Hedge Funds και CDS. Κι όμως, οι ήρωες του «Μεγάλου Σορταρίσματος», μιας ταινίας που κάθε άλλο παρά αντιδραστική τη λες, είναι διαχειριστές τριών διαφορετικών Hedge Funds, οι οποίοι αποφασίζουν να επενδύσουν χοντρά λεφτά σε CDS, σε ασφάλιστρα κινδύνου των σύνθετων χρηματιστηριακών προϊόντων που στηρίζονται στα στεγαστικά ομόλογα, στοιχηματίζοντας από το 2005 και το 2006, όταν όλοι τότε τους έλεγαν τρελούς, ότι η στεγαστική αγορά θα καταρρεύσει.
Φαίνεται ότι ακόμη και μια ταινία που μιλάει για το κραχ της αμερικάνης οικονομίας, δε γίνεται να μην ειπωθεί από την οπτική γωνία ενός success story και μιας ιστορίας όπου οι ήρωες θα επικρατούν παρ’ όλες τις δυσχέρειες. Μια δράκα Hedge Funds που επενδύουν σε CDS προσδοκώντας να χρεοκοπήσει η αμερικάνικη οικονομία. Στην περίπτωσή μας ήταν τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, εδώ είναι τα στεγαστικά ομόλογα ή μάλλον τα παράγωγά τους. Ομόλογα που αποτελούνται από χιλιάδες στεγαστικά δάνεια. Δάνεια ολοένα και περισσότερο επίφοβα, ολοένα και περισσότερο στον αέρα, δάνεια που χορηγούνταν αφειδώς και χωρίς κανέναν έλεγχο. Και όταν μαζευόταν πολλή τέτοια σαβούρα, αντί να γίνει αποδεκτό το ρίσκο και η συνακόλουθη πτώση των αποδόσεων, τα κακά δάνεια μεταφέρονταν σε νέα παράγωγα, δημιουργώντας ακόμη πιο σύνθετα χρηματιστηριακά προϊόντα, τα οποία βαθμολογούνταν από τους περιβόητους οίκους αξιολόγησης με πολύ υψηλή βαθμολογία.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά δημιουργούνταν ακόμη πιο σύνθετα προϊόντα όπου ποντάριζες στην ασφάλεια των προηγουμένων. Ο βαθμός αναντιστοιχίας της πραγματικής με τη χρηματιστηριακή οικονομία ήταν τέτοιος που από μια συγκεκριμένη, αληθινή και λίαν επίφοβη οικονομική συναλλαγή, έφτασε να εξαρτάται αλυσσιδωτά από πλήθος άλλων. Και όταν άρχισαν να μην μπορούν να εξυπηρετούνται οι αληθινές οικονομικές συναλλαγές, η φούσκα έσκασε μεγαλοπρεπώς. Η φούσκα γι’ αυτό είναι φούσκα, επειδή δεν τη βλέπει κανείς, θα πει κάποιος στην ταινία. Όχι, είναι η απάντηση του χαρακτήρα του Κρίστιαν Μπέιλ, υπάρχουν πάντα σημάδια. Η κρίση δεν ήταν απρόβλεπτη. Μπορούσε να διαγνωστεί εγκαίρως, αν κανείς ήθελε στα αλήθεια να κοιτάξει. Και η ταινία επικεντρώνεται σε αυτούς που κοίταξαν.
Άνθρωποι που μολονότι βρίσκονται στην καρδιά του συστήματος, δε γίνεται να μη χρωματιστούν ως αουτσάιντερς, προκειμένου να ικανοποιηθεί κι αυτό το στοιχείο της αμερικάνικης μυθολογίας. Κι επειδή δε γίνεται να θεωρηθούν εκτός συστήματος αλλιώς, δίνεται έμφαση στο πόσο κοινωνικά προβληματικοί ως απροσάρμοστοι είναι στη συμπεριφορά τους. Ο χαρακτήρας του Κρίστιαν Μπέιλ είναι στα όρια του Άσπεργκερ, ο χαρατήρας του Στιβ Καρέλ προσπαθεί να αποδείξει διαρκώς ότι όλα τριγύρω του είναι μια απάτη, ο χαρακτήρας του Μπραντ Πιτ είναι συνωμοσιολόγος που έχει παραιτηθεί απηυδισμένος από το χώρο. Αλλά για να μην παρεξηγηθώ, αφενός η ταινία κάθε άλλο παρά με συνταγή μοιάζει και αφετέρου, όχι, σε καμία περίπτωση δε θριαμβολογεί και δε δοξάζει τους ήρωές της. Τους χρησιμοποιεί απλώς ως όχημα για να μιλήσει για τη μεγάλη φούσκα. Ακόμη κι έτσι όμως, πώς κανείς συμπαθεί αυτού του είδους τους ήρωες, πώς κατορθώνεις μια ταύτιση με το θεατή; Πρώτον ξεχωρίζεις τον Ράιαν Γκόσλινγκ ως τον κυνικότερο όλων και αυτόν που δεν τον νοιάζει τίποτα άλλο παρά μόνο πως θα γίνει υπερπλούσιος μέσα από αυτό το σορτάρισμα της αμερικάνικης οικονομίας και ύστερα δίνεις στους υπόλοιπους στοιχεία ηθικών ερεισμάτων, επαναφέροντας διαρκώς τη μεγάλη εικόνα. Δε θέλουν να πιστέψουν και οι ίδιοι ότι το σύστημα είναι τόσο διαβρωμένο, τόσο στον αέρα και τα ζάρια τόσο πειραγμένα. Το ανακαλύπτουν στην πορεία και μαζί τους κι εμείς.
