Προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε το φαινόμενο Σάντερς
Στις αναλύσεις και τη σχολιογραφία των ημερών, εντός και εκτός ΗΠΑ, επισημαίνεται ότι ο Μπέρνι Σάντερς, ανεξάρτητα από τη συνέχεια, έχει ήδη πετύχει μια σημαντική νίκη:
Όχι μόνο επειδή ο «περιθωριακός» έχει φτάσει να διεκδικεί το χρίσμα, αλλά λόγω της ατζέντας του που κερδίζει έδαφος (μιλώντας για την απληστία των τραπεζών, τη δημόσια κοινωνική πρόνοια, την αναδιανομή του πλούτου, τη δημοκρατία, ακόμα και για την «απαγορευμένη λέξη» σοσιαλισμός) και του ρεύματος που έχει δημιουργήσει η υποψηφιότητά του, ειδικά στους νέους.
του Όουεν Τζόουνς
μετάφραση: Γιάννης Χατζηδημητράκης
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι η ιστορία νεαρών ανθρώπων που αντιμετωπίζουν ένα παρόν και ένα μέλλον που χαρακτηρίζεται από οικονομική ασφάλεια, συχνά καταδικασμένων να ζήσουν πολύ χειρότερα ζ από τους γονείς τους. Συχνά αισθάνονται μη εκπροσωπούμενοι, αγνοημένοι, προδομένοι ή βαλλόμενοι από την πολιτική ελίτ. Είναι πολύ πιο προοδευτικοί σε κοινωνικά θέματα από τη γενιά των παππούδων τους. Και βοηθούν την προώθηση κινημάτων, από τον Σάντερς ως τους Podemos στην Ισπανία, από τον Σύριζα ως τον Τζέρεμι Κόρμπιν.
Δεν υπερβάλλω ούτε υπεραπλουστεύω. Η ίδια η έννοια της «γενιάς» αποτελεί μια ισοπεδωτική γενίκευση: ενδέχεται να περιλαμβάνει τον λευκό δισεκατομμυριούχο συνταξιούχο και τον μαύρο συνταξιούχο που τουρτουρίζει σε ένα κρύο σπίτι, ή την κόρη ενός ανθρακωρύχου και τον απόφοιτο ιδιωτικών σχολείων του οποίου οι πλούσιοι γονείς πληρώνουν το στεγαστικό του δάνειο. Μόνο μια μειοψηφία των νέων ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την πολιτική, και πολύ λιγότεροι είναι πολιτικά ενεργοί, και σε αυτούς περιλαμβάνονται κι εκείνοι που επιλέγουν συντηρητικά ή ακόμη και ακροδεξιά κόμματα. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια μερίδα αποκλεισμένων νεολαίων τροφοδοτεί τα νέα κινήματα της Αριστεράς.
Είναι όλα αυτά νεανική αφέλεια; «Το 1984 και το 1988», σημειώνει ο Αμερικανός δημοσιογράφος Peter Beinart, «οι νέοι ψηφοφόροι στήριξαν τον Ρόναλντ Ρήγκαν και τον Τζωρτζ Μπους με μεγάλα ποσοστά», ακριβώς όπως η Μάργκαρετ Θάτσερ εξασφάλισε την στήριξη των νέων, την οποία έχει χάσει ο Ντέιβιντ Κάμερον. Για τους πιο ηλικιωμένους Βρετανούς, η Αριστερά μπορεί να συνδέεται με την καταστροφική αποτυχία του σοβιετικού ολοκληρωτισμού και την κατάρρευση της μεταπολεμικής συναίνεσης. Για τους νεότερους, οι συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης και οι προφανείς βαθιές κοινωνικές ανισότητες, μπορεί να φαντάζουν απειλητικότερες. Η πτώση της Lehman Brothers και όχι του Τείχους του Βερολίνου είναι μάλλον πιο σημαντική γι’ αυτούς.
