Του Γιάννη Δημογιάννη
Οι λέξεις λυγίζουν από το φορτίο, γιατί κουβαλούν την αύρα ενός σπάνιου ονείρου. Χθες, στο Αρχαίο Ωδείο Πατρών, στην παράσταση της Λυσιστράτης, τούς είδα, για άλλη μία φορά, και με συγκλόνισαν, για άλλη μία φορά. Εικόνα, που φαντάζει πλέον μακρινή, μπορεί και ανοίκεια σε πολλούς από εμάς. Μία εικόνα που φανερώνει, όχι πόσο πραγματικά αξίζει ο έρωτάς τους, αλλά κυρίως, πόσο κούφιος μπορεί να είναι αυτό που εμείς αποκαλούμε “Έρωτα”.
Τους έβλεπα εδώ και χρόνια. Η ίδια, λιωμένη από την επανάληψη κασέτα. Μοναδικοί κι αχώριστοι. Αρχικά, υπέθεσα πως ίσως να είναι συγγενείς, ίσως αδέλφια, αλλά αυτοί είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, και κάτι άλλο, πολύ πιο παραπάνω από τα όρια, τις συμβάσεις και τους ρόλους. Αυτή, μονίμως καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. Άγνωστο το πώς και το γιατί. Μ’ όλο το σώμα της, παραμορφωμένο από την παράλυση, η οποία σύνθλιψε σκληρά – θαρρείς, ανελέητα – τον κορμό της. Με ολική δυσκαμψία, που αγγίζει μέχρι και το πρόσωπό της. Και μόνο να τους δεις, ένας κόμπος σού σφίγγει το στέρνο, όσο και να δηλώνεις, τάχατες, εξοικειωμένος με τον κόσμο της αναπηρίας. Γιατί, αρκετά συχνά, πιστέψτε με, εισπράττω αυτό το βλέμμα του οίκτου, της αμηχανίας, είτε και της αποστροφής να αιωρείται σαν μαύρο σύννεφο, πάνω από έναν ανάπηρο, πόσο μάλλον, αν η «τυχερή» είναι και γυναίκα. Σκιές, και ψίθυροι τοξικοί. «Την καψερή!» «Τί συμφορά τής έτυχε της δόλιας;» «Τι σταυρό κουβαλά!» «Μα και αυτός, τι υπομονή, τι δύναμη να έχει, πόσο ν’ αντέξει;» Για να μη μιλήσω για πολλά, άλλα μάτια, ιδίως γυναικών, που γυρνούν από την άλλη πλευρά, επειδή δεν αντέχουν, και μόνο, στη θέα ενός τέτοιου γυναικείου σώματος.
Πολλοί, ίσως, να μην το χωρούν, να μην το αντέχουν, εκτός, βέβαια, από αυτόν! Ένα ομορφόπαιδο, ένας παλίκαρος, ένα πρόσωπο, καθάριο σαν φεγγάρι ολόγιομο. Να την φέρνει ακούραστα, σ’ όλες τις ενδιαφέρουσες παραστάσεις, στο Αρχαίο Ωδείο. Να την κουβαλά στο στέρνο του, σα νεράιδα, σαν ένα ξωτικό της αγάπης. Να περπατούν, σαν να μην υπάρχουν γύρω τους, άνθρωποι, και να παρκάρουν ακριβώς μπροστά από τα σαστισμένα μάτια των «επισήμων», όλων αυτών των μακιγιαρισμένων αυλικών. Για να μη μιλήσω για ένα ολόκληρο θέατρο, που στάνταρ καρφώνεται κάθε φορά, πάνω στο ζευγάρι των εξωγήινων! Αυτός, όμως, πού να έχει μάτια και αυτιά, για ψιθύρους και σκιές. Χεσμένο τον είχε τον κόσμο, τόσο τον ένοιαζαν οι κουβέντες του. Αρκεί που άρπαζε στα δύο του χέρια, την αγάπη του. Αρκεί που την έκανε μία χούφτα μέσα στην αγκαλιά του, μέχρις ότου έφταναν στη θέση της, όπου την άφηνε, λες και ακουμπούσε ένα τριαντάφυλλο, στο πρεβάζι. Και κάπως έτσι, έβλεπαν τόσες και άλλες τόσες παραστάσεις.
