Στη δεύτερη κινηματογραφική του απόπειρα, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης γράφει, σκηνοθετεί, και πρωταγωνιστεί σε μια ταινία με θέμα τον έρωτα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Τρεις ιστορίες (που συνδέονται μεταξύ τους): ένας απογοητευμένος μεσήλικας στρατεύεται με τα φασιστικά τάγματα εφόδου στην Ελλάδα, μια κοπέλα ερωτεύεται Σύρο μετανάστη, ένας νεαρός παντρεμένος άνδρας ζει εξωσυζυγικό ειδύλλιο με Σουηδή μάνατζερ που έχει έρθει από το εξωτερικό για να μειώσει το προσωπικό στην εταιρεία όπου εκείνος εργάζεται, μια μεσήλικη γυναίκα ερωτεύεται Γερμανό καθηγητή που εργάζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Καλογυρισμένο, με αξιοπρεπείς ερμηνείες από σχεδόν όλο το καστ, και πετυχημένη δραματική κορύφωση, το Ένας Άλλος Κόσμος αποτελεί μια ακόμα απόπειρα αναπαράστασης μιας πολυσύνθετης και τραυματικής οικονομικοκοινωνικής πραγματικότητας που ακόμα αδυνατούμε να συλλάβουμε στην ολότητά της, ή να νοηματοδοτήσουμε, και σε κάθε περίπτωση πάντοτε εκ των υστέρων. Έχουν προηγηθεί ταινίες όπως Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού (2012), αλλά και η ίδια η προηγούμενη ταινία του Παπακαλιάτη, Αν… (2012), με φόντο την ίδια περίοδο.
Από την πρώτη κιόλας ιστορία (και οι τρεις, όπως αναφέραμε, έχουν κοινό θέμα τον έρωτα, και αναφορά στον αντίστοιχο αρχαιοελληνικό μύθο), ο Παπακαλιάτης δίνει το ιδεολογικό (και καθόλου μετα-ιδεολογικό) του στίγμα: ‘η πολιτική χωρίζει τους ανθρώπους’, λένε οι δύο νεαροί χαρακτήρες της πρώτης ιστορίας, ένας Σύρος πρόσφυγας πολέμου, και μια Ελληνίδα, φοιτήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης (!). Μετάφραση: ‘η πολιτική είναι κακή’. Τη (μεταπολιτική) αυτή θέση του ο Παπακαλιάτης την έχει εκφράσει κατά καιρούς στο παρελθόν και μέσα από συνεντεύξεις. Έχει επίσης πει ότι για το φαινόμενο του φασισμού στην Ελλάδα φταίει η βλακεία και η αμορφωσιά των ανθρώπων, και ότι οι οικονομικές συνθήκες μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους ρατσιστές. Τις απόψεις αυτές βάζει να τις επαναλάβουν και οι χαρακτήρες της πρόσφατης ταινίας του.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη ότι ένα από τα βασικά θεματικά μοτίβα του Ένας Άλλος Κόσμος είναι η φιλελεύθερη ουμανιστική άποψη πως αν γνωρίσουμε καλύτερα το εθνοφυλετικό ‘’Άλλο’’, αν έρθουμε πιο κοντά σε αυτό, το φαινόμενο του ρατσισμού ως δια μαγείας θα εκλείψει. Μια τέτοια προσέγγιση, ωστόσο, υπεραπλουστεύει ένα πολύπλοκο ζήτημα, αγνοώντας, λ.χ., ότι για την ψυχανάλυση, στο Ασυνείδητο (όπου είναι ριζωμένος ο φόβος για το ‘’Άλλο’’, και ο οποίος κατά καιρούς παίρνει διάφορες πολιτισμικά και ιστορικά συγκεκριμένες μορφές) είμαστε όλοι ρατσιστές.
