Από τον Γιάννη Δημογιάννη
«Μὰ πιὸ πολὺ μιλῶ γιὰ τοὺς ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τὰ δίχτυά τους καὶ πήρανε τὰ βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτὸς κουράστηκε αὐτοὶ δὲν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτὸς τοὺς πρόδωσε αὐτοὶ δὲν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτὸς δοξάστηκε αὐτοὶ στρέψαν τὰ μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε καὶ τοὺς σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, τὸ δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δὲν ἔχει
Χωρὶς τὸ βλέμμα τους νὰ σκοτεινιάσει ἢ νὰ λυγίσει
Ὄρθιοι καὶ μόνοι μὲς στὴ φοβερὴ ἐρημία τοῦ πλήθους.»
Περίεργο πράγμα θα το πεις… Για τόσα μίλησες, Εμμανουήλ, κι όμως, από εσένα κρατήσαμε περισσότερο τη σιωπή σου. Κι ας ήσουν ακόμη ζωντανός, κι ας είχες ακόμη τόσα να γράψεις. Ποτέ μας, βλέπεις, δεν καταλάβαμε, δε χωρέσαμε έστω, γιατί αποσύρθηκες στη σιωπή, γιατί όλα τα ποιήματά σου δεν ξεπέρασαν ούτε καν τα 200; «Εποχή» 1,2,3. «Συνέχεια» 2,3. Ο «Στόχος». Άντε, να βάλλω και τις «Παρενθέσεις». Τα αραδιάζω όλα σε σειρά, κι η ποίησή σου μοιάζει με ξεχασμένο τηλεγράφημα. Το ανοίγω και γράφεις: «Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις. Να μην τις παίρνει ο άνεμος».
Ίσως, τελικά, αυτό αγνοήσαμε, Μανόλη. Μετρημένες ήταν οι γραφές και οι λέξεις σου, αλλά όλες τους καρφώθηκαν, μία προς μία. Πρώτα στο δικό σου σώμα, ύστερα, στο σώμα όσων σε αγάπησαν. Από τα πρώτα, κιόλας, χρόνια, όπως τότε που ήσουν ένας 22χρονος φοιτητής Ιατρικής… Θεσσαλονίκη, 24 Οκτωβρίου 1948 – «Εφιάλτες στα σιδερένια κρεβάτια, όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα» – τέσσερις μέρες πριν την εθνική επέτειο. Ξεφυλλίζοντας την πρωινή εφημερίδα «Φως», η απόφαση του στρατοδικείου μοίραζε θάνατο:
«…Εις το πλαίσιο τής πολυταράχου εποχής μας, θα πρέπει να αντικρύσετε τη ζοφεράν εικόνα ενός εγκληματίσαντος μαθητού εις μίαν τραγικήν εκδήλωσιν… και θα είναι αρτία η απόφασις σας, εάν τα πορίσματά της, απαλλαγαί και ποιναί, αποβούν φάρμακα θεραπευτικά δια την καταπολέμησιν τής κοινωνικής ασθενείας τού εγκλήματος τούτου.»
Στο μοιραίο πρωτοσέλιδο της πρωινής εφημερίδας «Φως», οι καταδικασθέντες ήταν 69, συνομήλικοί όλοι, και συνάμα σύντροφοί Επονίτες. Και εσύ, 3η σειρά, στημένος στη φωτογραφία, ο τρίτος από αριστερά, με τα γυαλιά και το μουστάκι. Όπως και οι υπόλοιποι, δηλώθηκες από τις αρχές σαν επικίνδυνος, «εγκληματίσας» μαθητής, μόνο που στην περίπτωσή σου, ο κλήρος έπεσε βαρύς, αφού μόνο σε σένα και σε άλλους 13 έλαχε θάνατος, για τιμωρία και σωφρονισμό. Και το έγκλημα όλων; Μα ήτανε, λέει, νέοι, «κι έτυχε να ’ναι και καλή σοδειά» – αυτό κυρίως. Όπως το όριζες στο ποίημα σου, αν και ελάχιστοι πρόσεξαν πως μιλάς για τον εαυτό σου:
«Σὲ τούτη τὴ φωτογραφία ἤμουνα νέος κοντὰ 22
χρονῶ… Θυμᾶσαι ὅταν ἤμασταν παιδιὰ εἴχαμε ἕνα ξύλι-
νο ἄλογο καὶ μία γυαλιστερὴ τρομπέτα
Τὰ βράδια ξαγρυπνούσαμε στὰ βιβλία μὲ τὶς ἀρ-
χαῖες ἡρωικὲς ἱστορίες
Τὸν ἀθῷο μας ὕπνο τυράννησαν οἱ ἀντίλαλοι τῶν
φημισμένων πολεμιστῶν
Ὕστερα τὰ ξεχάσαμε ὅλα αὐτὰ σὲ μία γωνιὰ γε-
λώντας γιὰ τὰ παιδιάστικα καμώματα.