Χθες, τους είδα και πάλι, στο αρχαίο θέατρο. Εγώ, βλέπεις, αποσύρθηκα, στερήθηκα τις δικές μου παραστάσεις, επειδή κάπου στην πορεία είπα: «Κουράστηκα πια. Τι να πάω να κάνω; Να πεθάνω και πάλι από την κούραση και την ταλαιπωρία, επειδή σαν ανάπηρος μπορεί και να περισσεύω στον τόπο μου; Μπούχτισα την υποκρισία, τις ψυχές που ζουν και θρέφονται από το λίγο.» Λύγισα, βλέπεις, μέχρις ότου αποφάσισα να γίνω, επιτέλους, εθελοντής στο θεσμό του Αρχαίου δράματος. Η ιδανική ευκαιρία, για να τους συναντήσω ξανά. Να χαρώ και πάλι την άφθαρτη κασέτα τους, το μόνο αντίδοτο στην ανακυκλούμενη ξευτίλα. Σε αυτό, όμως, το ραντεβού, η εικόνα τους – το παραδέχομαι – όχι απλά με συγκλόνισε, αλλά και με πλήγωσε συνάμα. Ένιωσα στο λαιμό να με πνίγουν οι ίδιες, βασανιστικές σκέψεις, για το άδικο, τη σκληρότητα, τη μικρότητα των ανθρώπων ∙ ανδρών και γυναικών.
Επειδή, πάντως, η ιστορία μιλά συχνά, πυκνά, για πολλούς άντρες, που αποδείχθηκαν στα δύσκολα «κότες», μπροστά στη συντριβή της συντρόφου τους, αναγκάζομαι να το κραυγάσω. Μακάρι, όλοι οι άντρες να είχαν τ’ αρχίδια αυτού του αρσενικού, όπως θα ’λεγε και η μαμά Λυσσιστράτη. Και ακόμη παραπέρα, μακάρι, όλες οι γυναίκες να αξιωθούν στη ζωή τους, να ερωτευθούν έναν τέτοιο Άρχοντα! Να γνωρίσουν τί πραγματικά σημαίνει, η αγάπη να σου καίει τα σπλάχνα, τα σωθικά. Τι είναι να ερωτεύεσαι ισόβια, πρωτίστως το πληγωμένο, γυναικείο σώμα, να κάνεις τον πιο τρελό έρωτα μαζί του, επειδή εσύ έχεις το θάρρος να βλέπεις αποκλειστικά την ψυχή της. Ένα ατόφιο όνειρο καλοκαιρινής νύχτας. Ένας ανώνυμος, σύγχρονος Ερωτόκριτος, που κάποτε λάτρεψε την Αρετούσα του, αθεράπευτα.
Εκείνο το βράδυ, οι δυο τους κάθισαν στις ίδιες, πάνω κάτω, θέσεις. Για εμένα, αυτοί ήταν και οι αδιαμφισβήτητοι πρωταγωνιστές της παράστασης, που ελάχιστοι, όμως, παρακολούθησαν. Στο φινάλε, δεν γλίτωσα, ούτε τα δάκρυα, ούτε τη συγκίνηση, που νιώθεις σπάνια να περνά μέσα σου, ξεπλένοντάς την καρδιά, έστω και για λίγο. Μία εθελόντρια, που χρόνια τώρα, αποδεικνύεται ο πιο πιστός συμπαραστάτης των ανάπηρων που προσέρχονται στις εκδηλώσεις του αρχαίου Ωδείου, ήρθε λίγο πριν το φινάλε, και μού πρόφτασε τα μαντάτα τους. Λίαν προσφάτως, λέει, οι δυο τους παντρεύτηκαν… Πόσο αληθινά τεράστιο, σκέφτηκα, απέναντι σε τόσους, κενούς γάμους, απέναντι σε τόσες «αποστειρωμένες», και μάταιες συμβάσεις. Έκαναν, λέει, και υγιέστατα παιδάκια. Συνεχίζουν, λέει, και τις πανεπιστημιακές τους καριέρες. Εξακολουθούν, λέει, να ζουν το παιδικό τους παραμύθι. Αλλά, κυρίως, συνεχίζουν να θυμίζουν σε όλους εμάς – τους θλιβερά ανυποψίαστους κομπάρσους της ζωής – πόσο συναρπαστική είναι, εν τέλει, η καλύτερη εκδοχή του ανθρώπου. Αυτή που συστηματικά αγνοούμε, με εμμονή σχεδόν κωμικοτραγική.