
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου, (δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου — ἡ λύπη μου εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ’ ἡ καρδιά μου).
Γιατί μπορεί τα ρολόγια κοντά στην ταχύτητα του φωτός να κινούνται πιο αργά. Τί γίνεται όμως με τις καρδιές; Γιατί εδώ στη μικρή μας Γη το ξέρουμε, η καρδιές είναι που μετράνε. Το δευτερόλεπτο, η δική μας μονάδα μέτρησης του χρόνου, πάει περίπου με τους χτύπους της καρδιάς. Γιατί…
Ἐδω κάθησαν ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ’ ἐσύ κι ὅπως κ’ ἐγώ ἄλλωστε, καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ’ τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ’ τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
Άνθρωποι σαν έναν άλλο μεγάλο ποιητή, τον ποιητή των ήχων, τον τεράστιο Μπετόβεν. Τον Συνθέτη, που μέσα στην απελπισία του για την απώλεια της ακοής του κάνει τη μεγάλη του επανάσταση. Εκεί που όλες οι κλασικές σονάτες μέχρι τότε ξεκινάνε με ένα γρήγορο μέρος, ο Μπετόβεν γράφει ένα ποίημα. Ενα αργό μελαγχολικό όνειρο που ο ίδιος επιγράφει “σαν μια φαντασία”. Η “Σονάτα του Σεληνόφωτος”, όπως ονομάστηκε μετά το θάνατό του, έμελλε να είναι η αρχή για ένα πιο ελεύθερο και ρηξικέλευθο μουσικό ύφος που διέσχιζε τις φόρμες και τα καλούπια. Που έστειλε τη μουσική έτη φωτός μπροστά, και με το ιλιγγιώδες (πρώιμο ροκ) τρίτο μέρος της σημάδεψε για πάντα τον ουρανό της μουσικής με το αστέρι, το πάντα νέο στην καρδιά, του Συνθέτη…
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ, στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο μαρμαρο πέρα ἀπ’ τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει.
Η νίκη απέναντι στο χρόνο. Που μόνο μέσα από τα έργα πετυχαίνουν οι θνητοί. Ή μέσα από τα διαστημικά ταξίδια και τα νοητικά πειράματα….
καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου — μήν κοιτάξεις μέσα, εἶναι μιά δύναμη μαγνητική πού σέ τραβάει
Κι ας μην ήξερε ο Ποιητής για μαύρες τρύπες. Τί σημασία έχει; Το φως του φεγγαριού τούτο το μήνα ήρθε λίγο πιο κοντά μας να το θαυμάσουμε, έτσι μεγάλο, αλλά πάντα ετερόφωτο. Δεν ρουφάει το φως του ήλιου όπως οι μαύρες τρύπες με την φοβερή τους βαρύτητα. Μας το στέλνει πίσω ανακλώντας το…
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό ἴδιο σου τό κύμα, ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος ὁ ἴλιγγος τοῦτος, — πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα, ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα — ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος.
Ας μείνει αυτό από το ταξίδι. Κι Αυτού που ταξίδεψε με το φως, κι Αυτού που ταξίδεψε με τους στίχους, κι Αυτού που ταξίδεψε με τους ήχους. Ο εξαίσιος ίλιγγος.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον Δρόμο της Αριστεράς, το Σάββατο 19.11.2016
Κάθε Σάββατο κυκλοφορεί στα περίπτερα το έντυπο Νόστιμον Ήμαρ ένθετο στον Δρόμο της Αριστεράς.