Σινεμά

Ένα «παλαβό» weekend καπιταλιστικής ανθρωποφαγίας

By N.

November 18, 2017

Του Abraham Gefuropoulos

Ο Κινηματογράφος στην υψηλότερη του βαθμίδα, είναι η Τέχνη εκείνη της οπτικοποίησης των βαθύτερων ανησυχιών του ανθρώπινου πνεύματος. Θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με ένα έμβρυο που εξελίσσεται διαρκώς, μέχρι να ενηλικιωθεί ομαλά και να φτάσει έτσι στην κατάκτηση του πολύτιμου αγαθού της πλέριας αισθητικής πραγμάτωσης.

Οι κινηματογραφιστές με τη σειρά τους και ανάλογα με τις επιρροές του περιβάλλοντος στο οποίο ανατράφηκαν, το πνευματικό τους επίπεδο και τις κοινωνικοπολιτικές τους ανησυχίες με τις οποίες είναι εξοπλισμένη η διάνοια τους, μεγαλώνουν συνεχώς μαζί με την κάθε ταινία που σκηνοθετούν.

Ο σκηνοθέτης είναι ένας Δημιουργός κόσμων, όχι στη θεϊκή τους αυθυπαρξία, αλλά διαμέσου των εσωτερικών του κοίλων καθρεπτών, έχει τη δυνατότητα να αντανακλά ζωή  από το τίποτα. Η Τέχνη επομένως εμπνέεται από τη Ζωή, αλλά ζωή δεν είναι. Είναι μονάχα το κατασκεύασμα της φαντασίας του εκάστοτε δημιουργού της και επομένως περικλείει το όραμα ή τις διαστρεβλωμένες αγκυλώσεις του.

Βέβαια δεν διαθέτουν όλοι τα εχέγγυα και τους ανοικτούς  ορίζοντες εκείνους που είναι απαραίτητοι για να δημιουργήσουν έργα που θα παραμείνουν αλησμόνητα και θα προβληματίσουν το κοινό σε βάθος χρόνου. Αντίθετα θα ισχυριζόμασταν ότι η πλειοψηφία αρέσκεται να ακολουθεί την εμπορική περπατημένη, στο δρόμο για τον εύπεπτο φτηνό εντυπωσιασμό των σύγχρονων υπερπαραγωγών της μεγάλης οθόνης.

Ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ (3 Δεκεμβρίου του 1930) αποτελεί μία ευχάριστη εξαίρεση που αναιρεί τον απαίδευτο κανόνα του συρμού, ξεπροβάλλοντας ως ένας καθάριος ακτινοβόλος φάρος που φωτίζει με την κρυστάλλινη ποιότητά του, την παγκόσμια πολιτιστική σκηνή.

Ο Γάλλος πρωτοπόρος της νουβέλ βαγκ, είναι ένας σκηνοθέτης φιλόσοφος και μέσα από το βιζέρ της κάμερας του στοχάζεται για τον σύγχρονο καπιταλιστικό τρόπο διαβίωσης που έχει συνθλίψει το ανθρώπινο πνεύμα και ρημάξει τις ζωές όλων μας σε καθημερινή βάση.

Ο γκονταρικός κινηματογράφος είναι δοκιμιογραφικός και άρα δυσπρόσιτος στο ευρύ κοινό. Μα αυτό φυσικά δεν επηρεάζει καθόλου την σπουδαιότητα της τεχνικής που χρησιμοποιεί για να διαδώσει τις ευαισθησίες του σε όσους διαθέτουν το κατάλληλο υπόβαθρο για να τις υποδεχτούν παραγωγικά, σε μία διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης.

Ο Γκοντάρ δεν είναι αγαπητός στο mainstream κινηματογράφο του καιρού μας, γιατί έχει το «ελάττωμα» να μην κρατάει το στόμα του κλειστό μπροστά στην παθογόνα πανούκλα του αστισμού, ενώ ταυτόχρονα λατρεύει να πειραματίζεται, προκαλώντας αδιαλείπτως τον συντηρητισμό της καθεστηκυίας άρχουσας τάξης.

Όντας υλιστής απεχθάνεται την απλή εξιστόρηση μίας σειράς αληθοφανών γεγονότων κενού περιεχομένου. Τον ενδιαφέρει η γόνιμη πολιτικοποίηση της τέχνης και  η εκφορά της φιλοσοφημένης άποψης του. Άλλωστε είναι πανεύκολο να παρουσιάζεις εικόνες χωρίς νόημα. Το δύσκολο είναι να προσδίδεις νόημα στις εικόνες.