Ἴσως αὔριο μιὰ τόση τρυπίτσα μοῦ χαράξει τό μέ-
τωπο
Ὢ μία τρυπίτσα ποὺ χωρᾷ ὅλο τὸν πόνο τῶν ἀν-
θρώπων…»
Αθώα ήταν τα νυχτέρια σας, μακάριος και ο ύπνος σας, Μανόλη ∙ σαν τα παιχνίδια με τα ξύλινα άλογα και τις γυαλιστερές τρομπέτες. Αθώοι ήταν και ο Ραούλ, η Μάρθα, ο Γιώργος, ο Χάρης, εκείνοι οι σύντροφοι που στοίχειωσαν ισόβια τα ποιήματά σου. Οι αναρίθμητοι της γενιάς σας ∙ ψαράδες που αγάπησαν «τα ναυαγισμένα καράβια με τα τραγικά ονόματα». Αυτοί που δε δίστασαν ν’ αφήσουν στην άκρη, τη βολή και τα σιδερωμένα τους όνειρα. Αυτοί που, στην ύστατη κρίση, δεν πρόδωσαν το Δάσκαλο, δεν υποτάχτηκαν, δεν έστρεψαν αλλού τα μάτια. Παρέμειναν μόνοι και όρθιοι μες στη φοβερή μοναξιά του πλήθους:
«Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη».
Αθώοι, όμως, δεν ήταν εκείνοι που πείραξαν τα ζάρια, που έστησαν την παρτίδα. Οι αυλικοί με τις φανταχτερές πανοπλίες, σαν και αυτούς που σε διέγραψαν απ’ τις λεγεώνες, λίγες μέρες προτού καταδικαστείς δεύτερη φορά και από τους στρατοδίκες. Πρώτα το ίδιο σου το σπίτι, έπειτα κι οι Άρχοντες. Καταδίκη βαριά και διπλή, διότι συνασπισμένοι οι φύλακες συμφώνησαν, διόλου περιέργως, πως, αν και όφειλες συμμόρφωση και υποταγή, εσύ απλά «δε συνεμορφώθης προς τας υποδείξεις».
Ο μοναδικός ίσως «εγκληματίσας» αναρχικός που καταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί – άκουσον, άκουσον – έμεινες αταλάντευτα δεμένος στο κατάρτι, πιστός σ’ ένα όνειρο που προηγουμένως σ’ είχε απαρνηθεί… Δίχως καν ν’ αποκαλύψεις την προδοσία των συντρόφων σου, εκλιπαρώντας ένα ψίχουλο επιείκειας απ’ τους στρατοδίκες.
Και έμεινες εσύ, μόνος και όρθιος, πίσω από τα κάγκελα του Γεντί Κουλέ, ν’ ατενίζεις ερείπια, «σαν τρυπημένες μαύρες σημαίες». Μόνος και όρθιος, πίσω από τους τοίχους της υγρής φυλακής, να χαιρετάς μ’ ένα μαντήλι πικρό, τις αυταπάτες και τις νεκρές αναμνήσεις:
«Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!»
Γι’ αυτό και το ρολόι έμεινε κολλημένο για πάντα στα 22 σου χρόνια. Γι’ αυτό απέμειναν τα ποιήματα σου πικραμένα και προπάντων τόσο λίγα. Απ’ ό,τι φαίνεται, είχε δίκιο ο Μαξ, όταν έλεγε: « Θεωρώ μέγα δυστύχημα το σκέπασμα των πληγών που ακόμα πυορροούν – και αλήθεια πυορροούν – το να ξεχνά κανείς πράγματα που δεν τα ξεκαθαρίσαμε, δεν τα καταλάβαμε…» Γιατί, μόνον εσύ περίσσεψες ζωντανός από τη συντροφιά, για να θρηνείς, για να θυμάσαι ή να ονειρεύεσαι. Και τούτο το φορτίο φάνταζε αφόρητο, ιδίως τις νύχτες:
«Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.»
