Aπό το Πρόβατο όχι Αρνί
Πώς γράφεις ένα τελευταίο κείμενο; Πώς παίρνεις την απόφαση; Τι στιγμή, ποιας κοσμικής και ποιας ψυχικής αβύσσου οδηγάει τη ζωή σου εκεί; Εσύ που νόμιζες αλλιώς, που αποφάσισες συνειδητά να περάσεις τα χρόνια σου πλάι στις λέξεις, τις μέρες σου ένα με τα σημεία στίξης, τις παρομοιώσεις και τα μελάνια, εσύ που έστησες ξύλινο σπίτι στην ακροθαλασσιά της γραφής, από ποιον θεό πείστηκες ότι θα βρεις τη δύναμη να πορευτείς δίχως τίποτα από όλα αυτά; Γιατί το ξέρω, άνθρωπος με τα θαύματά του πεπερασμένα, κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να σε πείσει.
Κούραση. Να ξεκινήσουμε από εδώ. Κουράστηκες να επαναλαμβάνεσαι. Καταλήγει να χαρακτηρίζεται “ψιλόβροχο”. Να ακούγεται σαν σε διάρκεια γκρίνια, ένα σύννεφο που στρατοπεδεύει πάνω απ’ τη σχέση σου Νοέμβρη μήνα και φτάνει ο Μάης κι ακόμη είναι εκεί. Βροχή που κουράζει πρώτα εσένα τον ίδιο. Σε κουράζουν τα νυν φλερτ που ξεφεύγουν απ’ τα “μη παρέκει”, σε κουράζουν οι πρώην που δε φεύγουν απ’ το τώρα, σε κουράζει να ζητάς τα αυτονόητα, να ψάχνεις διαρκώς τα απλά. Ένα φιλί, ολόκληρο το σώμα της, οι παρέες που δεν είναι ποτέ κοινές, καμιά δικιά σας έξοδο που δε θα την περιμένει πώς και τι, το κινητό που θα είναι πάντα εκεί ανοιχτό να χτυπάει.
Απογοήτευση. Κι ετούτο είναι και της ψυχής και του σώματος. Είναι που χάνεις την όρεξη να στήσεις ομορφιές, που χάνεις τη διάθεση κάθε απόγευμα να ‘χεις έναν νέο κόσμο να την περιμένει. Είναι που δε θες να τρως, που δεν κοιτιέσαι στον καθρέφτη, που δεν λούζεσαι, που δεν αλλάζεις μπλούζες. Είναι που δε σε νοιάζει να είσαι ωραίος, που δεν προσπαθείς να γίνεις γοητευτικός. Χάνεις σε αυτοπεποίθηση, σου λένε να βγεις άγνωστες φωνές, άγνωστα μάτια κι αναρωτιέσαι ποιο λάθος τους τις ξεγέλασε με εσένα. Είναι που κλείνεις τα τετράδια, που αφήνεις τα στυλό. Αν οι λέξεις σου δεν έχουν προορισμό, αν το “πάλι δε με διάβασες” φτάνει στο “πάντα πια δε με διαβάζεις” τότε δε γράφεις. Απλά δεν το κάνεις. Δεν είναι χόμπι σου η γραφή. Είναι κομμάτι σου. Και τα κτητικά σου ή τα αφιερώνεις ή τα ακυρώνεις.
Στενοχώρια. Δεν γεννήθηκες για τη θλίψη. Δεν τη θες στη ζωή σου. Θες το κορμί σου λυμένο κι όχι με κόμπους μόνιμους πότε στο στομάχι και πότε στο λαιμό. Θες τα χαμόγελά σου να είναι αληθινά, με μνήμη αλλά και με παρόν. Θες να παραμένουν στο στρίψιμο του κεφαλιού, στο γύρισμα της πλάτης. Θες να μην κλαις στα καλά καθούμενα. Θες να κοιμάσαι και να μην αγχώνεσαι τι και ποιον θα δεις στον ύπνο σου. Θες να μην πιστεύεις αλλά να ξέρεις ότι σου λέει αλήθεια. Χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη, χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς το φόβο ότι στο ξύσιμο των πάνω λέξεων θα εμφανιστούν δεύτερες τέτοιες, άθλια γράμματα, κακόμορφα σχήματα μιας παράλληλης πραγματικότητας.
Πώς είναι το τελευταίο κείμενο κάποιου που ξέρει ότι δε θα γράψει ένα τελευταίο κείμενο; Πώς είναι η παραδοχή του ότι δε βγαίνει απ’ τη σελίδα γιατί δε θέλει και γιατί δεν μπορεί να το κάνει; Πώς είναι αυτό το κείμενο από εκεί κι έπειτα; Διαβάζονται οι λέξεις όταν τα γεγονότα που βίαια φέρνουν μια τέτοια παραδοχή, δεν τις αντιστρέφουν αλλά κάνουν προσπάθεια να τις ξαναγράψουν απ’ την αρχή; Τι εμφάνιση έχει αυτό το κείμενο; Αυτό που ακροπάτησε στην άβυσσο και δε μαγεύτηκε απ’ το χάος, δε ζαλίστηκε απ’ τον ίλιγγο αλλά πισωπάτησε και πήρε άλλο δρόμο για να διασχίσει το κενό, τι εμφάνιση έχει; Μοιάζει καθόλου με εκείνο το αριστούργημα που είχες παλιά στο μυαλό σου να γράψεις κι από όταν την είδες σκέφτηκες ότι βρήκες και το λόγο να το γράψεις;