Υπαρξιακά μαρξιστής, επιχειρεί μέσα από τις ταινίες του να αναζωπυρώσει τις κοιμισμένες συνειδήσεις της γαλλικής και κατ’ επέκταση παγκόσμιας προλεταριακής τάξης, τονίζοντας παράλληλα την αναγκαιότητα του συνεχιζόμενου επαναστατικού αγώνα με έπαθλο την επανάκτηση του κόσμου, χτισμένου  πάνω στις  ανθρώπινες βάσεις της ελευθερίας και της αλληλεγγύης.

Η αλλαγή θα προκύψει μονάχα μέσα από την ενάργεια της συνείδησης και την έντονη δραστηριοποίηση του σώματος, για αυτό τον σκοπό επιλέγει να αναδείξει την ωμή βία μέσα από τα έξοχα πολιτικά πλάνα της φιλμογραφίας του.

Η σπουδαία ταινία του, «Weekend» (1967,) είναι μία αισιόδοξη προσπάθεια του Γάλλου στοχαστή, να αναδείξει την προβληματική του, προτείνοντας μέσα από τους χαρακτήρες του την επιτακτική  ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε και πάλι τη θέση μας στον κόσμο, αποβάλλοντας από πάνω μας καθετί παράταιρο, πρόσκομμα στην πορεία μας για την ανθρωπιστική εξέλιξη.

Ο οικονομικός προσανατολισμός, ο φασισμός της καθημερινότητας και η ρατσιστική μισαλλοδοξία που διέπουν τον καπιταλιστικό σύστημα στο οποίο –δυστυχώς- είμαστε ενταγμένοι, αποτελούν εμπόδια που πρέπει να παρακαμφθούν, διαφορετικά κινδυνεύουμε με ολοκληρωτικό αφανισμό.

ΤΟ ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΤΑΞΙΔΙ ΠΡΟΣ ΤΗ ΦΥΣΗ

Ο Ρόλαντ (Jean Yanne) και η Κορίνα (Mireille Darc) Ντουράντ, είναι ένα προβληματικό ζευγάρι της γαλλικής μπουρζουαζίας, που τους ενώνει το συμφέρον και τους χωρίζει ο ηθικός εκφυλισμός τους. Διατηρούν και οι δύο παράνομο δεσμό, ενώ σχεδιάζουν με τους εραστές τους τη δολοφονία ο ένας του άλλου.

Ένα Σαββατοκύριακο, αφού πρώτα γίνονται μαλλιά κουβάρια με τους γείτονές τους, αποφασίζουν να διασχίσουν τη γαλλική ύπαιθρο με το αυτοκίνητο, με προορισμό το πατρικό της Κορίνας, έτσι ώστε  να διασφαλίσουν την κληρονομιά του ετοιμοθάνατου πατέρα της, έτοιμοι να καταφύγουν ακόμα και σε φόνο προκειμένου να αποφύγουν τις όποιες κακοτυχίες απειλούν να βάλουν φρένο στα χρησιμοθηρικά σχέδια τους.

Η έξοδος τους στη φύση αποδεικνύεται σωστό μαρτύριο, μία αιματοβαμμένη Οδύσσεια αφού έρχονται να συγκρουστούν με κάθε λογής αναποδιά, μέσα σε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό άκρατης ιλαρότητας και παθών που ταιριάζουν μόνο σε ήρωες αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.

Αρχικά κολλάνε στην κίνηση ενός μποτιλιαρίσματος που φαίνεται να μην έχει αρχή και τέλος. Βιαστικοί, προσπαθούν με ηράκλειο κόπο να ξεφύγουν της μηχανοκίνητης μέγγενης. Τα καταφέρνουν με τα χίλια ζόρια, αφού πρώτα έρχονται σε επαφή με ένα πλήθος ετερόκλητων ανθρώπων και καταστάσεων που υπερβαίνουν τα όρια και της πιο νοσηρής φαντασίας.