Οι γενιές φαίνεται να ζουν σε διαφορετικούς πολιτικούς πλανήτες. Η αμερικανική νεολαία είναι πολύ πιο πιθανό να υποστηρίξει την μετανάστευση από τους ηλικιωμένους και να έχει θετική άποψη για τους μουσουλμάνους. Και ενώ στους άνω των 35 υπερισχύει ελαφρώς η άποψη ότι η κυβέρνηση κάνει πολλά πράγματα, οι κάτω των 35 σαφώς πιστεύουν ότι κάνει πάρα πολύ λίγα.
Έχουμε να κάνουμε με μια γενιά που έχει μεγαλώσει σε έναν κόσμο που ορίζεται από την αποτυχία της αγοράς, και όχι από τις αντιπαλότητες του Ψυχρού Πολέμου. Αυτοαποκαλούμενος σοσιαλιστής, ο Σάντερς συνιστά ένα εξαιρετικά σπάνιο είδος Αμερικανού πολιτικού. Αλλά είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ μόλις το 15% των Αμερικανών άνω των 65 ετών έχουν θετική άποψη για τον σοσιαλισμό, αυτή ανεβαίνει στο 36% μεταξύ των ηλικιών 18 έως 29, μόλις 3 μονάδες λιγότερες από εκείνους που προτιμούν τον καπιταλισμό.
Η οικονομική ανασφάλεια είναι ο κύριος παράγοντας που οδηγεί στον σημερινό ριζοσπαστισμό των νέων. Σαράντα εκατομμύρια Αμερικανοί πλέον επιβαρύνονται με τα χρέη των φοιτητικών δανείων, πράγμα που υποβαθμίζει το βιοτικό τους επίπεδο. Η ιδιοκατοίκηση –η βάση του «αμερικάνικου ονείρου»– βρίσκεται σήμερα στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου μισού αιώνα. Η οικονομική ανάκαμψη είναι μια αφηρημένη έννοια για πολλούς νέους Αμερικανούς, που πάρα πολύ συχνά οδηγούνται σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες εργασίες, με μικρή προοπτική αύξησης του μισθού ή ανόδου του βιοτικού επιπέδου στο επίπεδο που πιστεύουν ότι τους αξίζει.
Μια παρόμοια εικόνα μπορούμε να δούμε, φυσικά, και στη Βρετανία. Οι κυβερνητικές πολιτικές θέτουν στο στόχαστρο κυρίως τους νεότερους ανθρώπους: είτε πρόκειται για τη ματαίωση της προσδοκίας σπουδών με τον τριπλασιασμό των διδάκτρων, τη διακοπή υπηρεσιών για τη νεολαία, την κατάργηση του επιδόματος εκπαίδευσης, του βασικού μισθού που εισάγει διακρίσεις σε βάρος των νέων, είτε την πτώση του βιοτικού επιπέδου που οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Βρετανοί δεν είχαν βιώσει.
Εδώ όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος. Όπως και άλλες δυτικές χώρες, η Βρετανία είναι μια κοινωνία που γερνάει και οι ηλικιωμένοι ψηφοφόροι είναι ένθερμοι υποστηρικτές των Συντηρητικών και φαίνεται να ψηφίζουν σε μεγάλους αριθμούς.
Τα νέα κινήματα αντιμετωπίζουν μια τεράστια πρόκληση: να εμπνεύσουν τους νεότερους ψηφοφόρους να συμμετάσχουν, αλλά και να πείσουν ένα σημαντικό αριθμό ηλικιωμένων Βρετανών για τον λόγο ύπαρξής τους. Αν αποτύχουν να το πράξουν, είναι καταδικασμένα.
Ωστόσο, η πολιτική ελίτ δεν πρέπει να αισθάνεται ικανοποιημένη. Φαίνεται να πιστεύει ότι μπορεί να εγκαταλείψει τους νέους χωρίς να αντιμετωπίσει πολιτικές συνέπειες. Μπορεί μια μέρα να διαπιστώσει ότι ξέμεινε από τύχη.
Ο Owen Jones είναι συγγραφέας του «Chavs: The Demonisation of the Working Class and The Establishment — And How They Get Away With It». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην «Guardian», στις 4.2.2016