Το μεγάλο προσόν του «Μεγάλου Σορταρίσματος» έγκειται στο ότι μοιάζει και είναι διαφορετικό στον τρόπο που προσεγγίζει το θέμα του. Ο ως τώρα σκηνοθέτης κωμωδιών Άνταμ Μακ Κέι (που όμως ήδη είχε δείξει πως το θέμα και το οποίο τώρα διαπραγματεύεται τον καίει, με αυτήν την καταπληκτική σειρά γραφικών στους τίτλους τέλους του “The Other Guys”), σκηνοθετεί απενοχοποιημένα, φέρνοντας έναν αέρα ελευθερίας, πετώντας πολλούς κανόνες στα σκουπίδια.
Μολονότι το θέμα της είναι βαρύ και δυσκοίλιο ή ίσως επειδή το θέμα της είναι βαρύ και δυσκοίλιο, το αντιμετωπίζει με εντελώς καλοδεχούμενη ελαφράδα. Όχι προσπαθώντας να κάνει κωμωδία ή να μπερδέψει τα είδη. Αλλά μη φοβούμενος να μην είναι βαρύς και να μην είναι σοβαροφανής. Δεν ακροβατεί ανάμεσα στα είδη η ταινία. Δράμα είναι. Αλλά διαφορετικό. Αντί να μπει φοβισμένα στο είδος, μπήκε με θάρρος και με θράσος. Και τα κατάφερε μια χαρά. Χωρίς να σημαίνει ότι όλες οι σκηνοθετικές επιλογές που κάνει είναι απόλυτα επιτυχημένες, το τελικό αποτέλεσμα είναι σαφώς ομοιογενές και ο ρυθμός της ταινίας υποδειγματικός. Παρεμβολές φωτογραφιών της εποχής και τραγουδιών, ήρωες που μιλούν ξαφνικά στην κάμερα, ήρωες που εξηγούν πότε αυτό που βλέπουμε συνέβη ακριβώς έτσι και πότε τα πράγματα στην πραγματικότητα έγιναν λίγο διαφορετικά, σφήνες εναλλακτικής ιδεατής πραγματικότητας όπου σαρκάζεται η έλλειψη δικαιοσύνης και τιμωρίας στην αληθινή πραγματικότητα, ήρωες που εξηγούν ότι αυτοί δεν είναι οι καλοί της ιστορίας, η ταινία γκρεμίζει διαρκώς τον τέταρτο τοίχο της.
Η απολαυστικότερη καινοτομία του Μακ Κέι όμως, είναι αναμφίβολα η εξής: όταν καλείται να εξηγήσει τα χρηματιστηριακά προϊόντα, εισάγει φιγούρες της ποπ κουλτούρας, το σεφ Άντονι Μπουρντέν, την ποπ σταρ Σελίνα Γκόμεζ και τη Μάργκο Ρόμπι να το κάνουν. Η Μάργκο Ρόμπι μέσα σε μια γεμάτη μπανιέρα, δίπλα της κεριά και με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι, μας μιλά για στεγαστικά ομόλογα. Λες και βρισκόμαστε σε διαφήμιση. Αν μια διαφήμιση προσπαθεί να σου πουλήσει μέσω της άσχετης, αλλά λίαν θελκτικής εικόνας το οποιοδήποτε προϊόν, εδώ είναι σαν ο σκηνοθέτης να λέει, επειδή τώρα θα σου πω κάτι φαινομενικά δύσκολο, να μια εικόνα που θα σε θέλξει και δε θα χαζέψεις το κινητό σου εκείνη την ώρα. Και χωρίς να λέω ότι είναι το ίδιο, μπορεί πάντως να αναρωτηθεί γόνιμα κανείς: ο ρόλος της Μάργκο Ρόμπι στο «Λύκο της Wall Street» πόσο λιγότερο αβανταδόρικος ήταν, πόσο δραματουργικά καταλυτικός, πόσο λιγότερο διαφημιστικός, πόσο λιγότερο εκμεταλλευτικός της σέξι εικόνας της;
Σε ένα εντελώς μη κινηματογραφικό επίπεδο (κι εδώ ας μου επιτραπεί ένας πιο προσωπικός και ιδεολογικός τόνος) η ταινία λειτουργεί και κάπως ψυχοθεραπευτικά, υπενθυμίζοντάς μας πράγματα που λέγαμε κατά κόρον πριν μερικά χρόνια και που στην πορεία κάπου τα ξεχάσαμε.
Καλώς ή κακώς, το σπάσιμο των μούτρων της χώρας στην προσπάθεια μιας αριστερής επανατοποθέτησης της ατζέντας και η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης στη λογική του οικονομικού μονοδρόμου, σε κάνει να σκέφτεσαι όχι μόνο με όρους ήττας και με όρους εφικτών και ανέφικτων στόχων σε ένα δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και με όρους πραγματικότητας. Στο ότι έγινε δηλαδή μια σύγκρουση ευγενών ιδεών με μια αμείλικτη πραγματικότητα και ότι η πραγματικότητα κέρδισε ως τέτοια. Ως αντικειμενικά πραγματική δηλαδή και όχι ως πολιτική κατασκευή. Ε, η ταινία μας θυμίζει ότι αυτή η πραγματικότητα είναι προϊόν μιας εντελώς σημαδεμένης τράπουλας. Μας θυμίζει ότι αυτή η πραγματικότητα είναι πέρα για πέρα μεμπτή.
Επανέρχεται συχνά στο έργο η διερώτηση για τη διάκριση ηλιθιότητας και απατεωνιάς. Το πιθανότερο είναι ότι τα μεγάλα κεφάλια όντως δεν προέβλεψαν ότι θα καταρρεύσει το σύστημα. Αλλά δίπλα σε αυτή την ηλιθιότητα υπήρχε η βαθιά σιγουριά ότι δε θα πληρώσουν οι ίδιοι το κόστος. Κι έτσι στο τέλος του 2008 οι τράπεζες σώθηκαν με λεφτά του κράτους, η αγορά δεν ελέγχθηκε και, όπως λέει η ταινία, ήδη έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν παρόμοια τραπεζικά προϊόντα. Αυτή η παντοδύναμη οικονομική πραγματικότητα λοιπόν, αυτό το ένα κι ένα κάνουν δύο, ενίοτε οδηγεί, όταν έτσι βολεύει, στο ένα κι ένα κάνουν ψάρι.
Όταν λοιπόν ένα κι ένα πάψει να κάνει δύο, όταν αρχίσει να κάνει ψάρι και πρέπει να ληφθεί η πολιτική πλέον επιλογή στο ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό, το λογαριασμό δεν τον πληρώνουν όσοι ορκίζονταν στο όνομα της εντελώς ελεύθερης και ανέλεγκτης οικονομίας, όσοι είχαν τον έλεγχό της και επωφελήθηκαν τα μάλα με δισεκατομμύρια, αυτοί είναι too big to fail, είναι συστημικοί, θα στηριχθούν. Για το καλό των εθνικών οικονομιών βεβαίως, για να μη συμβεί ο απότομος Αρμαγεδδών. Και έτσι συμβαίνουν στη θέση του οι πιο μικροί Αρμαγεδδώνες, τα έξι εκατομμύρια που έχασαν τα σπίτια τους και τα οκτώ εκατομμύρια που έχασαν τη δουλειά τους μόνο στις ΗΠΑ, για κάθε 1% ανόδου της ανεργίας στις ΗΠΑ υπάρχουν 40.000 θάνατοι.
Έχει πιθανότατα και η αριστερή ανάγνωση του κόσμου τα δικά της αδιέξοδα, τις δικές της αντιφάσεις, τη δική της προσπάθεια να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Αλλά και αυτή η κρατούσα εκδοχή της πιο ελεύθερης των οικονομιών οδηγεί εκεί που οδηγεί. Οι τράπεζες θα σώζονται, ο απλός κόσμος θα πληρώνει πολλαπλώς το κόστος, ο κόσμος θα κατηγορεί τους μετανάστες και τους φτωχούς. «Το Μεγάλο Σορτάρισμα» είναι μια ταινία που αν την είχε γυρίσει Έλληνας, θα την κατακεραύνωναν οι εδώ νεοφιλελεύθεροι μεταρρυθμιστές ως απαύγασμα λαϊκισμού. Άρα εκτός από κινηματογραφικά είναι και πολιτικά μια σημαντική ταινία.
elculture.gr