Στην ταινία, το εθνοφυλετικό ‘’Άλλο’’ αναπαρίσταται ως καλοπροαίρετο, καλό καγαθό, ρομαντικοποιείται, εξιδανικεύεται, σχεδόν αγιοποιείται. Όμως, όπως έχει επισημάνει ο Σλαβόι Ζίζεκ, η αντίληψη ότι όλοι οι ξένοι είναι καλοί μόνο και μόνο επειδή είναι ξένοι, δεν είναι παρά η άλλη όψη του ίδιου ρατσιστικού νομίσματος, που θεωρεί τους ξένους ενδογενώς κακούς/τεμπέληδες/σεξουαλικά ακόρεστους ή ο,τιδήποτε άλλο. Οι ‘ξένοι’, με άλλα λόγια, είναι τόσο καλοί ή τόσο κακοί όσο Εμείς, ούτε περισσότερο, ούτε λιγότερο. Προσεγγίσεις λοιπόν όπως του Παπακαλιάτη, είναι, κατά κάποιον τρόπο, καταδικασμένες να αγνοούν ότι, για παράδειγμα, πολλοί από τους μετανάστες υφίστανται εκμετάλλευση και αντιμετωπίζουν ρατσιστική βία όχι μόνο από ντόπιους, αλλά και από άλλους ‘ξένους’/μετανάστες. Είναι λοιπόν και επικίνδυνα αφελές, ή ιδεολογικά ύποπτο (θα το ονομάσω ταξική (εθελο)τύφλωση), να βάζει κανείς (όπως κάνει ο Παπακαλιάτης στην ταινία) κάτω από το ίδιο σημαίνον -‘ξένος’- μια λευκή, Σουηδή καριερίστα και τον Σύριο μικροπωλητή των φαναριών, ή τον προνομιούχο λευκό (άνδρα, ετεροσεξουαλικό) Γερμανό καθηγητή.
Αυτό που ενδιαφέρει εμάς περισσότερο, σε σχέση και με το ‘κείμενο’ του Παπακαλιάτη, είναι ότι προκειμένου να ανεχτούμε το (φυλετικό) ‘’Άλλο’’, φαίνεται ότι χρειάζεται να το εντάξουμε σε μια (πατριαρχική) φαντασίωση όπως αυτή της πρώτης ιστορίας στην ταινία, όπου ο (όμορφος ετεροσεξουαλικός άνδρας) Σύρος μετανάστης σώζει την Ελληνίδα κόρη από σεξουαλική επίθεση. Ή όπως αυτή της δεύτερης, που είναι γυρισμένη σαν καλογυαλισμένη, ‘γκλάμουρους’ χολιγουντιανή ιστορία απιστίας και παράνομου ερωτικού πάθους. Ή της τρίτης ιστορίας, όπου το φυλετικό ‘’Άλλο’’αναπαρίσταται ως γοητευτικός και εκλεπτυσμένος καθηγητής που σαγηνεύει την σεξουαλικά ανικανοποίητη νοικοκυρά που είναι δυστυχισμένη στο γάμο της. Το ότι οι (έστω mainstream) κινηματογραφικές/πολιτισμικές αφηγήσεις (στη Δύση) που ασχολούνται με το φαινόμενο του ρατσισμού παίρνουν αυτή τη συγκεκριμένη μορφή, λέει πολύ περισσότερα τόσο για την κουλτούρα μας, όσο και για το πώς λειτουργεί ο ρατσισμός από ψυχαναλυτικής άποψης, και το πώς διαπλέκεται με το φύλο και τη σεξουαλικότητα.
Δεν περιμένει βέβαια κανείς από τον Παπακαλιάτη τον ριζοσπαστισμό ενός Fassbinder (βλ. Ali: Fear Eats the Soul, 1974). Και είναι λογικό από την σκοπιά του κινηματογραφικού είδους, οι ταινίες του Παπακαλιάτη να ανάγουν πολύπλοκα θέματα όπως ο ρατσισμός, ή οι ταξικές ανισότητες, στην ανθρώπινη ‘φύση’, και την ατομική ευθύνη, προσφέροντας τον έρωτα ως (άκρως ιδεολογική) λύση/απάντηση- πασπαρτού, μαζί με ένα τακτοποιημένο/κλισέ κλείσιμο της αφήγησης, από τα οποία, εν τέλει, και ο/η θεατής τέτοιων κινηματογραφικών (ή ο/η αναγνώστης αντίστοιχων λογοτεχνικών) αφηγήσεων αντλεί ευχαρίστηση. Από την άλλη, είναι επίσης ταυτόχρονα θεμιτό κάποιοι άλλοι από τους θεατές να ονειρεύονται κι αυτοί Έναν Άλλο (κινηματογραφικό και όχι μόνο) Κόσμο.