«Η “Εφ.Συν.” καταγγέλλει τον Γιάννη Καλαϊτζή, γιατί, αντί να έρθει στη δουλειά του, αυθαιρέτως προτίμησε να πάει στο κοιμητήριο της Νίκαιας».
Φανταστείτε να βγαίναμε με ένα τέτοιο πρωτοσέλιδο. Θα μας έλεγαν διάφορα πράγματα ανάλογα με τη φαντασία του καθενός και της καθεμιάς, που θα είχαν να κάνουν με την προσβολή της μνήμης του νεκρού.
Εμείς που τον ξέραμε και τον ζήσαμε θα είμαστε και οι χλευαστές του.
Ενώ οι πολιτικοί -που δεν χώνευε ο Γιάννης- θα έπλεκαν ύμνους. Δεν θα καταλάβαιναν την «ειδική» μας γλώσσα για να συνεννοηθούμε για πράγματα ακατάληπτα για τους άλλους. Και ούτε θα πρωτοτυπούσαμε.
Με έναν αντίστοιχο τίτλο, στην πρώτη σελίδα, είχε κυκλοφορήσει το «Σαρλί Εμπντό» για τον θάνατο του έξοχου συναδέλφου τού Γιάννη, του Ρεσνέρ.
Το είδα αναρτημένο σ’ ένα περίπτερο στο Παρίσι, στον Σεν Μισέλ, και ξέσπασα σε αναφιλητά.
Πήρα την εφημερίδα, κάθισα στο διπλανό καφενείο και παρήγγειλα τα γαλλικά παυσίπονα που ονομάζονται Καλβαντός.
Με τα κόμικς έχω μακρά παράδοση. Ξεκινάω από τα παιδικά μου χρόνια με τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», που σχεδόν τα είχα όλα.
Εντρυφώ σε «Μικρό ήρωα», «Γκαούρ Ταρζάν» και «Μάσκα». Παράλληλα πέφτω στους κλασικούς, Μπαλζάκ, Σταντάλ, Ντοστογιέφσκι, Καζαντζάκη κ.λπ., που ο πατέρας μου το είδε σαν δική μου ωρίμανση που αφήνω την παρακατιανή κουλτούρα και γίνομαι πια άνθρωπος.
Οπως κάθε πατέρας, νομίζει πως έχει ένα γιο όπως τον φαντάστηκε και δεν μπορεί να δει ένα γιο όπως είναι.
Πού να φανταζόταν πως κάποια χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα εξόριστος στο Παρίσι, τα κόμικς, που τα αγόραζα από τους παλιατζήδες του Σικουάνα, θα έπαιζαν στη ζωή μου τον ίδιο ρόλο, σε άλλο επίπεδο, όπως ο Γαλλικός Μάης και τα διάφορα «Λούβρα» του Παρισιού.
Με τον Γιάννη γνωριζόμαστε τριάντα έξι χρόνια.
Δεθήκαμε από την πρώτη στιγμή και η φιλία μας δεν διαταράχθηκε από τίποτα, αν και υπήρξαν συνταρακτικά γεγονότα στην κοινή μας ζωή. Παντρεύτηκε τη γυναίκα μου εν αγνοία μου.
Εντούτοις, αυτή η αιθέρια γυναίκα μού έδωσε μια υπέροχη εξήγηση και κατάλαβα πως είχε δίκιο.
Είχαμε μπει σε έναν άλλο κώδικα επικοινωνίας. Της ειλικρίνειας και της αγάπης που δημιουργούσε μιαν άλλη οικολογική ισορροπία που είχε τάση προς την αρμονία.
Τον Γιάννη εγώ τον θεωρούσα ένα κορυφαίο κομίστα, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα αλλά και για τα διεθνή. Τον πίεζα να ασχοληθεί παραπάνω με αυτό του το χάρισμα, αλλά τον έτρωγε η καθημερινή του δουλειά στην εφημερίδα.
Το αντίστοιχο έλεγε κι αυτός για μένα. Ξέραμε και οι δυο μας πως η εφημερίδα μάς τρώει το κύριο δημιουργικό μας έργο.
Αλλά και οι δυο μας είχαμε στρατευτεί σε μιαν άδολη Αριστερά. Ποια είναι αυτή; Ρωτήστε τον Γιάννη. Βγαίνει από το έργο του.
Εγώ είχα μάθει τη γλώσσα του. Αυτήν που μιλούσαν στον δικό του κόσμο.
Και όταν μεσολάβησα να δημοσιευτεί σε συνέχειες στον «Σχολιαστή» «Το Μαύρο είδωλο της Αφροδίτης» και έγραψα την άποψή μου για τον Γιάννη, το διαβάζει και μου λέει: «Ρε μαλάκα, αφού δεν ξέρεις από κόμικς, τι βλακείες είναι αυτές που λες;».
Και εγώ το εισέπραξα σαν μια βαθιά ευγνωμοσύνη. Είπαμε, άλλη γλώσσα και όποιος την καταλαβαίνει.
Και ύστερα από χρόνια στο «Bourbon», αφού είχαμε εξαντλήσει όλη την ιεροτελεστία, μου λέει: «Περικλή, έχεις γράψει ένα αριστούργημα».
Τον ρωτάω «ποιο είναι αυτό;». Και απαντάει: «Οι παράπλευρες καθημερινές απώλειες».
Του λέω «είσαι μεθυσμένος και θα σε πάω στο σπίτι». Και έτσι έγινε.
Εντούτοις ψύχραιμος επανήλθε στην «Εφ.Συν.» κάνοντας ύμνο για τον μεγάλο χαράκτη Περικλή Κοροβέση, του οποίου τα έργα υπήρχαν σε όλα τα μουσεία του κόσμου, αλλά ο ίδιος αρνιόταν να τα εκθέσει στην Ελλάδα, λόγω του χουντικού της παρελθόντος.
Και αυτό έπιασε τόσο πολύ, που και η ίδια μου η αδερφή ήθελε κάποιο έργο μου.
Λίγο πριν φύγει ο Γιάννης, ρώτησε: «Πού είναι ο Περικλής;».
Βρέθηκα αμέσως δίπλα του. Και οι παλιοί φίλοι δεν χάνονται. Αργά ή γρήγορα θα ξαναβρεθούν.
ΥΓ. Αυτό είναι ένα βιαστικό κείμενο που μου το ζήτησαν την τελευταία στιγμή. Δεν συνηθίζω να γράφω έτσι. Το κάνω για τον Γιάννη και οι αμαρτίες (της γραφής) δικές μου.
efsyn.gr