Από το Πρόβατο όχι Αρνί
“Άραγε θα μας ξεχάσουν”;
Να μετρήσουμε τις ερωτήσεις μας. Να ζυγιάσουμε τα ερωτηματικά μας. Να πούμε για την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς και μετά να πάρουμε τους ιστορικούς μας και σε ένα κοινό τραπέζι να κάτσουμε να πούμε για το χτες του καθενός. Για τις λέξεις που τότε ειπώθηκαν και σήμερα ντρέπονται ή δεν ντρέπονται να διασχίσουν πάλι χείλη. Να πούμε για Καισαριανές και για Αηστράτηδες, για Κέρκυρες και για Μακρονήσια, για Καλάβρυτα και για Χαϊδάρια. Να πούμε για πράξεις που έγιναν και σήμερα βαδίζουν με σκυμμένα κεφάλια ή βγαίνουν στην πρώτη γραμμή ξεχνώντας κουκούλες και νυχτερινές εφόδους σε σπίτια, ρουφιανέματα και θανάτους στο σωρό, να πούμε για τη συναίσθηση του λάθους ή το ξεδιάντροπο της περηφάνιας αυτού.
Να πάρουμε τα πόδια μας και στους δρόμους να συναντηθούμε ακόμη μια φορά. Κι αν χίλιες φορές νιώθουμε προδομένοι, ένα εκατομμύριο τέτοιες να δείξουμε ότι δεν τα παρατάμε. Δεν αγωνιζόμαστε ευκαιριακά, δεν διαβάσαμε, δεν καταλήξαμε, δεν αφιερωθήκαμε έτσι. Ήμασταν και είμαστε αφιερωμένοι στο όμορφο της κοινά, δίκαια μοιρασμένης ζωής. Δε σιγοπατάμε επειδή κάποιοι κακοπάτησαν -κι ας ξεκίνησαν απ’ την ίδια αφετηρία. Συνεχίζουμε και καταθέτουμε τα γαρύφαλλά μας κάθε χρόνο με τα ίδια διάφανα δάκρυα όπως κάναμε την πρώτη φορά, όπως προσκυνήσαμε στο πρώτο τρέμουλό μας για χάρη τους. Για χάρη όσων δεν γονάτισαν, όσων πέθαναν για να είμαστε ζωντανοί εμείς.
“Άραγε τα πυροβόλα ρίχνουν στο στήθος ή στο κεφάλι”;
Κι αν στο στήθος ρίχνουν τι σημασία έχει; Αφού μετά, αμέσως μετά, περνάει το όπλο προτεταμένο κι η χαριστική βολή ως έσχατος ήχος. Η τρύπα στο μέτωπο ως τελικό άγγιγμα και οβολός ετούτου του κόσμου για τον επόμενο. Πόσες μανάδες δεν έπαψαν να νιώθουν μετά που την άγγιξαν στα παιδιά τους, πόσα κορίτσια δεν έχασαν την αφή τους μετά που τη χάιδεψαν στα αγόρια τους;
Δυο ώρες έσφιγγα τα δόντια, δάκρυζα, δεν ηρεμούσα. Έβλεπα την ταινία και σκέψεις ερχόταν ξανά και ξανά. Άπειρες τέτοιες. Εικόνες οικείες απ’ το χωριό μου, απ’ τους εκεί γέρους κομμουνιστές και τις ιστορίες τους για συγχωριανούς τους συνεργάτες των ναζί. Και σ’ όλους αυτούς τους γέρους θυμάμαι το ίδιο πράγμα που είδα και στους πρωταγωνιστές του Βούλγαρη: καθαρό πρόσωπο και διαπεραστική ματιά. Βλέπεις τον καθοδηγητή απ’ την αρχή ως το τέλος, βέβαιο για το σωστό μιας μόνο επιλογής του: να αγωνίζεται για το κόμμα και τα ιδανικά του. Να παίρνει την ευθύνη του για τα λάθη του απέναντι στη ζωή του κι απέναντι στους άλλους, στη ζωή αυτών που εξαρτώνται απ’ τα “συνέχισε” ή τα “σταμάτα” του. Αλλά να περπατάει αγέρωχος, σίγουρος για τις στερνές του λέξεις: “κομμουνιστής ως το τέλος”!
Το τελευταίο βράδυ ήρθε με τον χορό. Ένα γλέντι κυκλωτικό. Το αίμα και το κουράγιο μεταγγίζονταν απ’ τον έναν στον άλλο, απ’ τις ενωμένες παλάμες, απ’ τις μπλεγμένες γροθιές, απ’ τα πλεγμένα μπράτσα. Το πρωί τους βρήκε όλους έτοιμους. Σοβαρούς σαν και στη σημαντικότερη στιγμή της ζωής τους. Ειρωνικό ε; Βάδισαν στο θάνατο όμορφοι, καθαροί, αγέρωχοι. Βάδισαν προς τα εκεί με ένα μόνο τελευταίο πειρασμό, ένα μόνο τελευταίο κόμπιασμα: “άραγε θα μας ξεχάσουν”;
Όχι! Κανείς δε σας ξέχασε. Δεν είστε μόνο οι νικητές του πολέμου. Είστε και οι νικητές της μνήμης.