Οδηγοί τσακώνονται μεταξύ τους, άλλοι φλερτάρουν καθώς περιμένουν στην ουρά υπό τους εκκωφαντικούς ήχους ανυπόμονων κορναρισμάτων, ενώ ορισμένοι κτηνοτρόφοι έχουν για κάποιο λόγο τη φαεινή ιδέα ότι το καλύτερο πέρασμα για τα κοπάδια τους είναι το μέρος αυτό της μηχανοκίνητης ατέρμονης ευθείας γραμμής.

Τα αίτια του μποτιλιαρίσματος είναι ένα πολύνεκρο αυτοκινητιστικό δυστύχημα με θύματα και θύτες να πλέουν μέσα σε άλικες λίμνες, παρέα με τα διαμελισμένα μέλη τους. Η εκατόμβη των νεκρών δεν έχει τελειωμό και φαίνεται να απλώνεται σε όλη την αιμοδιψή πλάση.

Το τρομοκρατημένο ζευγάρι δραπετεύει της κόλασης με προσωρινή αναστολή, μόνο και μόνο για να πέσει με τα μούτρα σε μία χειρότερη. Φτάνουν επιτέλους στο πατρικό, για να ανακαλύψουν έντρομοι ότι η κότα με τα χρυσά αυγά έχει αποδημήσει. Η στρίγγλα μητέρα της Κορίνας αρνείται να τους δώσει το μερτικό τους και εκείνοι εξοργισμένοι –με το δίκιο τους αν αναλογιστούμε την εξουθενωτική περιπέτεια που πέρασαν για την περιουσία του μακαρίτη-, την σκοτώνουν.

Αποχωρούν, ακολουθώντας το μονοπάτι της επιστροφής, μα τα βάσανα τους έχουν και συνέχεια, καθώς αιχμαλωτίζονται στα δίχτυα μίας επαναστατικής ομάδας χίπηδων που κρύβεται στα όρη και τα δάση της γαλλικής, με πλούσια επαναστατική παράδοση, υπαίθρου.

Μόνο που οι συγκεκριμένοι επικηρυγμένοι από τις Αρχές, επαναστάτες, με αρχηγό τους τον Pierre Kalfon, τρέφονται εκτός από ζώα και με ανθρώπους. Ο Ρόλαντ γίνεται στιφάδο και σερβίρεται στη γυναίκα του Κορίνα που μετά χαράς τον κάνει μία χαψιά. Ας όψεται η συγκίνηση του ταξιδιού στο πορφυρό πράσινο  που ανοίγει την όρεξη…

ΤΑ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟΥ

Το Weekend είναι μία αριστοτεχνικά δομημένη ταινία που βρίθει σε αλληγορίες και επικοινωνεί με τον θεατή με τρόπο ωμό μεν, αλλά βαθύτατα ενθαρρυντικό δε. Σε αυτό περιγράφεται με απαράμιλλη γλαφυρότητα η ολίσθηση του κόσμου μας προς το χείλος του γκρεμού, καθώς επίσης και η νοσηρότητα του καπιταλιστικού μηχανισμού διαμόρφωσης της κοινωνίας, που γεννάει την καταπίεση και ζέχνει φόβο και βία.

Βιώνουμε ένα δράμα, κοιμόμαστε και ονειρευόμαστε αίμα και δόξα. Ο εφιάλτης μας, μας δυναστεύει κρατώντας μας πειθήνιους και δέσμιους στις συνειδησιακές φυλακές του χρήματος και της αριβιστικής εκμετάλλευσης.

Η ολική καταστροφή είναι απτή και απειλεί άμεσα τον αστικό πολιτισμό, που έτσι και αλλιώς έχει φθαρεί από τις ίδιες τις παραγωγικές του δυνάμεις. Ο Καπιταλισμός αποδεικνύεται σαρκοφάγος καταβροχθίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του, ακόμη και τα ίδια τα παιδιά του. Παιδιά έκφυλα, που αν κρίνουμε από το ζεύγος Ντουράντ, δεν ορρωδούν μπροστά σε τίποτα μέχρι να φτάσουν στην εκπλήρωση των επιθυμιών τους.

Ο Γκοντάρ βροντοφωνάζει για δράση. Η Επανάσταση κρίνεται επιτακτικότερη από ποτέ. Οι κινηματογραφικοί του χαρακτήρες διαβάζουν Καρλ Μαρξ και Σαιν Ζυστ, ενώ την ίδια ώρα απαγγέλουν Λωτρεαμόν.

Ο εχθρός είναι αδίστακτος. Συνωμοτεί διαρκώς ενάντια στον λαό. Επιβουλεύεται και μηχανορραφεί βάζοντας τις διάφορες κοινωνικές τάξεις να αλληλοσπαράζονται μεταξύ τους σε μία τέλεια στρατηγική του διαίρει και βασίλευε (Divide et Impera).

Ο Ιμπεριαλισμός (η Γαλλία, για παράδειγμα, ως αποικιοκρατική υπερδύναμη κρίνεται ένοχη για σωρεία εγκλημάτων), η ακραία μορφή του καπιταλισμού, είναι ένα κτήνος, δίχως όρια και συναισθηματισμούς, μας πληροφορεί ο Γκοντάρ, ο οποίος ευθύνεται για εκατόμβες νεκρών και ποτάμια αίματος σε κάθε γωνία του πλανήτη, με προτίμηση τις «υποανάπτυκτες» χώρες της Αφρικής και της Ασίας, «πετσοκόβοντας»  σε κομματάκια παράλληλα τους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής.

Πλέον ακόμα και οι «ικανότεροι» καπιταλιστές  δυσκολεύονται να επιβιώσουν στη ζούγκλα της καθημερινότητας που οι ίδιοι καλλιέργησαν, με τους περισσότερους εξ αυτών να προτιμούν να εκπέσουν σε μία ανήθικα πρωτόγονη κατάσταση, αφήνοντας στην άκρη το ανθρώπινος κέλυφός τους, εισάγοντας στον αιμοβόρο πολιτισμό τους ένα νέο είδος, αυτό του «ζωοανθρώπου».

Οι ζωοάνθρωποι απαλλαγμένοι πια από τις έτσι και αλλιώς ανύπαρκτες ενοχές τους, μπορούν ευκολότερα να «ξεκοιλιάζουν» το «κοπάδι» που δυναστεύουν, αντιγράφοντας άριστα τις αποτρόπαιες μεθόδους των κανίβαλων της ιστορίας μας.

Ο Καπιταλισμός πραγματικά δε γνωρίζει όρια …

ΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΗΣ ΦΡΙΚΗΣ

Η Ζωή μας ομοιάζει με ένα ξέφρενο Σαββατοκύριακο γλεντοκοπήματος, όπου οι ανθρωπιστικές αξίες και τα ήθη έχουν πάει να συναντήσουν τον Θεό κάπου έξω από τον πραγματικό κόσμο όπως τον γνωρίζουμε σήμερα , αφήνοντάς πίσω τους μονάχα το χάος της εκμεταλλευτικής αβύσσου. Έτσι και αλλιώς ακόμη και ο «μεγαλοδύναμος» έχει φαγωθεί προ πολλού από τις καταπιόνες του κεφαλαίου.

Η εξευγενιστική ιδιότητα της Μουσικής έχει απολέσει με τη σειρά της, τη θαυματουργό της επίδραση στις ψυχές των ατόμων, μιας και στην αστική κοινωνία της ανθρωποφαγίας, ακόμα και οι μέγιστοι της Κλασικής (Βάγκνερ, Μπετόβεν), δύναται να χρησιμοποιηθούν ως μονωτικοί μηχανισμοί σίγασης του ανθρώπινου δράματος, όπως συνέβη για παράδειγμα στα κρεματόρια του Άουσβιτς, από τους «καλλιτεχνικά ευαίσθητους» ναζί.

Παράλληλα μαζί με τον ηθικό εκφυλισμό στην βάση της πυραμίδας, ο κίνδυνος της ολοκληρωτικής καταστροφής του πλανήτη είναι τερατώδης. Η πορεία μας φαντάζει εφιαλτικά προδιαγεγραμμένη.

Ακολουθούμε το αιματοβαμμένο διάσπαρτο με πτώματα τράβελινγκ των 300 μέτρων, του μποτιλιαρίσματος  της ταινίας, κατευθυνόμενοι προς το τέλος του πολιτισμού, του κινηματογράφου και της τέχνης, ακόμη και της ίδιας της ανθρώπινης ιστορίας (γουηκέντ). Ο πυρηνικός όλεθρος είναι το «φυσιολογικό» επακόλουθο ενός κόσμου όπου τα αντικείμενα έχουν μεγαλύτερη αξία από την ανθρώπινη ζωή.

Μήπως θα μπορούσαμε να επιστρατεύσουμε τη Φύση στην προσπάθεια μας να διαφύγουμε του κινδύνου; Μάλλον όχι σύμφωνα με τον Γκοντάρ, καθώς η Έξοδος που διαδραματίζεται στο φιλμ, είναι ένα ταξίδι με αφετηρία μία βαρβαρότητα και καταλήγει σε μία άλλη, «υπαίθρια»  αλλά εξίσου επονείδιστη βαρβαρότητα. Ο μηχανοκίνητος πολιτισμός που εκδράμει στην εξοχή είναι ήδη ανθρωποφάγος και η επιστροφή στις αρχές του νατουραλισμού, δεν είναι παρά παρηγοριά στον ετοιμοθάνατο.

Η φύση, εξάλλου, κάλλιστα μπορεί να επιδείξει αδιαφορία ως προς την ανθρώπινη αιματοχυσία, καθώς έχει να προστατεύσει και τα ήδη πληγιασμένα συμφέροντά της, από την τεχνολογική απερισκεψία του είδους μας.

Από τα επιστημονικά και πνευματικά επιτεύγματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής επανάστασης, φθάσαμε στην καταναλωτική κοινωνία του θεάματος και του «Μεγάλου Αδελφού». Η Τέχνη αργοπεθαίνει και μαζί της οι μεγάλοι φιλόσοφοι του πνεύματος.

Μεγαλύτερος εχθρός του Ανθρώπου είναι ο ίδιος ο Άνθρωπος και η ματαιοδοξία του.

Υπάρχει ελπίδα στα αλήθεια;

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟ ΜΟΝΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΦΑΡΜΑΚΟ

Αφού ο Θεός έχει πεθάνει, ο Πολιτισμός και η Παιδεία έχουν εκφυλιστεί σε άδεια κελύφη, τι απομένει;

Μα η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ φυσικά ωρύεται ο Γκοντάρ, εκνευρισμένος που «υποχρεώνεται» να διδάσκει τα προφανή. Και αφού δυστυχώς, οι αστικές επαναστάσεις, στην πλειονότητά τους και για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, απέτυχαν, το μόνο που απομένει είναι η εύρεση μηχανισμών διάβρωσης του συστήματος από τα μέσα, ενεργώντας ως εσωτερικοί ανακατωσούρες Δούρειοι Ίπποι.

Λειτουργώντας ως μικρόβια του σολιψισμού μπορούμε καταστρέψουμε συθέμελα την κοινωνία του πόνου και της μηχανιστικής αντίληψης, ανοίγοντας τα σύνορα για μία ανθρώπινη πραγματικότητα. Άλλωστε για να έρθει το καινούριο, απαιτείται η διάλυση του παλιού, απαραίτητη διαδικασία στο προτσές της κοινωνικής αλλαγής.

Σε προσωπικό επίπεδο χρειάζεται η ριζική μεταστροφή των πνευματικών μας προτεραιοτήτων, στοχεύοντας με την πυξίδα της καρδιάς μας μονάχα στην πεμπτουσία των πραγμάτων που λειτουργούν εξελικτικά ανυψωτικά για την υπόστασή και το λογισμό μας.

Ας πάψουμε να βλέπουμε απλά χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις μας και ας κοιτάξουμε πλέον  βαθύτερα μέσα μας, σε μία προσπάθεια επαναστατικής αυτογνωσίας. Γνωρίζοντας εμάς αποκτούμε την εν συναίσθηση να συνδεθούμε ψυχικά με τους συνανθρώπους μας, σχηματίζοντας με αυτό τον τρόπο έναν αδιαίρετο αλληλέγγυο δεσμό που θα μας βοηθήσει πρώτα να δραπετεύσουμε της κολασμένης καπιταλιστικής ανθρωποφαγίας και έπειτα να τη συντρίψουμε οριστικά, σχηματίζοντας σήμερα  την αταξική κοινωνία του αύριο.

«Είμαστε όλοι αδέλφια» υποστηρίζει ο Μαρξ και ομονοεί μαζί του και ο Γκοντάρ. Είμαστε ικανοί να αποτινάξουμε τις αλυσίδες που μας δένουν σωματικά και κυρίως πνευματικά, γιατί είμαστε ικανοί για το καλύτερο.

Γιατί ενωμένοι  μπορούμε το θαύμα..