Μάλλον – τώρα που σκύβω καλύτερα πάνω στο στίχο σου – δεν ήταν τυχαία εκείνη η
τρυπίτσα, λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο… Μικρή, όπως το ήθελες, όπως το ζήταγες ∙
φτάνει να χώραγε τον πόνο των ανθρώπων! Γι’ αυτό, ίσως, την βάφτισαν έτσι – σα να σου χάριζε τη λύτρωση που έψαχνες κρυφά. Ποιος ξέρει, άλλωστε; Μπορεί μία φωνή μέσω σου να ευχόταν η σφαίρα εκείνη να είχε αφήσει το ζεστό άγγιγμά της, αλλά πρώτα στο δικό σου μέτωπο. Και να ’φευγες πρώτος εσύ, να μη χρειαζόταν να μείνεις πίσω από τους άλλους, για να θρηνείς:
«Κανεὶς δὲ θ᾿ ἀγγίξει τὴν ἔκταση τῆς στοργῆς
καὶ τῆς θλίψης μου.
Μιὰ μακρινὴ φωνὴ γυρνᾶ στὴ μνήμη σου καὶ σβήνει
Κι ἕνας καθρέφτης μετρᾶ σκυθρωπὸς τὴ μορφή σου
Τὴ χαμένη μας ἄγνοια, τὰ χαμένα φτερά.»
Γιατί είναι αλήθεια, Μανόλη. Πολλά είδες και πολλά πρόβλεψες απ’ τα τωρινά και τα μελλούμενα. Μπορεί και να ’τανε σημαδιακό, αλλά στα νιάτα σου σπούδασες ακτινολόγος κι, όσο και να το κάνεις, ήξερες ν’ ανιχνεύεις το «καρκίνωμα», ακόμη κι αν ξέφευγε από τους ανυποψίαστους… Τα μάτια σου, βλέπεις, μολονότι φόρεσες νωρίς γυαλιά, διατήρησαν ακμαία την όραση σου. Το έργο, εξάλλου, προβλέψιμο και πολυφορεμένο:
« Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες
Ἔρχονται οἱ ἁγνοί, οἱ ἀνυπόκριτοι.
Οἱ βιαστές, οἱ ἀμέτοχοι, οἱ παρθένοι.
Οἱ πονηροὶ συνδαιτυμόνες, οἱ ἀθῶοι
Οἱ ληξίαρχοι τῶν ἡμερῶν μας
Ἔρχεται τὸ μεγάλο παρανάλωμα.»
Και όντως ήρθε, Μανόλη. Το φέραμε στις αυλές μας, το θρέψαμε και τώρα τρυγάμε τους καρπούς του. Μόνο που εσύ πρόλαβες και βυθίστηκες στη σιωπή, προτού ο χρόνος ανηφορίσει μέχρι τα 80. Και, τότε, ετοίμασες βαλίτσα, να ταξιδέψεις, να τους βρεις. Οι πνεύμονες σου λαχάνιασαν ν’ ανεβαίνουν ατέλειωτες σκάλες, και η καρδιά δεν άντεξε άλλα καρδιοχτύπια. Σε γέρασαν προώρως, όπως το ’λεγες αγαπημένε, κι ας ήσουνα ένας ισόβιος έφηβος. Πάντως, εσύ το έγραψες, ξανά και ξανά:
«κάτω από τα ρούχα μου δεν χτυπά πια η παιδική μου καρδιά.
Λησμόνησα την αγάπη που ’ναι μόνο αγάπη».
Άλλο λόγο δεν είχες ν’ αφήσεις πίσω, τα πένθιμα ποιήματα στέρεψαν:
«Γιατί οἱ μελλούμενοι ποιητὲς δὲ ζοῦνε πιὰ
αὐτοὶ ποὺ θὰ μιλούσανε πεθάναν ὅλοι νέοι
Τὰ θλιβερὰ τραγούδια τους γενήκανε πουλιὰ
σὲ κάποιον ἄλλον οὐρανὸ ποὺ λάμπει ξένος ἥλιος
Γενῆκαν ἄγριοι ποταμοὶ καὶ τρέχουνε στὴ θάλασσα
καὶ τὰ νερά τους δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις
Στὰ θλιβερὰ τραγούδια τους φύτρωσε ἕνας λωτὸς
νὰ γεννηθοῦμε στὸ χυμό του ἐμεῖς πιο νέοι».
Το ξέρω, Μανόλη αγαπημένε… Κάποτε υπήρξε ένας ποιητής που συνήθιζε να λέει:
«Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους».